Παρασκευή 1 Ιουνίου 2012

Βυζαντινή Αυτοκρατορία

Βυζαντινή Αυτοκρατορία
Βυζαντινή Αυτοκρατορία ή Βυζάντιο ή Α Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία αναφέρεται στην αυτοκρατορία με πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη(11/05/330-29/05/1453). Ήταν κληρονόμο κράτος του γεωγραφικού χώρου της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Τα όριά της άλλαξαν πολλές φορές, αλλά στη μεγαλύτερή της έκταση διοικούσε εδάφη που περιελάμβαναν: Ιταλική χερσόνησο, Βαλκάνια, Μικρά Ασία, Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο, σημερινή Τυνησία και μικρό τμήμα της Ιβηρικής χερσονήσου. ΑΠΟ ΤΗΝ ΡΩΜΑΪΚΗ ΣΤΗΝ ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Από τη Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία, γεννήθηκε το «Εκχριστιανισμένο Ρωμαϊκό κράτος της Ανατολής» με κύριο μέλημα την ανασύσταση της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας, επί της δυναστείας του Ηρακλείου μεταμορφώθηκε στην «Εξελληνισμένη αυτοκρατορία της χριστιανικής Ανατολής» και με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης από τους Λατίνους(1204), γεννήθηκε η «Ελληνική Βυζαντινή Αυτοκρατορία». Στην τελευταία περίοδο, αναβίωσε η μνήμη του ελληνικού παρελθόντος. Η Άλωση της Πόλης και η Λατινοκρατία, συντέλεσαν στη γένεση του νεοελληνικού πατριωτισμού και των ιδεών που τελικά οδήγησαν στην αποκατάσταση της νέας Ελλάδας (19ος αι.). Η μελέτη της Βυζαντινής ιστορίας δείχνει ότι πρόκειται για μία νέα φάση της ρωμαϊκής ιστορίας που διαμορφώνεται κάτω από την επιρροή:
1.    Του ελληνικού πολιτισμού και παραδόσεων και της ελληνικής γλώσσας, με μετάθεση του πολιτικού κέντρου του κράτους στην εξελληνισμένη Α.
2.    Της χριστιανικής πίστης.
3.    Της ρωμαϊκής πολιτικής θεωρίας.
Οι διαφορές δημιουργούνται με βάση το μερίδιο που διατηρούσαν οι 3 αυτοί παράγοντες στη συσπείρωση της αυτοκρατορίας, κατά τη διάρκεια της ακατάπαυστης και αγωνιώδους προσπάθειας επιβίωσής της. Η Κωνσταντινούπολη ή «Βασιλεύουσα» ή «Πόλη» ή «Επτάλοφος της Ανατολής» ή «δεύτερη Ρώμη» ταυτίζει την ιστορία της με την ιστορία της Αυτοκρατορίας η οποία την ανέδειξε και ο κτίστης της πόλεως Μέγας Κωνσταντίνος, θεωρείται ιδρυτής της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας, ο ίδιος που επέτρεψε χάρη στο «Έδικτο των Μεδιολάνων»(313) την ελεύθερη άσκηση της χριστιανικής λατρείας. Το Βυζάντιο αποτελεί ένα ιδιότυπο ιστορικό φαινόμενο: ο Κωνσταντίνος αναγνωρίσθηκε ως ο 1ος βυζαντινός Αυτοκράτορας χωρίς να είναι και ο τελευταίος Ρωμαίος Αυτοκράτορας. Το Βυζάντιο είναι η μόνη αυτοκρατορία, που δεν κτίσθηκε πάνω στα ερείπια μιας άλλης ως προϊόν στρατιωτικών επιτυχιών. ήταν αποτέλεσμα των εξελίξεων στον ρωμαϊκό κόσμο. ΙΣΤΟΡΙΑ ΠΡΩΤΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΔΟΔΟΣ Οι πρώτοι αιώνες της βυζαντινής ιστορίας, η «πρωτοβυζαντινή περίοδος»(4ος-6ος αι.), θεωρείται η τελευταία φάση της ρωμαϊκής ιστορίας και η περίοδος του σχηματισμού της νέας αυτοκρατορίας. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία ως συνέχεια της ρωμαϊκής κληρονόμησε τον γεωγραφικό χώρο της. Η προσπάθεια αποκατάστασης του «ρωμαϊκού κράτους» στα παλαιά του σύνορα, παρέμεινε θεμελιώδης αξία της βυζαντινής ιδεολογίας. Η προσήλωση σ' αυτήν ή η εγκατάλειψή της, διαίρεσε πολλές φορές τον πολιτικό κόσμο και τον λαό του Βυζαντίου και προσανατόλισε τη βυζαντινή διπλωματία. Η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία είχε διαιρεθεί(τέλη 3ου αι.) σε 4 μεγάλες γεωγραφικές και διοικητικές περιφέρειες(Υπαρχίες):
1.    Υπαρχία Α: περιλάμβανε ΝΑ περιοχές της σημερινής Βουλγαρίας, Θράκη, Τουρκία, τη Συρία, Παλαιστίνη, Ιορδανία, Β Αίγυπτο και τμήμα της Λιβύης απέναντι από την Ελλάδα.
2.    Υπαρχία Ιλλυρικού: περιλάμβανε σημερινή ΠΓΔΜ, Γιουγκοσλαβία, Αλβανία, σχεδόν όλη η Ελλάδα και Δ τμήμα της Βουλγαρίας.
3.    Υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής: περιλάμβανε Δ τμήματα της σημερινής Βοσνίας, Κροατίας και Ουγγαρίας, Σλοβενία, Αυστρία, Ελβετία, Ιταλία και Β περιοχές Αλγερίας, Τυνησίας και μεγαλύτερο μέρος Λιβύης.
4.    Υπαρχία Γαλατίας: περιλάμβανε το Ν μισό του σημερινού Ηνωμένου Βασιλείου, Γαλλία, Βέλγιο, Ιβηρική Χερσόνησο και τμήμα του Μαρόκου Ν της Ιβηρικής Χερσονήσου.
Στη διάρκεια της 1ης αυτής περιόδου της βυζαντινής ιστορίας σημαντικά γεγονότα συνέβησαν που επηρέασαν τη γεωγραφία του Βυζαντίου:
1.    Μετάθεση της πρωτεύουσας στην Κωνσταντινούπολη.
2.    Χωρισμός του ρωμαϊκού κράτους σε Α και Δ από τον Θεοδόσιο.
3.    Διάλυση του Δ τμήματος της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας.
4.    Ταύτιση της Αυτοκρατορίας με το Α τμήμα.
Η διαίρεση της αυτοκρατορίας από τον Θεοδόσιο Α'(395) ήταν οριστική. Το Α τμήμα(υπαρχίες «Ανατολής» και «Ιλλυρικού») δόθηκε στον 17χρονο γιο του Αρκάδιο και το Δ(υπαρχίες «Ιταλίας-Αφρικής» και «Γαλατίας») στον 11χρονο γιο του Ονώριο, ΔΕΝ ενώθηκαν ΠΟΤΕ σε ένα σύνολο, με εξαίρεση την περίοδο της βασιλείας του Ιουστινιανού. Μοιρασμένη η ρωμαϊκή αυτοκρατορία αντιμετώπισε(ως τέλη του 5ου αι.) τις επιθέσεις γερμανικών κ.ά. φύλων, τα οποία είχαν αρχίσει ήδη(3ος αι.) να εισδύουν στην Ευρώπη. Η έκβαση αυτού του αγώνα ήταν διαφορετική για τα 2 τμήματα της Αυτοκρατορίας. Το 476 σημαδεύει την οριστική πτώση του Δ ρωμαϊκού κράτους, την ίδια στιγμή που η οικονομικά ισχυρότερη Α γνώριζε μια περίοδο σχετικής ισορροπίας, εσωτερικής και εξωτερικής. Μεγάλη προσπάθεια για να ανακτηθεί το χαμένο έδαφος κατέβαλε ο αυτοκράτορας Ιουστινιανός(527-565). Η εξωτερική πολιτική του ήταν σύμφωνη με τη ρωμαϊκή παράδοση και πολύ φιλόδοξη, αλλά ξεπερνούσε τις δυνατότητες του κράτους. Αν και το Βυζάντιο, μετά την ανάκτηση Δ περιοχών, περιελάμβανε την παλαιά υπαρχία Ιταλίας-Αφρικής και ένα μικρό τμήμα Ν της Ιβηρικής χερσονήσου, οι πόλεμοί του σε Δ και Α απογύμνωσαν τις ευρωπαϊκές επαρχίες από στρατεύματα και άδειασαν τα κρατικά ταμεία. Η κατάσταση αυτή εξασθένισε τη διεθνή θέση του Βυζαντίου και είχε ολέθριες επιπτώσεις στην εδαφική ακεραιότητα του κράτους επί των διαδόχων του. ΜΕΣΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Στη «Μεσοβυζαντινή περίοδο»(6ος και 7ος αι.), οι εγκαταστάσεις των εχθρών στα βυζαντινά εδάφη αλλάζουν πάλι τη γεωγραφική όψη της αυτοκρατορίας. Οι Λογγοβάρδοι εισβάλλουν και εγκαθίστανται στη βόρεια Ιταλία και οι Σλάβοι στη ΒΔ και Β βαλκανική περιοχή. Το κράτος υφίσταται πολύ βαριές εδαφικές απώλειες και, με την αποχώρηση του βυζαντινού στόλου από την Αλεξάνδρεια, οριστικοποιείται(642) η απώλεια των πέρα από τη Μικρά Ασία Α επαρχιών, της ελληνιστικής Α, υπό την πίεση της κατακτητικής ορμής των Αράβων που αποσπούν Συρία, Παλαιστίνη, Αίγυπτο και βορειοαφρικανικές περιοχές της Αυτοκρατορίας. Οι αμφίρροποι αγώνες(8ος-9ος αι.) έφεραν ελάχιστες αλλαγές στην εδαφική όψη του κράτους. Επί Μακεδονικής δυναστείας, στα χρόνια των τελευταίων Μακεδόνων, η Αυτοκρατορία πέτυχε σημαντικές επεκτάσεις στην Α και μικρότερες στη Δ. Οι επικές νίκες Νικηφόρου Φωκά, Ιωάννη Τσιμισκή και Βασιλείου Β’ ανέκτησαν Κρήτη, Κύπρο, πόλεις της Κιλικίας και τμήματα Συρίας και Παλαιστίνης. Η ανάκτηση όλων των παλαιών ρωμαϊκών εδαφών της Εγγύς Ανατολής ήταν ο απώτερος σκοπός των εκστρατειών τους. Επί Βασιλείου Β' του Βουλγαροκτόνου, η Βουλγαρία υποτάχθηκε πλήρως και τα σύνορα του Βυζαντίου έφτασαν και πάλι στον Δούναβη, χωρίς να πλησιάσουν τα σύνορα που είχε το κράτος επί της ιουστινιάνειας «ανακτήσεως»(reconquista). ΥΣΤΕΡΟΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Οι σπουδαίες εδαφικές κατακτήσεις επί Μακεδονικής δυναστείας αποδείχθηκαν βραχύβιο επίτευγμα. Σε ελάχιστο διάστημα μετά το 1071(μεγάλη ήττα βυζαντινού στρατού από τους Σελτζούκους Τούρκους στο Ματζικέρτ(Αρμενία)), το Βυζάντιο έχασε το μεγαλύτερο μέρος της Μικράς Ασίας και τη Βάρη(Bari) από τους Νορμανδούς-σήμανε την απώλεια και του τελευταίου βυζαντινού ερείσματος στην Ιταλία-. Σύμφωνα με τους ιστορικούς, η ήττα του Ματζικέρτ και το πολιτικοστρατιωτικό χάος, ήταν η «θανάσιμη στιγμή της Μεγάλης Βυζαντινής Αυτοκρατορίας». Η επακόλουθη απώλεια του μεγαλύτερου μέρους της Μικράς Ασίας, το σπουδαιότερο τμήμα της Αυτοκρατορίας, ήταν ένα ισχυρό χτύπημα. Η Αρμενία και η Καππαδοκία, οι επαρχίες από τις οποίες προήλθαν τόσοι Αυτοκράτορες και πολεμιστές, χάθηκαν για πάντα. Μέσα στα νέα, περιορισμένα, όριά της, η Αυτοκρατορία δέχθηκε τα χτυπήματα των Σταυροφοριών με αποκορύφωμα την Άλωση της Κωνσταντινούπολης, κατά την Δ' Σταυροφορία, από τους Λατίνους(1204). Η περίοδος των Παλαιολόγων(1258-1453), χαρακτηρίζεται από αποδυνάμωση και μείωση της εδαφικής έκτασης της Αυτοκρατορίας, που οφείλεται στους εμφυλίους(14ος αι.) και τις κατακτήσεις των Οθωμανών Τούρκων στη Μικρά Ασία και στη χερσόνησο του Αίμου. Σε πολλές περιοχές συνεχίζεται η λατινοκρατία. Σε Ήπειρο και στην Τραπεζούντα, διατηρούνται ανεξάρτητα από την Κωνσταντινούπολη κράτη. Το Βυζάντιο έχει χάσει τη Μικρά Ασία(αρχές 14ου αι.), περιορίζεται σε Α Μακεδονία και Θράκη(μέσα 14ου αι.) και στην περιοχή της Πόλης και σε κάποιες κτήσεις στα νησιά του Αιγαίου και στο Δεσποτάτο του Μυστρά(αρχές 15ου αι.). Η Άλωση της Κωνσταντινούπολης από τους Τούρκους του Μωάμεθ Β'(29/05/1453), ήρθε μετά από μία μακρόχρονη επιθανάτια αγωνία, την οποία ακολούθησε η τελική καταστροφή. Η Πόλη γίνεται πλέον πρωτεύουσα της Οθωμανικής αυτοκρατορίας και το τέλος της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας είναι γεγονός. ΟΝΟΜΑΣΙΑ Όσο κι αν μελετήσει κάποιος τις πηγές, κατά τη διάρκεια των 11+ αιώνων ζωής της «Βυζαντινής» Αυτοκρατορίας, πουθενά δεν θα βρει τους όρους «βυζαντινή Ιστορία» και «βυζαντινός» να προσδιορίζουν την ιστορία και τους κατοίκους του κράτους που είχε για πρωτεύουσα την Κωνσταντινούπολη. Οι κάτοικοί της ονόμαζαν εαυτούς Ρωμαίους· η αυτοκρατορία τους ήταν Ρωμαϊκή και πρωτεύουσά τους ήταν η Νέα Ρώμη. Το Βυζάντιο έφερε πάντα το όνομα «Ρωμαίων κράτος» ή «Ρωμαίων πολιτεία». Ονόματα όπως «Ρώμη» και «Ρωμανία» υιοθετήθηκαν από τον βυζαντινό λαό και ως ανάμνησή τους μένουν σήμερα οι όροι «Ρωμιός» και «Ρωμιοσύνη». Ο όρος «βυζαντινός» είναι ένας νεολογισμός τον οποίο χρησιμοποίησε(1562) 1η φορά ο ιστορικός Hieronymus Wolf(1516-1580), τότε βιβλιοθηκάριος και γραμματέας στον οίκο των ισχυρών τραπεζιτών Fugger στην Αυγούστα(Augsburg). Ο Wolf, ο οποίος επέδειξε μεγάλο ζήλο για τους Βυζαντινούς και για τους κλασικούς συγγραφείς, είδε τη βυζαντινή ιστορία ως ένα ιδιαίτερο και ανεξάρτητο τμήμα της ιστορίας και συνέλαβε την ιδέα ενός Corpus Historiae Byzantinae(Σώμα βυζαντινής ιστορίας) που θα περιλάμβανε έργα Βυζαντινών ιστορικών από την εποχή του Κωνσταντίνου του Μέγα ως τον Κωνσταντίνο Παλαιολόγο. Τον όρο «βυζαντινός» τον καθιέρωσε ένας πολύ σημαντικός Γάλλος λόγιος και εκδότης, ο Ιησουίτης Philippe Labbe(1607-1667), ο οποίος προλογίζει το δικό του σώμα κειμένων βυζαντινής ιστορίας, με τις λέξεις «De Byzantinae historiae scriptoribus...». Όταν εκδόθηκε ο 1ος τόμος αυτής της συλλογής, δημοσίευσε μια έκκληση προς όλους τους λάτρεις της βυζαντινής Ιστορίας, με την οποία τόνιζε τη σημασία της ιστορίας της Α Ελληνικής Αυτοκρατορίας «της τόσο εκπληκτικής σε γεγονότα, τόσο δελεαστικής σε ποικιλία και τόσο αξιόλογης για τη μακροχρόνιά της διάρκεια». Ο Γάλλος ιστορικός, φιλόλογος, αρχαιολόγος, νομισματολόγος και εκδότης Charles DuCange χρησιμοποίησε(1680) τον όρο για να τιτλοφορήσει το ιστορικό του βιβλίο Historia Byzantina, που πραγματεύεται την ιστορία του κράτους της Κωνσταντινούπολης. Για τους μελετητές της εποχής, το όνομα «Βυζάντιο» υπενθύμιζε ότι η πρωτεύουσα της αυτοκρατορίας κτίστηκε από τον Μέγα Κωνσταντίνο στη θέση του αρχαίου Βυζαντίου, της αρχαίας πόλης της ΝΑ Θράκης στον Βόσπορο, που ιδρύθηκε(659 π.Χ.) από ομάδα Μεγαρέων αποικιστών με αρχηγό τον Βύζαντα στον οποίο οφείλει και την ονομασία της. Οι αρχαΐζοντες Βυζαντινοί συγγραφείς συχνά ονομάζουν Βυζάντιο την Κωνσταντινούπολη, όνομα που τελικά κατέληξε να δηλώνει το σύνολο του κράτους. Η επέκταση αυτή της σημασίας του όρου «Βυζάντιο», δείχνει και τον πρωταρχικό ρόλο που διαδραμάτισε σε όλη τη βυζαντινή ιστορία ο κόσμος της Κωνσταντινούπολης. ΒΥΖΑΝΤΙΝΗ ΠΕΡΙΟΔΟΣ Κάθε χρονική τομή και κάθε χρονικός περιορισμός της ιστορικής εξέλιξης, που στην πραγματικότητα είναι αδιάκοπη, αποτελούν συμβατικές οροθεσίες οι οποίες δεν βρίσκουν πάντα σύμφωνους όλους τους ερευνητές. Έτσι και τα χρονικά όρια της βυζαντινής ιστορίας είναι συμβατικά, βοηθούν όμως στην κατανόηση της σημασίας παραγόντων και γεγονότων, στους οποίους βασίζονται οι διάφορες αντιμαχόμενες θέσεις.
Αν και όλοι σχεδόν συμφωνούν ότι η Βυζαντινή ιστορία τελειώνει με την πτώση της Πόλης (1453), συχνά θεωρήθηκε ως αφετηρία για τη βυζαντινή χρονολογία ο θρίαμβος του Χριστιανισμού(392), όταν δηλ. ο Θεοδόσιος Α' έθεσε εκτός νόμου τις αρχαίες λατρείες. Αν λάβουμε υπόψη ότι η αρχαία θρησκεία επέζησε ως την εποχή του Ιουστινιανού και αντικαταστάθηκε από την εθνική θρησκεία των λαών που εγκαταστάθηκαν στα βυζαντινά εδάφη, βλέπουμε ότι η χρονολογία αυτή έχει δυσκολίες ως προς την εδραίωσή της. Κείμενα του 10ου αι. αναφέρουν μη χριστιανούς σλαβικής καταγωγής εγκατεστημένους στη βυζαντινή Ελλάδα, οργανωμένους σε αυτόνομες κοινότητες, υπό τοπικούς αρχηγούς της ίδιας εθνικής προέλευσης και σχεδόν ανεξάρτητους από την αυτοκρατορική επαρχιακή διοίκηση της περιοχής. Συχνά αποτέλεσαν επικίνδυνες εστίες εξέγερσης κατά της αυτοκρατορικής εξουσίας, κυρίως στην Θεσσαλονίκη και την Πελοπόννησο. Άλλοι ιστορικοί, θεωρούν αρχή της ιστορίας του Βυζαντίου την εποχή που ακολουθεί το θάνατο του Θεοδοσίου(395)· το κράτος διαιρείται σε Α και Δ. Αναζητείται σταθερό ορόσημο στη διάλυση του Δ ρωμαϊκού κράτους· καταλληλότερη το 476, που η «Χριστιανική Ρωμαϊκή αυτοκρατορία» μένει μόνη της. Άλλοι τοποθετούν την αρχή της ιστορίας του Α ρωμαϊκού κράτους στο 610, όταν ανεβαίνει στο θρόνο ο Ηράκλειος, άλλοι στα 717, όταν ανεβαίνει στην εξουσία η δυναστεία των Ισαύρων και άλλοι στα 284, όταν ο Διοκλητιανός, βάζει τις βάσεις για την οργάνωση του νέου κράτους. O καθηγητής Arnold Toynbee(1889-1975) υποστήριξε ότι η Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία έσβησε στα τελευταία χρόνια του 6ου αι. και μια νέα αυτοκρατορία αναπτύχθηκε ως απάντηση της χριστιανικής Α στην απειλή των μουσουλμάνων. Ο Βρετανός κλασικός φιλόλογος και ιστορικός John Bagnell Bury(1861-1927) αρνήθηκε ότι το Βυζάντιο γνώρισε ποτέ γενέθλια ημέρα. Υποστήριξε ότι «η Βυζαντινή αυτοκρατορία με δική της υπόσταση ουδέποτε υπήρξε, η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν έληξε μέχρι το 1453». Κάθε μία από τις παραπάνω απόψεις, παρουσιάζει πλεονεκτήματα και μειονεκτήματα. Όσοι πιστεύουν ότι η βυζαντινή ιστορία αρχίζει απ' τη μονοκρατορία του Μεγάλου Κωνσταντίνου και τη θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης(324)(ή από τα επίσημα εγκαίνια της(330)), θεωρούν ότι η χρονολογία αυτή εμπεριέχει γεγονότα-ορόσημα για το βυζαντινό κράτος:
1.    Μετάθεση του κέντρου βάρους από τη Δ στην Α
2.    Ανοχή και αργότερα αναγνώριση της ισοτιμίας του Χριστιανισμού με τις άλλες θρησκείες
3.    Επίδραση των χριστιανικών αρχών στη νομοθεσία και γενικά στις κρατικές εκδηλώσεις
4.    Μεταφορά της πρωτεύουσας του κράτους σε σφαίρα επιρροής άλλης γλώσσας, της ελληνικής
5.    Πραγματοποίηση μεγάλων μεταρρυθμίσεων και αλλαγών στην κρατική και κοινωνική ζωή της αυτοκρατορίας
ΒΥΖΑΝΤΙΟ ΚΑΙ Δ Παρά το γεγονός ότι το Α και το Δ τμήμα της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας, είχαν αποτελέσει μέρη του ίδιου κράτους(Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία), αποτελεί κοινό τόπο η διαπίστωση ότι, ανάμεσα στους Βυζαντινούς και τους Λατίνους, υπήρξε μια διαρκής αντιπαράθεση, η οποία κατά τη διάρκεια της Δ’ Σταυροφορίας κορυφώθηκε με την κατάληψη της Κωνσταντινούπολης(1204). Ανάμεσα σε Δ και Α, η αποξένωση και η αμοιβαία εχθρότητα των 2 κόσμων ήταν τόσο μεγάλη, που είχε ως συνέπεια, οι Δ να παρακολουθήσουν με πλήρη σχεδόν αδιαφορία την πτώση της Α Αυτοκρατορίας. Ακόμα και το όνομα της «Βυζαντινής Αυτοκρατορίας», μαρτυρεί μια μακραίωνη έχθρα και υποτίμηση. Ποιος θα μπορούσε να φανταστεί ότι η   ιστοριογραφία, θα επινοούσε το πρωτοφανές όνομα «Βυζάντιο», συσχετίζοντας τη Νέα Ρώμη, Κωνσταντινούπολη με μια αρχαία ελληνική αποικία, για να αποσυνδέσει το ανατολικό τμήμα από την αυτοκρατορική παράδοση και να περιγράψει την άλλοτε κραταιά Αυτοκρατορία, που αυτοπροσδιοριζόταν ως μοναδικός κληρονόμος της αυτοκρατορικής Ρώμης. Παρά τις θετικές, αρχικές προσπάθειες κάποιων Δ ιστοριογράφων, η μακρά παράδοση αδιαφορίας, έλλειψης κατανόησης και παρεξηγήσεων ανάμεσα στις 2 πλευρές, οδήγησε σε μια νοοτροπία γκετοποίησης της Βυζαντινής ιστοριογραφίας. Το πλέον προβεβλημένο γεγονός, ως άξονας διαφοροποίησης των 2 πλευρών είναι το Σχίσμα των 2 Εκκλησιών, Ορθόδοξης και Ρωμαιοκαθολικής. Μιλώντας σήμερα για Βυζάντιο και Δ Μεσαίωνα, αναφερόμαστε σε 2 διακριτά θρησκευτικά, ιστορικά και πολιτιστικά μεγέθη, τα οποία περιγράφουν, 2 διαφορετικούς τρόπους σκέψης και ύπαρξης με ρίζες ιστορικές. Η μοιρασμένη στα 2 Αυτοκρατορία, από τον Θεοδόσιο Α'(395), ορίζει και γεωγραφικά, ως ένα βαθμό, τις 2 μεσαιωνικές δυνάμεις. Στην υπερχιλιόχρονη πορεία του Βυζαντίου, μια σειρά από γεγονότα έπαιξαν αποφασιστικό ρόλο στη διαμόρφωση ενός(Δ) μεσαιωνικού πολιτισμού που αναπτύχθηκε ανταγωνιστικά προς το Βυζάντιο. Αυτά ήταν η γλωσσική αποξένωση, η βαθμιαία ανεξαρτητοποίηση της Δ θεολογικής και πολιτικής σκέψης και ο ανταγωνισμός της Δ με την Α Εκκλησία. ΕΘΝΟΛΟΓΙΚΗ ΣΥΝΘΕΣΗ Τους πρώτους αιώνες της ιστορικής πορείας της, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία αποτελούσε ένα υπερεθνικό, οικουμενικό κράτος που περιελάμβανε όλον τον πολιτισμένο, τότε, μεσογειακό κόσμο. Το μόνο άλλο οργανωμένο κράτος που γνώριζε ήταν η Περσία των Σασσανιδών. Στην τεράστια επικράτειά της-απλωνόταν σε 3 ηπείρους- συμβίωναν Έλληνες και εξελληνισμένοι λαοί, αυθεντικοί Ρωμαίοι, Αρμένιοι, Σύροι, Αιγύπτιοι και Ιουδαίοι, υπολείμματα παλαιών μικρασιατικών λαών(Ίσαυροι, Φρύγες, Καππαδόκες), Ιλλυριοί και Θράκες στη Χερσόνησο του Αίμου και υπολείμματα νεώτερων εποικισμών Γαλατών και Γότθων. Όλοι αυτοί αυτοαποκαλούνταν Ρωμαίοι, στον βαθμό που ήταν αφοσιωμένοι στην Εκκλησία και στον Αυτοκράτορα της Κωνσταντινούπολης, τον Ρωμαίο Αυτοκράτορα. Από την ελληνιστική εποχή είχαν εμφανιστεί ισχυρές τάσεις επιγαμίας μεταξύ των μεσογειακών λαών. Πχ. ο αυτοκράτορας Αρκάδιος ήταν ισπανικής καταγωγής. Αρμενικής καταγωγής ήταν οι στρατηγοί του Ιουστινιανού Ναρσής, Ναρσής Καμσαρακάν και οι αυτοκράτορες Λέων ο Ε', Βασίλειος ο Α', Ιωάννης Α' Τσιμισκής, Ρωμανός ο Α'. Ο αυτοκράτορας Νικηφόρος ο Α' είχε αίμα αραβικό και ο πατέρας του επικού Διγενή Ακρίτα ήταν προσήλυτος Σαρακηνός. Οι Βυζαντινοί ήταν κοσμοπολίτες και χωρίς φυλετικές προκαταλήψεις. Δεν είχαν πρόβλημα να δεχθούν τον οποιονδήποτε και παιδιά μικτών γάμων μπορούσαν να κυβερνήσουν την Αυτοκρατορία. Απαραίτητη προϋπόθεση ήταν ο νεοεισερχόμενος να είναι χριστιανός και να μιλά ελληνικά. Αν και στο μεγαλύτερο μέρος της ιστορίας του, η εθνολογική σύνθεση του Βυζαντίου δεν συνδέθηκε αποκλειστικά με μία μόνο εθνότητα, γιατί στα σύνορα του υπήρχαν ή προσαρτήθηκαν κατά καιρούς πολλοί διαφορετικοί λαοί. Κορμός όμως της σύνθεσης αυτής ήταν ο ελληνορωμαϊκός κόσμος. Και οι διάφορες εθνότητες απόκτησαν τα κοινά χαρακτηριστικά της χριστιανικής πίστης και προοδευτικά της ελληνικής γλώσσας, παράγοντες που λειτούργησαν ως ενοποιητικοί. Η ελληνική γλώσσα(από τον 4ο αι. εκτοπίζει τη λατινική στην Α), επικράτησε επί Ηρακλείου ως η επίσημη γλώσσα του Βυζαντίου. Είχε προηγηθεί η μοιραία αποδυνάμωση του ζωντανού, στρατιωτικής καταγωγής λατινικού πυρήνα των Βαλκανίων από τον Ιουστινιανό, για να επανδρώσει τις ανακτημένες και εκγερμανισμένες επαρχίες της Δ. Μόνο έτσι μπορεί να κατανοηθεί ο προοδευτικός εξελληνισμός των δομών της Αυτοκρατορίας και των προσαρτημένων στα όριά της λαών. Λόγω της απώλειας της Αιγύπτου και της Συρίας, σημειώθηκε(7ος αι.) ριζική διαφοροποίηση στον χάρτη των εθνοτήτων. Το βυζαντινό κράτος περιόρισε την επικράτειά του σε περιοχές όπου το πατροπαράδοτα ελληνικό στοιχείο δέσποζε και αριθμητικά. Όμως δεν έπαψαν να εμφανίζονται νέοι λαοί. Οι σλαβικές επιδρομές(6ος αι.), προκαλούν αναστάτωση στην εθνολογική σύσταση των επαρχιών της χερσονήσου του Αίμου, για να υποστούν, σταδιακά την αφομοιωτική δύναμη του ελληνικού στοιχείου, χωρίς όμως η έννοια της λέξης «Έλληνας» της εποχής εκείνης να ταυτίζεται με τη σημερινή έννοιά της, επηρεασμένη από την ιδεολογία του εθνικού κράτους (18ος-19ος αι.). ΕΛΛΗΝΙΚΟΤΗΤΑ ΒΥΖΑΝΤΙΟΥ Το ερώτημα αν ο Βυζαντινός ήταν κάτι περισσότερο από Ρωμαίος πολίτης και Χριστιανός με ελληνική παιδεία, απασχόλησε αρκετά τους Νεοέλληνες ιστορικούς, κυρίως μετά την ίδρυση του νέου ελληνικού κράτους, υπό την επίδραση της νεωτερικής ιδεολογίας του εθνικισμού(μέσα 19ου αι.). Με τη θεμελιακή εισφορά του «εθνικού» ιστοριογράφου Κωνσταντίνου Παπαρρηγόπουλου, υπέρμαχου της ενότητας της ελληνικής ιστορίας, η Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρήκε, όχι χωρίς αντιδράσεις, τη θέση της στην ιστοριογραφία του ελληνικού έθνους. Το πρόβλημα, αν η βυζαντινή ιστορία αποτελεί οργανικό μέρος της ιστορίας του ελληνικού έθνους, υπήρξε ένα από τα πιο αμφιλεγόμενα ζητήματα, καθώς δεν μπορεί κάποιος να παραγνωρίσει το γεγονός ότι, εξίσου με τον σύγχρονο ελληνισμό, η ιταλική χερσόνησος, οι βαλκανικοί πληθυσμοί και οι σλαβικοί λαοί της ΒΑ Ευρώπης, ο κόσμος της Μικράς Ασίας και του αρμενικού έθνους, αναζητούν την κατανόηση της ιστορικής τους πραγματικότητας στο Βυζάντιο. Η γλώσσα της πολιτείας(μέσα 6ου αι.) δεν υπήρξε η σλαβική ή η λατινική, αλλά η ελληνική(η lingua franca αν όχι ολόκληρης της Αυτοκρατορίας, των παραλίων της, των εμπορικών πόλεων και η γλώσσα της εκκλησίας των χριστιανών). Οι σπουδές της άρχουσας τάξης του Βυζαντίου ήταν ελληνορωμαϊκές(επειδή οι Ρωμαίοι θαύμαζαν τον πλούτο του ελληνικού λεξιλογίου, την τέχνη και τη φιλοσοφία των Ελλήνων) και σύντομα κυρίως ελληνικές. Η άρχουσα τάξη ενστερνιζόταν τη γλώσσα και τον πολιτισμό των Ελλήνων, ανεξαρτήτως του γεγονότος ότι η λέξη «Έλλην» ήταν ταυτισμένη με την ειδωλολατρία και απέφευγαν την αναφορά του εθνικού ονόματος. Ο ορθόδοξος χριστιανισμός, η ελληνική γλώσσα και πολιτισμός, με την ταυτόχρονη παρουσία τους, ως φυσική κληρονομιά, στον ελληνικό χώρο, δίνουν το δικαίωμα στη νεώτερη και σύγχρονη Ελλάδα να θεωρούν ισχυρή τη συγγένεια τους με ολόκληρη τη βυζαντινή ιστορία. Το γεγονός ότι η αφετηρία του νεώτερου Ελληνισμού βρίσκεται στο Βυζάντιο, αν και είναι για πολλούς ιστορικούς μια πραγματικότητα, για κάποιους άλλους τίθεται υπό αμφισβήτηση τονίζοντας ότι η ελληνικότητα εκδηλώθηκε επισήμως τους 2-3 τελευταίους βυζαντινούς αιώνες, εποχή σταδιακής συρρίκνωσης του Βυζαντίου και αποχωρισμού των μη ελληνικών περιοχών και πληθυσμών. Αυτό από τους μεν ερμηνεύεται ως ένδειξη ότι προηγουμένως η ελληνικότητα ήταν αμελητέα, ενώ κατ' άλλους ότι σε εκείνη τη φάση πλέον η πολιτεία δεν δεσμευόταν από το πολυεθνικό μωσαϊκό που έπρεπε να συγκρατεί σε συνοχή και μπορούσε να εκδηλώσει ελεύθερα τον ελληνικό χαρακτήρα της. ΒΥΖΑΝΤΙΝΕΣ ΣΠΟΥΔΕΣ Ύστερα από κάποιες αξιόλογες, αλλά περιορισμένες προσπάθειες(Wolf, Labbe), οι βυζαντινές σπουδές γνώρισαν την πρώτη τους άνθηση στη Γαλλία(μέσα 17ου αι.). Υπό την επίδραση του ορθολογισμού, οι βυζαντινές σπουδές δοκίμασαν αισθητή κάμψη(18ος αι.). Η εποχή του Διαφωτισμού έβλεπε με περιφρόνηση ολόκληρη τη μεσαιωνική περίοδο της ανθρώπινης ιστορίας. Ο όρος «Μεσαίωνας» είναι παραπλανητικός καθώς δεν εκφράζει την αυτοσυνειδησία της εποχής του, αλλά αντανακλά αξιολογικές κρίσεις των ουμανιστών ιστοριογράφων για τους Μέσους Χρόνους και την Α Ρωμαϊκή Αυτοκρατορία. Ο άνθρωπος των Μέσων Χρόνων σε Α και Δ δεν ζούσε με την αντίληψη ότι η εποχή του ήταν «Μεσαίωνας», δηλ. κάτι το ενδιάμεσο μεταξύ 2 ιστορικών εποχών ή κάτι «σκοτεινό» και παροδικό. Η ιστορία της βυζαντινής αυτοκρατορίας, για τον Διαφωτισμό ήταν ένα «άχρηστο απάνθισμα ρητορισμών και θαυματουργιών»(Βολταίρος) ή ένα «πλέγμα επαναστάσεων, εξεγέρσεων και αισχροτήτων»(Montesquieu) ή ο τραγικός επίλογος της ένδοξης Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας. Έτσι εμφανίζεται και στα φημισμένα έργα των Charles le Beau(1701-78), «Ιστορία της Νεωτέρας Αυτοκρατορίας» και Εδουάρδου Γίββωνος(Gibbon) «Ιστορία της παρακμής και πτώσεως της Ρωμαϊκής Αυτοκρατορίας». Αν και οι θεωρίες αυτών των μεγάλων ιστορικών έχουν ξεπεραστεί και αναγνωρίζονται ως μονόπλευρες, εχθρικές και ιστορικά αστήρικτες, εντούτοις στην εποχή τους και επί έναν σχεδόν αιώνα, επηρέασαν αρνητικά τις βυζαντινές σπουδές. Όπως έγραψε η καθ. Βυζαντινής ιστορίας Αικατερίνη Χριστοφιλοπούλου: «Ή πνευματική ηγεσία της Ευρώπης του ΙΗ' αιώνος περιφρονεί το Βυζάντιον...Διά την διαμόρφωσιν και διάδοσιν αυτών των αντιλήψεων σημαντική υπήρξεν η ευθύνη και του άγγλου ιστορικού Εδουάρδου Γίββωνος...Το πόνημα του γλαφυρού ιστορικού, παρά τον τίτλον του, περιλαμβάνει την ιστορίαν της βυζαντινής αυτοκρατορίας. Ανεξαρτήτως της αντιρρήσεως, πώς είναι δυνατόν παρακμή να διαρκή ένδεκα αιώνας, όσοι μεσολαβούν από της ιδρύσεως της Κωνσταντινουπόλεως(324) μέχρι της πτώσεως της βασιλευούσης(1453), είναι φανερόν ότι ο συγγραφεύς δεν επεχείρησε να κατανοήση το Βυζάντιον εντός των ιστορικών του πλαισίων, ούτε αντελήφθη την συμβολήν του…»  Το έντονο ενδιαφέρον για την ιστορία(19ος αι.-τελευταίες δεκαετίες-), ευνόησε τις βυζαντινές σπουδές και αναβίωσε το ενδιαφέρον για τη βυζαντινή ιστορία στις προηγμένες χώρες της Ευρώπης.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου