Η καταστροφή της Καντάνου(03/06/1941) ΟΙ ΣΥΝΕΠΕΙΕΣ ΤΟΥ ΡΕΖΙΛΕΜΑΤΟΣ ΤΩΝ ΝΑΖΙ ΣΤΗΝ ΜΑΧΗ ΤΗΣ ΚΡΗΤΗΣ
Kάντανος 03/06/1941 Δημοσιεύθηκε στα X.N. 03/06/2011 Γράφει η ΜΑΡΙΑ ΝΙΚ. ΓΡΥΦΑΚΗ* Κάντανος 03/06/1941. 70 χρόνια επεράσανε και οι πληγές ακόμη τρέχουνε ασταμάτητα και πονούν αφόρητα. Τα δάκρυα, αστείρευτα ποτίζουν τα ένδοξα αιματοβαμμένα χώματα της Καντάνου. Στο καταπράσινο λουλουδιασμένο, ιστορικό και ιδιαιτέρου φυσικού κάλλους φαράγγι και στον χειροποίητο λιθόκτιστο επαρχιακό δρόμο, έγραψαν μια από τις πιο ένδοξες ιστορίες που εδόξασε παγκόσμια την Κάντανο, με τη θυσία τους, οι άμαχοι πολίτες, οι άντρες, οι γυναίκες, τα παιδιά και οι παπάδες. Τα θεριά όμως του Hitler μάς άφησαν μια αιώνια κληρονομιά που σήμερα τους ενοχλεί και τους απασχολεί... Σχεδιάζουν και προσπαθούν με διάφορους δόλιους τρόπους να εξαφανίσουν τους μάρτυρες που άφησαν και είναι αδιάψευστοι απέναντί τους. Κυνικά οι ίδιοι επιβεβαιώνουν, τον εαυτό τους για τις αποτρόπαιες πράξεις, που έχουν κάνει στον τόπο μας. Χωρίς ποτέ να μας αποζημιώσουν, αν και μας χρωστούν τόσα πολλά... «ΕΔΩ ΥΠΗΡΧΕ Η ΚΑΝΤΑΝΟΣ...». Ανεξίτηλα σφραγίζουν με τις επιγραφές που άφησαν, τη θηριωδία τους οι Γερμανοί κατακτητές... Ήταν χρονιά που η γη της Καντάνου με την εργατικότητα των Καντανιωτών είχε γεμίσει τους μαγατζέδες και τα πιθάρια με κάθε λογής γεννήματα και αγαθά. Τα λάδια ετρέξανε ποταμός, εγεμίσανε οι δρόμοι, τα λιόφυτα και οι κολύμπες, με όσα δεν εκάηκαν. Έναν μήνα και παραπάνω η φωτιά έκαιγε κι εκαπνίζανε τα χαλάσματα και οι τροχάλοι. Πολλά πυρπολημένα ερείπια στέκονται μέχρι και σήμερα, 70 χρόνια μετά. Όχι όμως αμίλητα, δεν σταματούν ούτε λεπτό να λένε και να διηγούνται για τη φωτιά, τον θάνατο και την ορφάνια, για τους βασανισμούς, τον πόνο και τα δάκρυα, για τον ξεσπιτωμό, την προσφυγιά και την επικήρυξη, για τα χαλάσματα, τους καπνούς και τα αποκαΐδια, για τις εκτελέσεις, την πείνα, τη δίψα και τη φτώχεια και την ατέλειωτη δυστυχία... Που όλα αυτά ακόμη και σήμερα δεν τα έχει ξεπεράσει η Κάντανος... Το φαράγγι της Καντάνου έχει μόνιμους κατοίκους τους αετούς που φωλεύουν στα πανέμορφα απόκρημνα χαράκια του. Όμως μπροστά στον βωμό του χρήματος, αδίσταχτα, χωρίς ενοχές και σεβασμό, το αίμα και τα κόκαλα των εδικών μας, βεβηλώθηκαν και ξεπουλήθηκαν... Η θέα του πληγιασμένου και κακοποιημένου φαραγγιού είναι φάτσα και απέναντι στον κάθε περαστικό, που βγάνει τα συμπεράσματά του για την αγνωμοσύνη και το έγκλημα που βλέπει μπροστά του... Τιμή και δόξα σε όλους αυτούς που γέμισαν την ιστορική και μαρτυρική Κάντανο με μυρτιές και δάφνες, με τη μεγαλοπρεπή υποδοχή που έκαναν στους Γερμανούς κατακτητές... Τιμή και δόξα σ’ αυτούς που έζησαν με αξιοπρέπεια τα βάσανα και τα μαρτύρια του κατακτητή... Τιμή και δόξα για την απέραντη και ανεκτίμητη μεγαλοσύνη των εδικών μας, που ανοικοδόμησαν, εκ θεμελίων την Κάντανο, με τον κόπο τους και τον ιδρώτα τους, χωρίς καμιά βοήθεια ή συμπαράσταση... Έχτισαν όλες τις υπηρεσίες, τα σχολειά, τους συνεταιρισμούς, τις εκκλησίες, τα εργοστάσια και τα ρημαγμένα σπίτια τους. Ποτέ εμείς δεν θα σταματήσουμε να υπερηφανευόμαστε για την αστείρευτη αρετή, την αντρεία και τη δύναμη ψυχής που είχαν οι εδικοί μας εκείνης της εποχής... Σήμερα, όμως, όλα αυτά τα ανεκτίμητα έργα χαρίστηκαν ανεύθυνα, με ελαφρά τη καρδία, μα και με συνείδηση νηφάλια στον ξενόφερτο παμφάγο και αχόρταγο ΚΑΛΛΙΚΡΑΤΗ... Όμως η Ιστορία γράφεται... Τιμή και δόξα στους νεκρούς και ζωντανούς μας ήρωες όλων των εποχών της Καντάνου. *τέως αντιπρόεδρος Κοινότητας Καντάνου.
Κάντανος, ένα μικρό χωριό της Κρήτης, στο Νομό Χανίων, έμελλε να γίνει ένα από τα μνημεία της ναζιστικής θηριωδίας κατά τον Β΄ ΠΠ. Οι κάτοικοί της, των γύρω χωριών, αλλά και πολλοί από την επαρχία Σελίνου, αν και ήξεραν ποιο θα ήταν το τίμημα που θα πλήρωναν, αποφάσισαν ν’ αντισταθούν και να θυσιαστούν στην επέλαση των ναζί. Με λίγα και ακατάλληλα όπλα, αμύνονται μαχόμενοι(23/05/1941) στα Φλώρια και πιο οργανωμένα και με περισσότερες δυνάμεις στο φαράγγι της Καντάνου(24 και 25/05/1941), όπου μετά από σφοδρή μάχη, σκοτώνονται πολλοί Γερμανοί. Αρχίζει(Δευτέρα 02/06) ο ανελέητος βομβαρδισμός του χωριού, ενώ στη συνέχεια τα τμήματα που μπήκαν στο χωριό, έκαψαν και ισοπέδωσαν όλα τα σπίτια. Ολοκαύτωμα. Οι ναζί συγκεντρώνουν τους κατοίκους και αρχίζουν τις εκτελέσεις. Οι ναζί είχαν κάψει(03/06/1941) και ισοπεδώσει την Κάντανο, εκδικούμενοι για την αντίσταση που συνάντησαν από τους κατοίκους της έξω από το Δημοτικό Σχολείο. 3 επιγραφές άφησαν οι ναζί στην Κάντανο, μοναδικά ιστορικά μνημεία σε όλη την Ευρώπη, καθώς οπουδήποτε κι αν κατέστρεψαν, δεν άφησαν γραπτά την απόδειξη του εγκλήματός τους, αλλά και δεν τόνισαν τόσο πολύ την αντίσταση που συνάντησαν. Στις 2 πινακίδες-επιγραφές που τοποθέτησαν οι ναζί στις εισόδους της Καντάνου από Χανιά και από Παλαιόχωρα, η 1η αναφέρει «Δια την κτηνώδη δολοφονίαν Γερμανών αλεξιπτωτιστών, αλπινιστών και του μηχανικού από άνδρας, γυναίκας και παιδιά και παπάδες μαζί και διότι ετόλμησαν να αντισταθούν κατά του μεγάλου Ράιχ κατεστράφη την 3-6-1941 η Κάνδανος εκ θεμελίων, δια να μην επαναοικοδομηθεί πλέον ποτέ» ενώ η 2η αναφέρει «ως αντίποινων των από οπλισμένων ανδρών και γυναικών εκ των όπισθεν δολοφονηθέντων Γερμανών στρατιοτόν κατεστράφη η Κάνδανος». Τέλος, το περιεχόμενο στην 3η μαρμάρινη πλάκα που έφεραν οι κατακτητές(1943) προοριζόμενη προφανώς για το μνημείο που θα κατασκεύαζαν αναφέρει «Εδώ υπήρχε η Κάνδανος κατεστράφη προς εξιλασμόν της δολοφονίας 25 Γερμανών στρατιωτικών». Σε ένα δραματικής αφήγησης ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ με πολλές άγνωστες λεπτομέρειες μερικών από τα πιο σημαντικά εγκλήματα που προέβησαν οι Γερμανοί μετά την κατάληψη της Κρήτης θα δείτε μεταξύ άλλων...: Ο ΜΑΡΚΟΣ ΠΟΛΙΟΥΔΑΚΗΣ αναφέρεται στις εκτελέσεις των αμάχων που έλαβαν χώρα στο χωριό του, τον Λατζιμά Ρεθύμνου, μεταξύ άλλων του πατέρα του. Αναφέρεται και στο χωριό Αστέρι, στο οποίο εισήλθαν οι Γερμανοί(03/06/1941), και εκτέλεσαν τη γιαγιά του και τον παππού του και τον ... σκύλο. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΜΑΝΟΥΣΑΚΗΣ, επίσης κάτοικος Αλικιανού Κρήτης, αναφέρεται στην εκτέλεση του πατέρα του από τους Γερμανούς, στις συστάσεις που τους γίνονταν από τους Γερμανούς να μην αντιστέκονται και στη θλιβερή εντολή που είχε λάβει από αυτούς να τον θάψει. Μας δείχνει και το ρολόι που πήρε από την τσέπη του πατέρα του μετά την εκτέλεσή του. Ο ΓΙΑΝΝΗΣ ΑΝΑΣΤΑΣΑΚΗΣ, κάτοικος Κανδάνου Κρήτης, αναφέρεται στην καταστροφή της Κανδάνου από τους Γερμανούς(03/06/1941), γιατί οι κάτοικοι της περιοχής συμμετείχαν στη Μάχη της Κρήτης. Ο ΒΑΣΙΛΗΣ ΑΚΡΩΤΗΡΙΑΝΝΑΚΗΣ, από το Κοντομαρί, αναφέρεται στην εκτέλεση 24 κατοίκων του χωριού, ηλικίας 18-50 ετών(02/06/1941).
Η καταστροφή της Καντάνου(03/06/1941) O εφιάλτης του ολοκαυτώματος της περιοχής πριν από 68 χρόνια Γράφει η ΙΩΑΝΝΑ ΚΑΝΔΑΡΑΚΗ* Η κούραση της μέρας σφάλισε βαριά τα βλέφαρά μας, οι ταλαιπωρίες των προηγούμενων ημερών μετά την απόπειρα για το 1ο κάψιμο του χωριού και την περιπλάνησή μας στον οπίσω Δήμο(Δήμο Αν. Σελίνου) ήταν μια δοκιμασία σκληρή που νομίζαμε ότι τελείωσε, με την επιστροφή μας το βράδυ στο σπίτι. Αλλοίμονο όμως, τον βαρύ μας ύπνο έκοψε άγρια με το 1ο φως του ήλιου η Γερμανική Λαίλαπα. Άγριες φωνές, διαταγές και ταραχές μεγάλες στην Κάντανο. Στα σπίτια οι Γερμανοί στρατιώτες σπάζουν τις πόρτες και μπαίνουν μέσα κρατώντας δοχεία που έχουν βενζίνη, ρίχνουν παντού και βάζουν φωτιά. Μια γειτόνισσα φωνάζει στους γονείς μου, σηκωθείτε, φύγετε θα καείτε... οι Γερμανοί καίνε το χωριό... Ο πατέρας μου Εμμανουήλ Νταμηλάκης, τραυματίας του Αλβανικού πολέμου, τιμημένος με το χρυσό Αριστείο Ανδρείας, που μόλις έχει γυρίσει την προηγούμενη μέρα μετά την κατάληψη των Χανίων είπε στη μητέρα μου να μας ντύσει και εκείνος πήγε να δει τι γίνεται. Οι Γερμανοί είχαν μπει μέσα στον αυλόγυρο και με προτεταμένα όπλα εμπόδιζαν την έξοδό του και άρχισαν να τον πυροβολούν με ριπές μόλις αντιλήφτηκαν ότι προσπάθησε να φύγει από άλλη έξοδο, πηδώντας από μια ταράτσα 3 μέτρων μέσα σε ένα περιβόλι, εκεί στην πυκνή μαγιάτικη βλάστηση, έχασαν τα ίχνη του. Σε ένα πλατάνι με πυκνό κισσό βρήκε σωτηρία. Η μητέρα μου με 4 παιδιά, τις θείες μας, γιαγιά και παππού κατεβήκαμε τις σκάλες. Τα λυσσασμένα σκυλιά είχανε μπει μες στην αυλή και με τις κάννες των όπλων τους μας έσπρωχναν να βγούμε έξω. Φώναζαν, έριχναν πυροβολισμούς, σκότωναν τα ζώα, τις κότες. Τροχάδην ανέβηκαν τις σκάλες κρατώντας ντεπόζιτα με βενζίνη, έριχναν μες στο σπίτι και έβαζαν φωτιά. Ο παππούς πήρε τον μοναχογιό μας, τον Γιαννάκη, αγκαλιά διότι ήταν 5 χρονών και τον τράβηξε προς τα Νεβέλα. Τα πολυβόλα έριχναν τις σφαίρες σαν βροχή και θέριζαν τα δέντρα και ό,τι βρισκόταν μπροστά τους. Εμείς με τη μητέρα μας που κρατούσε αγκαλιά τη μικρή μας αδελφή οκτώ μηνών και μαζί με τις θείες και τη γιαγιά και άλλες γειτόνισσες, βλέπαμε τα σπίτια να καίγονται, κλαίγαμε φωνάζαμε τι θα γίνουμε που χάσαμε τα πάντα. Διαλύθηκαν οι οικογένειες, δεν ξέραμε τι έγιναν οι δικοί μας. Πού θα πάμε για να γλιτώσουμε από τον χαλασμό. Καπνός, φωτιές, φωνές, αλαλαγμοί, κλάματα. Μια φωνή ακούστηκε: Πρέπει να φύγουμε απ’ εδώ επά μέσα στις φωτιές θα καούμε, πρέπει να γλιτώσουμε τα παιδιά. Τότε ξεκινήσαμε αφού κοιτάξαμε τα σπίτια μας που οι φλόγες τυλίγονταν σε στήλες μαύρου καπνού που έβγαινε μέχρι τον ουρανό και σκοτείνιαζαν τον ήλιο. Όπου ύψωμα και πολυβόλο. Έριχναν βροχή τις σφαίρες που περνούσαν πάνω από τα κεφάλια μας και νομίζαμε ότι ήρθε το τέλος. Περιπλανηθήκαμε μέσα στους ελαιώνες και μετά πήγαμε σ’ ένα χωράφι του παππού που ήταν σπαρμένο με σιτάρι. Εκεί σε μια γωνιά καθίσαμε. Ο ήλιος αν και θαμπός από τους καπνούς και μαζί με τις φωτιές έκαναν τρομερή ζέστη. Εμείς κλαίγαμε. Η μητέρα μας θήλαζε την αδελφή μου μην κλαίει και προδοθεί στους Γερμανούς. Μη μιλάτε, μην κουνιέστε. Θα μας σκοτώσουν όλους. Τα δάκρυα που κυλούσαν απ’ τα αθώα μάτια μας μες την υφάλμυρη γεύση γινόταν νερό στα διψασμένα χείλη μας και για φαγητό ξεφλουδίζαμε το μαλακό σιτάρι και λίγο ξεκόλλαγε το στόμα μας. Οι Γερμανοί φώναζαν και η μπότα με τον χαρακτηριστικό θόρυβο σου έκοβαν την ανάσα. Τα πολυβόλα, όλμοι, χειροβομβίδες σε όλη την έκταση του λεκανοπεδίου διασταύρωναν τα πυρά τους και νόμιζες ότι σε λίγο δεν θα υπάρχεις. Η ζέστη από όλα αυτά ήταν αφόρητη, η ημέρα, ο χρόνος, οι σκέψεις άπειρες, τα συναισθήματα ανακατεμένα. Λίγο ακόμα και τα μυαλά μας θα είχαν χαθεί μαζί με όλα τα άλλα... Πού να πρωτοπάει το μυαλό, στα σπίτια, στα μαγαζιά που έγιναν παρανάλωμα του πυρός; Στον πατέρα, στον παππού και στον Γιαννάκη; Πού να ήταν, θα τους ξαναβλέπαμε; Τι θα αντικρίζαμε νυχτώνοντας; Μετακινηθήκαμε λίγο για να πάμε στην σκιά αλλά οι Γερμανοί περνούσαν από πολύ κοντά μας. Φοβηθήκαμε και σέρνοντάς στο χώμα πήγαμε παρακάτω. Όταν πια τα θηρία του Hitler κατασπάραξαν τη λεία τους άρχισαν να λιγοστεύουν τα πυρά και λίγο πριν τη δύση του ήλιου κόπασαν, αλλά ποιος τολμούσε να πάει προς τη γειτονιά. Τότε μια γειτόνισσα, που μας είχε δει το πρωί, μας φώναξε. Ήταν η θεία Νικολάκαινα Παπαμαρκάκη: «Παιδιά μου ελάτε οι Γερμανοί έφυγαν». Κρατούσε έναν κουβά νερό και λίγο ψωμί στην ποδιά της. Μας έδωσε νερό να πιούμε και ψωμί να φάμε μα η πίκρα δεν μας άφηνε να το καταπιούμε. «Είδες τον άνδρα μου, τον πατέρα μου, το παιδί μου;» φώναζε κλαίγοντας η μάνα μας. Και κάθε ένας ρωτούσε για τους δικούς του. «Δεν είδα κανένα, ούτε τα παιδιά μου, ήμουν κρυμμένη και εγώ. Ελάτε να πάμε εκεί που ήταν τα σπίτια μας και όποιος ζει θα φανεί». Γυρίσαμε με φόβο και πόδια που έτρεμαν και τι να δούμε. Ένα σωρό χαλάσματα, φωτιά και καπνός, μυρωδιές αποπνιχτικές, τοίχοι ριγμένοι χάμω. Τίποτε δεν θύμιζε τα ωραία σπίτια μας. Ζώα σκοτωμένα, λάδια, κρασιά, αντικείμενα διάφορα πεσμένα στο βαρέλια, στάρια, αλεύρια, όλα μια άμορφη μάζα. Ταψιά, κατσαρόλες, γυαλιά που είχαν πάρει σχήματα αλλόκοτα όπως είδαμε αργότερα και που σώζονται ακόμα. Στον δρόμο, στο πηγάδι καθίσαμε και περιμέναμε να φανούν οι δικοί μας. Ο πατέρας ήταν εκεί και προσπαθούσε να σβήσει μια πόρτα και να γλιτώσει ένας στάβλος που θα γινόταν αργότερα η κατοικία της οικογένειας. Ο παππούς και ο Γιαννάκης δεν φαινόταν πουθενά. Τα κλάματα και οι κραυγές όλων ήταν το συμπλήρωμα της τραγωδίας. Δεν είχε νυχτώσει ακόμα και άρχισαν να ψάχνουν τα αμπέλια, τους δρόμους, τις ρεματιές φωνάζοντας πατέρα, Γιαννάκη, παιδί μου πού είστε; Η απάντηση δεν ακούστηκε, γύρισαν μόνοι, βουβοί και αμίλητοι. Έναν γείτονα τον Σταυρουλάκη Ιωάννη είχαν εκτελέσει πιο πάνω απ’ τα σπίτια και της Παρασκευής Παπαδομανωλάκη έκαψαν και το σπίτι της. Η νύχτα έριξε το μαύρο πέπλο της πάνω στη νεκρή Κάντανο μα και στις καρδιές μας όλων μας. Έκαναν συμβούλιο τι να κάνουμε, που να πάμε, δεν είχαμε τίποτα να φάμε, ένα καντούνι να κοιμηθούμε, ένα ρούχο να σκεπαστούμε. Πήραν τη μεγάλη απόφαση να φύγουμε γιατί δεν ξέραμε τι μπορούσε να συμβεί μέσα στη νύχτα αυτή. Μάζεψαν τα ζώα που έμειναν ζωντανά και την απελπισία μας και πήραμε τον δρόμο της προσφυγιάς. Η νύχτα ήταν χωρίς φεγγάρι, οι δρόμοι αγροτικοί, μονοπάτια γεμάτα πέτρες και αγκάθια. Μας τραβούσαν οι γονιοί μας, πέφταμε πάνω στα αγκάθια, τα χέρια και τα πόδια γιόμισαν, πονάγαμε, νυστάζαμε, ήμασταν νηστικοί από το προηγούμενο βράδυ, κλαίγαμε. Στους Κοπετούς στην Παπαδογραφραγγιά όταν περνούσαμε λέγαν οι γονείς μας δεν θα φθάσουν τα παιδιά, θα πεθάνουν στον δρόμο. Κτυπήσαμε την πόρτα των Νταμηλάκηδων, σηκώθηκαν και μας φιλοξένησαν, μας τάισαν, μας κοίμισαν αν ήταν ύπνος ή εφιάλτης. Το πρωί ξεκινήσαμε για τη Σαρακίνα, χωριό της μητέρας μου. Στο Γρηγοριανό οι συγγενείς μας Γρηγοράκηδες μας είδαν έτρεξαν, μας πήραν, μας τάισαν δίδοντάς μας κουράγιο, ξεκουραστήκαμε και το ταξίδι συνεχίστηκε. Στα Βερηβιανά ήταν τα πρώτα εξαδέλφια της μητέρας μας, Νταμοράκηδες, που με κλάματα, αγάπη και συμπόνοια μας δέχτηκαν στα σπίτια τους. Άνοιξαν τις κασέλες τους και έβγαλαν ρούχα από τις προίκες τους, από εσώρουχα μέχρι πατανίες, κιλίμια και είδη ρουχισμού, τα φόρτωσαν σε ένα γαϊδουράκι και μας συνόδεψαν μέχρι το κέντρο του χωριού που ήταν και ο προορισμός μας. Εκεί στο σπίτι του παππού Ε. Κοντορίνη ήταν οι θείοι Γεώργιος και Μενέλαος Κοντορίνης, η θεία Πιπίνα Ζουριδάκη, τα εξαδέλφια μας Βύρων και Ελπίδα. Εκεί έγινε ο μεγάλος θρήνος. Κλάματα, απελπισία, χαμός. Άρχισαν οι ετοιμασίες του φαγητού, του ύπνου. Ο πατέρας η γιαγιά και η μητέρα άφησε το μωρό και όταν ξεκουράστηκαν και έφαγαν πήραν το δρόμο του γυρισμού. Έπρεπε να ψάξουν για τους χαμένους, να τους βρουν ζωντανούς ή πεθαμένους. Όπως έλεγαν, τα σπίτια, τα λάδια, τα σιτηρά καιγόταν 8-10 ημέρες. Τα ζώα που ήταν σκοτωμένα μύριζαν απαίσια. Μέχρι τη νύχτα, δεν βρήκαν κανένα, μόνο που βοήθησαν και έθαψαν τον γείτονα που είχαν σκοτώσει οι Γερμανοί. Το βράδυ κάθισαν στο αλώνι και εκεί τους βρήκε το πρωί για συνεχίσουν το ψάξιμο. Κάποιος είδε τον γέρο να κρατάει στους ώμους το μικρό και να πηγαίνει προς τη Σπίνα. Πήρε το άλογο, πήγε εκεί, τους βρήκε, τους πήρε και γύρισαν πίσω χαρούμενοι που βρέθηκαν γεροί μα αφάνταστα λυπημένοι για το τι είδαν τα μάτια τους αντικρίζοντας τα σπίτια τους. Όλοι μαζί, άλλοι πεζοί και άλλοι στα άλογα, γύρισαν στη Σαρακίνα. Το τι έγινε δεν περιγράφεται. Η λύπη για τα σπίτια και τα υλικά αγαθά παραμερίστηκαν μπρος τη θέα που όλοι ήμασταν καλά. «Σε ευχαριστούμε Παναγία μου που γλιτώσαμε από τις ύαινες του Hitler και τα σπίτια θα τα ξαναχτίσουμε». Από την 5η Ιουνίου 1941 αρχίζει το μαρτύριο της επιβίωσης, του φόβου για τη ζωή. Μα και το μίσος ατσάλωνε τις ψυχές μας γι’ αυτούς που ήθελαν να μας κάψουν ζωντανούς, να υποδουλώσουν την πατρίδα, να στείλουν στα στρατόπεδα της Γερμανίας τους πατεράδες και τα αδέλφια μας. Γιατί; Γιατί υπερασπίστηκαν τα ιδανικά μας; Πίστη, Πατρίδα, Ελευθερία. Πήραν το μάθημα που τους χρειάζονταν και η ιστορία έγραψε με χρυσά γράμματα το έπος της Κρήτης, της Καντάνου και τόσων άλλων χωριών και πόλεων της πατρίδας μας.
Εκάψανέ σε Κάντανο
του Hitler οι ναζίδες,
στην ιστορία έγραψες
ολόχρυσες σελίδες.
Και έρχονται οι Γερμανοί
και όλοι όσοι περνάνε,
διαβάζουνε τις πλάκες σου
που ολόγυρα κοιτάνε.
Βλέπουνε τα σπίτια σου
όλα ξαναχτισμένα
πιο όμορφα, πιο πλούσια
και απ’ το ’41.
Στο περιβόλι τ’ ουρανού
θα μπω και θα διαλέξω
Δάφνες, Μυρτιές κι Αμάραντους στεφάνια για να πλέξω.
Να στεφανώσω τους νεκρούς για την παλικαριά τους
που δείξανε στους Γερμανούς πως το ’λεγε η καρδιά τους.
* Είναι οι αναμνήσεις μου από αυτή την ημέρα στο οικογενειακό μου περιβάλλον, στη γειτονιά που έμενα, στο χωριό μου, την Κάντανο. Ήμουν τότε 10 ετών. Δημοσιεύτηκε στα «Χανιώτικα Νέα» στις 03/06/2009
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου