Paul Joseph Goebbels(1897-1945)-Ο «μάγος» της προπαγάνδας(γέννηση σαν σήμερα)
«Δώστε σ’ αυτόν τον άνθρωπο ένα μικρόφωνο ή έναν καλό στυλογράφο και θα κάνει τους Εβραίους να αυτοκτονήσουν από ενοχές». Heinrich Himmler(αρχηγός SS) για τον Goebbels Μια χιονισμένη μέρα του Φεβρουαρίου 1924, ένας νέος, αδύνατος μελαχρινός άνδρας έκανε την εμφάνισή του στο μέγαρο Schutzenhaus στην πόλη Rheydt της Ρηνανίας. Στην αίθουσα επικρατούσε πολιτικός πυρετός, καθώς οι ρήτορες του Γερμανικού Κομμουνιστικού Κόμματος(DKP) αγόρευαν με πάθος και ένταση. Ο αδύνατος άνδρας με τα εκφραστικά μάτια και το φτηνό, μάλλινο παλτό ανέβηκε στην έδρα και υπέβαλλε κάποιες ερωτήσεις στους ομιλητές. Μερικοί γέλασαν. Ένας κομμουνιστής τού επιτέθηκε, φωνάζοντας οργισμένος: «Εκμεταλλευτή της εργατικής τάξης, καπιταλιστή!». Ατάραχος ο νεαρός άνδρας, άρπαξε ενστικτωδώς την ευκαιρία που αναζητούσε. Απευθύνθηκε με κοφτή αλλά σταθερή φωνή προς τον «εκπρόσωπο της εργατικής τάξης» και είπε: «Θα παρακαλούσα τον κύριο που με αποκάλεσε δίχως ντροπή «εκμεταλλευτή και καπιταλιστή», να έλθει στην έδρα και να αδειάσει το πορτοφόλι του. Τότε θα δούμε ποιος από τους δύο μας έχει τα περισσότερα χρήματα». Ολοκληρώνοντας την ομιλία του έβγαλε το πορτοφόλι του και άδειασε τα λιγοστά κέρματα που είχε, στην έδρα. Ο κόσμος γέλασε, αλλά χάρισε τη συμπάθειά του στον νεαρό. Έτσι άρχισε η πολιτική διαδρομή του Joseph Goebbels, του «εγκέφαλου» του Γ’ Ράιχ. Ο Paul Joseph Goebbels ήρθε στον κόσμο την αυγή της 29ης Οκτωβρίου 1897 στην πόλη Rheydt της Β Ρηνανίας. Ήταν ο 3ος γιος του Friedrich Goebbels και της Maria Oldenhausen, που κατάγονταν από την περιοχή του Aachen. Μεγάλωσε σε αυστηρά καθολικό περιβάλλον. Σε ηλικία 4 ετών δέχθηκε το 1ο χτύπημα της μοίρας. Προσβλήθηκε από πολιομυελίτιδα και απέκτησε αναπηρία στο δεξί του πόδι ως το τέλος της ζωής του. Το γεγονός αυτό τον έκανε να κλειστεί στον εαυτό του και να αρχίσει από τα πρώιμα χρόνια του τις φιλοσοφικές και τις θρησκευτικές αναζητήσεις. Η έκρηξη του Α’ ΠΠ(Αύγουστος 1914), τον βρήκε ανάμεσα στο πλήθος στην κεντρική πλατεία του Rheydt να τραγουδά μαζί με τους άλλους τον γερμανικό εθνικό ύμνο. Παρασυρμένος από τον νεανικό ενθουσιασμό και ξεχνώντας τον μεταλλικό νάρθηκα στο δεξί του πόδι έσπευσε να καταταγεί εθελοντής στον στρατό, αλλά δεν έγινε δεκτός λόγω της αναπηρίας του. Συναντώντας την απόρριψη σε κάθε του κίνηση, μετά το τέλος των σπουδών του, έζησε αρκετούς μήνες ως άνεργος. «Ζω μια ολόκληρη εβδομάδα με ένα gulden(σ.σ.: ολλανδικό νόμισμα). Ημέρες γεμάτες καταφρόνια και ανεργία», έγραφε στο ημερολόγιο του απελπισμένος. Τότε άκουσε για ένα μικρό κόμμα εργατών και έναν δυναμικό Αυστριακό ρήτορα. Οι φιλοσοφικές του αναζητήσεις έγιναν εντονότερες και τις καταγράφει στο ημερολόγιο του: «4 Ιουλίου 1924. Μας λείπει στη Γερμανία ένα δυνατό και σταθερό χέρι. Να τελειώσουμε επιτέλους με τα πειράματα και τα περιττά. Να αρχίσουμε με τη σοβαρότητα και την εργασία. Να αποτινάξουμε την ιουδαϊκή συμμορία που δηλητηριάζει τη σκέψη του λαού μας. Η Γερμανία τείνει στον έναν, τον άνδρα, όπως το καλοκαίρι η γη διψά για βροχή! Θα σωθούμε μόνο με την τελευταία συγκέντρωση δύναμης, πίστης και αυτοθυσίας. Όλα αυτά μοιάζουν με θαυμαστά πράγματα, αλλά μήπως απορεί να μας σώσει τίποτε διαφορετικό;». Ο θαυμασμός του Goebbels για τον Hitler και τη δύναμη που ασκούσε στις μάζες εκδηλώθηκε 1η φορά τον Οκτώβριο του 1922, μετά τα γεγονότα του Coburg. Την εποχή εκείνη διάφορες εθνικιστικές οργανώσεις της πόλης είχαν οργανώσει μια «γερμανική ημέρα» και κάλεσαν τον Hitler να μιλήσει δημόσια. Ο Hitler μετέβη στο Coburg με ειδική αμαξοστοιχία, συνοδευόμενος από 800 άνδρες των «Ταγμάτων Εφόδου»(SA). Η πλειονότητα των εργατών της πόλης τότε ήταν κομμουνιστές. Οι φιλήσυχοι αστοί τούς έτρεμαν, επειδή δεν αναγνώριζαν ούτε Αρχές, ούτε Αστυνομία και είχαν μετατρέψει την πόλη σε μια «μικρή Μόσχα». Όταν οι κομμουνιστές πληροφορήθηκαν ότι επρόκειτο να φθάσει στην πόλη τους ο αρχηγός του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος, παρήγγειλαν στους οργανωτές της συγκέντρωσης ότι καλά θα έκαναν να ειδοποιούσαν τον Hitler να μην παρήλαυνε επισήμως από τους δρόμους με τις σημαίες και τα λάβαρα του. Οι οργανωτές της «γερμανικής ημέρας», τρομοκρατημένοι, έτρεξαν στον σιδηροδρομικό σταθμό για να υποδεχθούν τον Hitler και να του αναγγείλουν συγχρόνως την κομμουνιστική… απαγόρευση. Ο Hitler έμεινε έκπληκτος. Αδυνατούσε να καταλάβει πώς ήταν δυνατόν μια ολόκληρη πόλη να υφίσταται τόσο εξευτελιστικά την τρομοκρατία των κομμουνιστών. Διέταξε τότε τους άνδρες των «Ταγμάτων Εφόδου» να υψώσουν τις σημαίες και να παρελάσουν με ύφος προκλητικό, μέσα από τους κεντρικότερους δρόμους. Έξω από τον σταθμό ήταν ήδη συγκεντρωμένο ένα πλήθος που δεν έκρυβε τις εχθρικές του διαθέσεις. Η ηρεμία και η αποφασιστικότητα που ήταν ζωγραφισμένη στα πρόσωπα των εθνικοσοσιαλιστών εκνεύρισαν τους κομμουνιστές ακόμα περισσότερο. Οι 1οι ψίθυροι μεταβλήθηκαν σύντομα σε ύβρεις και δυνατές φωνές. Η παράσταση του «δεκανέα» είχε μόλις αρχίσει. 1ος προχωρούσε ο Hitler. Ακολουθούσαν οι σημαίες και τα εθνικοσοσιαλιστικά λάβαρα. Και πιο πίσω, με βήμα στρατιωτικό, βάδιζαν οι άνδρες των «Ταγμάτων Εφόδου». «Φασίστες… Ληστές… Εδώ που ήρθατε, θα πεθάνετε!», ακούγονταν από παντού. Τα SA, αντί απάντησης, τραγούδησαν τον εθνικοσοσιαλιστικό ύμνο. Οι «Κόκκινοι» δεν μπόρεσαν να συγκρατηθούν. Άρχισαν να εκσφενδονίζουν εναντίον των αντιπάλων τους πέτρες, καδρόνια, σίδερα-ό,τι έβρισκαν. Οι χιτλερικοί απάντησαν με αποφασιστικότητα. Αντιπετέθησαν και η σύρραξη επήλθε. Ύστερα από ένα τέταρτο της ώρας ο δρόμος είχε καθαρίσει. Δεν υπήρχε ούτε ένας «κόκκινος» αντίπαλος! Την επόμενη μέρα οι κομμουνιστές, που δεν μπόρεσαν να κατανοήσουν ακόμα την ήττα τους, αφού απηύθυναν κατά τη γνωστή τακτική τους μια γενική διαμαρτυρία στις διεθνείς οργανώσεις των μαρξιστών, ανήγγειλαν ότι στις 13:30 θα πραγματοποιούσαν μια μεγάλη αντιδιαδήλωση, για να διαμαρτυρηθούν εναντίον της «ληστρικής ομάδας των ναζί που είχε εισδύσει στην πόλη για να την τρομοκρατήσει». Το μεσημέρι, όμως, στον χώρο της διαδήλωσης τους περίμενε μια έκπληξη. 1ος βρισκόταν εκεί ο Hitler με τους άνδρες του. Μάταια όμως περίμενε τους «Κόκκινους», για να αναμετρηθεί μαζί τους. Δεν προσήλθαν περισσότεροι από 100, που και αυτοί, μόλις συνειδητοποίησαν την αριθμητική μειονεξία, προτίμησαν να αποχωρήσουν. Ο Hitler έμεινε κυρίαρχος στον τόπο της συγκέντρωσης. Στα γεγονότα του Coburg δόθηκε μεγάλη δημοσιότητα και ο Goebbels κατάλαβε ότι ο μελλοντικός Fuhrer δεν μιλούσε μόνο ωραία, αλλά διέθετε αποφασιστικότητα και σιδερένια πυγμή. Προσχώρησε(09/12/1935) στο Εθνικοσοσιαλιστικό Κόμμα NSDAP με αριθμό μέλους 8762, άρχισε προπαγανδιστική δραστηριότητα στην Ρηνανία και την Βεστφαλία. Η μέθοδος Goebbels ήταν η πρόκληση και η κατοπινή παρουσίαση του NSDAP ως κινήματος μαρτύρων. Ορίστηκε(27/04/1930) από τον Hitler επικεφαλής της Προπαγάνδας του Ράιχ(Reichspropagandaleiter), αρμόδιος, δηλ., του NSDAP για τον Τύπο, τις κινηματογραφικές ταινίες, τη Ραδιοφωνία και την Εθνική Παιδεία. Άρχισε να διοργανώνει τις γνωστές του μαζικές εκδηλώσεις, στα πλαίσια των οποίων, σαν ομιλητής, συνοδευόταν στην αίθουσα από φρουρούς και σημαιοφόρους. Επειδή ήταν αδύνατο να μιλήσει ο ίδιος σε όλες τις εκδηλώσεις, δημιούργησε τμήμα ομιλητών, οι οποίοι λάμβαναν ακριβείς οδηγίες και βρίσκονταν πάντα υπό αυστηρή παρακολούθηση κατά την διάρκεια των εκδηλώσεων στις οποίες αντιπροσώπευαν τον Goebbels. Στόχος της δραστηριότητάς του ήταν να οδηγήσει το NSDAP στην εξουσία με κάθε μέσο που επέτρεπε το δημοκρατικό Κράτος δικαίου και να ακυρώσει κατόπιν τη δημοκρατική συνταγματική δομή του. Μισούσε τους Εβραίους, τους μπολσεβίκους της Ρωσίας και τους ομοφυλοφίλους και έκανε τα πάντα για να τους εξοντώσει. Ως ανώτατο στέλεχος του Γ’ Ράιχ παρίστατο σε όλες τις σημαντικές συνεδριάσεις και μετείχε σε όλες τις αποφάσεις. Στο προσωπικό του ημερολόγιο κατέγραφε «18 Φεβρουαρίου: Δεν πρέπει να δείξουμε κανένα έλεος στους παρείσακτους. Πρέπει να τους εξαλείψουμε, να τους καταστρέψουμε μέχρι τέλους». Κινητοποίησε ολόκληρο το Κόμμα για τις κοινοβουλευτικές εκλογές(14/09/1930). Ανακοίνωσε δημοσίως το στόχο των Εθνικοσοσιαλιστών να αποκτήσουν 40 έδρες στη νέα Βουλή. Στα πλαίσια του προεκλογικού αγώνα, ο ίδιος και άλλοι εκλεγμένοι ομιλητές μίλησαν σε +6.000 εκδηλώσεις, ενώ αμέτρητες αφίσες σε όλη τη Γερμανία έκαναν γνωστό το εθνικοσοσιαλιστικό κίνημα. Ο αριθμός πωλήσεων των εφημερίδων του NSDAP πολλαπλασιάστηκε. Ο Goebbels νυμφεύθηκε(12/12/1931) την Magda Quandt, μια ευκατάστατη, όμορφη, διαζευγμένη γυναίκα, που ζούσε σ’ ένα άνετο διαμέρισμα στο Βερολίνο, με μηνιαία διατροφή 4.000 μάρκων, την οποία της χορηγούσε ο πλούσιος βιομήχανος, πρώην σύζυγός της. Ο γάμος τους προκάλεσε αίσθηση, καθώς η Magda Quandt ήταν μια γυναίκα, που της άρεσαν η πολυτελής ζωή και τα ταξίδια, πράγματα ασύμβατα με τις περιορισμένες οικονομικές δυνατότητες του Goebbels. Μετά τον χωρισμό της με τον Quandt, η Magda ανέλαβε εργασία, μέσω μιας φίλης, στα κεντρικά γραφεία του NSDAP στην Hedemannstraße. Ο Quandt της είχε χορηγήσει πολύ καλή διατροφή, αλλά η πλήξη και η περιέργεια την οδήγησαν στη θέση της υπαλλήλου στο αρχείο εφημερίδων του NSDAP. Κατά τη διάρκεια του προεκλογικού αγώνα στη Γερμανία(Απρίλιος 1932), ο καγκελάριος Brüning αρνήθηκε την πρόσκληση του Goebbels για μια δημόσια ανοικτή αναμέτρηση. Ο προπαγανδιστής του NSDAP δεν πτοήθηκε. Προμηθεύτηκε τον τελευταίο προεκλογικό λόγο του Brüning σε δίσκο βινυλίου και τον άφησε να ακουστεί σε μια μεγάλη συγκέντρωση οπαδών του Εθνικοσοσιαλιστικού Κόμματος στο Βερολίνο. Έχοντας ως στόχο την επιβολή της θέλησης του στις μάζες και χρησιμοποιώντας τη ρητορική του δεινότητα, διέκοπτε την ομιλία του αντιπάλου του στο βινύλιο και έδινε τις κατάλληλες απαντήσεις. Το κοινό ξεφώνιζε από ενθουσιασμό. Λίγο αργότερα έγραφε στο ημερολόγιο του: «Ήταν μια φοβερή επιτυχία. Μερικοί από τους επιχειρηματίες οπαδούς μας ενθουσιάστηκαν τόσο που συγκέντρωσαν αυθόρμητα το ποσό των 100.000 μάρκων για τον προεκλογικό μας αγώνα». Αποτέλεσμα εκλογών: Ο Hitler πήρε το 18% των ψήφων, αποκτώντας 107 έδρες στο Reichstag. Η δύναμη του Goebbels αυξήθηκε, αφού από εδώ και εμπρός αρκετοί βιομήχανοι έκαναν μεγάλες δωρεές και χρηματοδοτούσαν την προπαγάνδα του. οι εθνικοσοσιαλιστές είχαν σημαντική επιτυχία(30/01/1933): ο πρόεδρος του Ράιχ Hindenburg κάλεσε τον Hitler να αναλάβει την Καγκελαρία. Στις κατοπινές παρελάσεις της Sturmabteilung στο Βερολίνο, ο Goebbels βρισκόταν πάντα πίσω από τον νέο καγκελάριο. Από το ημερολόγιό του διακρίνονται τα εξής αποσπάσματα: «Δημιουργήθηκε το νέο Ράιχ… Πετύχαμε τον στόχο μας. Η γερμανική επανάσταση αρχίζει». Ο νέος υπουργός Προπαγάνδας και Λαϊκής Διαφώτισης ήταν ο εκπρόσωπος των πιο ριζοσπαστικών ιδεολογικών στοιχείων του Εθνικοσοσιαλισμού. Για τον Goebbels ο όρος «προπαγάνδα» δεν είχε αρνητική σημασία, αλλά αφορούσε «την τέχνη να αντιλαμβάνεται κανείς την ψυχή ενός λαού και να επικοινωνεί με τα λαϊκά στρώματα με κατανοητή ορολογία και εκφράσεις». Το νεοσύστατο Υπουργείο στελεχώθηκε από νεαρά στελέχη του κόμματος με υψηλό επίπεδο μόρφωσης και διάθεση για προσφορά. Ο μέσος όρος ηλικίας τους δεν ξεπερνούσε τα 30 έτη, ενώ ο ίδιος ο υπουργός του ήταν μόλις 36 ετών. Η ανάληψη του πολιτικού ελέγχου όλων των ΜΜΕ(ραδιόφωνο, Τύπος, κινηματογράφος και πολιτιστικές δραστηριότητες) «θωράκισε» το καθεστώς. Αξεπέραστο έργο προπαγάνδας θεωρείται σήμερα η πιο αντισημιτική ταινία όλων των εποχών, με τίτλο «Ο αιώνιος Εβραίος»(«Der ewige Jude»), τα γυρίσματα της οποίας ολοκληρώθηκαν το 1940. Πρόκειται για ένα δημιούργημα του Goebbels, ταινία-σταθμό, η δημόσια προβολή της οποίας απαγορεύεται μέχρι σήμερα. Στη Γερμανία επιτρέπεται να προβάλλεται μόνο σε ειδικά επιλεγμένο ακροατήριο και αποκλειστικά για επιστημονικούς σκοπούς. Σταδιακά το κράτος έπρεπε να ενσωματωθεί στο κόμμα και η προπαγάνδα ήταν η βασική στρατηγική του Goebbels. Με πρωτοβουλία της Γενικής συνομοσπονδίας Γερμανών φοιτητών τοιχοκολλήθηκε (13/04/1933) μια αφίσα σ’ ολόκληρο το Βερολίνο με τον τίτλο «Ενάντια στο μη γερμανικό πνεύμα». Πίσω από αυτή την πρωτοβουλία κρυβόταν ο Goebbels. Αφορούσε την καταστροφή όλων των αντιγερμανικών βιβλίων σε δημόσιες τελετές και τον εξοστρακισμό του μη γερμανικού πνεύματος από τις δημόσιες βιβλιοθήκες. Η κοινή γνώμη στο εξωτερικό έπρεπε να μάθει πως η Γερμανία του Hitler είχε ξεπεράσει τις διχόνοιες του παρελθόντος και οι Γερμανοί ακολουθούσαν τον νέο «Μεσσία» τους με αφοσίωση και πίστη. Ο Goebbels χωρίς να είναι από τους αρχιτέκτονες του «Ολοκαυτώματος», γνώριζε λεπτομερώς γι’ αυτό και ήταν ο εισηγητής της «απο-εβραιοποίησης» των 3 μεγάλων πόλεων του Ράιχ: Βερολίνου, Βιέννης και Πράγας. Με την υποστήριξη του Reinhard Heydrich έλαβε το πράσινο φως από τον Hitler. Ο Goebbels παρέμεινε ένας από τους ελάχιστους Ναζί που είχαν άμεση πρόσβαση στον Hitler. Όσο ο πόλεμος εξελισσόταν δυσμενώς για τη Γερμανία, ο Hitler αραίωσε τις δημόσιες εμφανίσεις του και την παρουσία του στο ραδιόφωνο. Το κενό αυτό κλήθηκε να καλύψει ο Goebbels, ο οποίος έγινε έτσι το πρόσωπο και η φωνή του καθεστώτος στη χώρα. Ήταν ο άνθρωπος στον οποίο ο Hitler κληροδότησε την εξουσία λίγο προτού αυτοκτονήσει. Αρνείται να τον εγκαταλείψει, σημειώνοντας στο ημερολόγιό του: «…Πάντα υπάκουα στις εντολές του Fuhrer. Αυτή τη φορά όμως όχι. Αν έφευγα τώρα θα ήμουν αναγκασμένος να περάσω την υπόλοιπη ζωή μου νιώθοντας ντροπή και ότι δεν υπήρξα τίποτε περισσότερο από ένα χυδαίο τραμπούκο». Ο δόκτωρ παρίσταται ως μάρτυς στον γάμο του Hitler με την Eva Braun. Υπαγορεύει την πολιτική του διαθήκη, ως συμπλήρωμα σε αυτήν του Fuhrer του. Στην πολιτική του διαθήκη ο Hitler ονόμαζε τον Goebbels «Reichskanzler des Großdeutsches Reiches»(Καγκελάριο του Κράτους της Μείζονος Γερμανίας), αξίωμα που ο δόκτωρ θα κρατήσει για μία μόνον ημέρα. Η σύζυγός του Magda και τα παιδιά τους βρίσκονται και αυτοί εκεί, με την μητέρα τους να έχει αμετάκλητα αποφασίσει ολόκληρη η οικογένεια να μοιρασθεί την τύχη του Fuhrer, καθώς «ζωή χωρίς Εθνικοσοσιαλισμό δεν είναι νοητή», σύμφωνα με την Magda Goebbels. Την επομένη της αυτοκτονίας του Hitler και της συζύγου του(01/05), η Magda φονεύει τα παιδιά τους με δηλητήριο στον ύπνο τους και στη συνέχεια ανεβαίνουν και οι 2 στον κήπο της Καγκελαρίας, όπου ο Hauptsturmführer των SS Günther Schwägermann, κατ’ εντολήν του Goebbels, τους εκτελεί με περίστροφο. Τα τελευταία λόγια του Goebbels ήταν «Η Ιστορία θα μας καταγράψει ως τους μεγαλύτερους πολιτικούς που πέρασαν ποτέ ή τους χειρότερους εγκληματίες». Οι άνδρες της φρουράς αποπειρώνται να αποτεφρώσουν τις σορούς. Η βενζίνη που διαθέτουν, όμως, είναι ανεπαρκής. Οι σοροί καίγονται, αλλά όχι μέχρις αδυναμίας αναγνωρίσεως. Οι Σοβιετικοί θα βρουν τα σώματα και θα τα αναγνωρίσουν -παίρνοντας και σχετικές φωτογραφίες.