ΠΩΣ ΟΙ ΒΑΡΒΑΡΟΙ ΑΛΛΑΞΑΝ ΤΗΝ ΦΥΣΙΟΓΝΩΜΙΑ ΤΗΣ ΕΛΛΗΝΟΡΩΜΑΪΚΗΣ ΕΥΡΩΠΗΣ!!!
H διάλυση της δυτικής ρωμαϊκής αυτοκρατορίας
|
Η αρχή της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας εντοπίζεται(6ος αι. π.Χ.) στην Ιταλική χερσόνησο. Οι Λατίνοι εκτόπισαν του Ετρούσκους από τη Ρώμη και ξεκίνησαν μια επεκτατική πολιτική σε βάρος των γειτονικών τους λαών. Η ρωμαϊκή δημοκρατία, που υιοθέτησε το ελληνικό μοντέλο διακυβέρνησης, εφάρμοσε μιλιταριστική πολιτική. Με τον πόλεμο κέρδιζε εδάφη, δούλους και λάφυρα. Σ’ αυτά στηριζόταν η οικονομία της και της παρείχαν τη δυνατότητα να συνεχίζει τους επεκτατικούς της πολέμους. Ήταν(2ος αι.) στο απόγειό της και είχε επεκταθεί από τη Βρετανία μέχρι την Αίγυπτο και τη Μεσοποταμία και από τη Μαυριτανία μέχρι τον Καύκασο. Ο χώρος Α του Ρήνου, Β του Δούναβη και του Εύξεινου Πόντου έμειναν εκτός συνόρων. Στόχος της παρούσας μελέτης είναι να εξηγήσουμε πώς αυτό το απέραντο κράτος παρήκμασε, κατέρρευσε κάτω από την πίεση εισβολέων και μετεξελίχθηκε σε πολυάριθμα κράτη, τα οποία ίδρυσαν οι κατακτητές. Θα παραθέσουμε τις κοινωνικές συνθήκες που διαμορφώθηκαν, καθώς και τους νέους θεσμούς που επιβλήθηκαν και προέρχονταν ως ένα βαθμό από τη ρωμαϊκή κληρονομιά. Aίτια της διάλυσης του δυτικού τμήματος της Ρωμαϊκής αυτοκρατορίας Το αχανές κράτος, την παραμονή των εισβολών των «βαρβαρικών» φύλων, χαρακτηρίζεται από πολιτική διαφθορά. Έχει ολιγαρχική δομή με την αριστοκρατία να κυριαρχεί στην πολιτική και πολιτιστική ζωή. Η Σύγκλητος αποτελείτο από πρώην αξιωματούχους και ήταν ισόβια. Τα ανώτατα αξιώματα εξασφάλιζαν τη διοίκηση του στρατού. Αυτές οι 2 τάξεις αναδείκνυαν τον αυτοκράτορα. Ο αυτοκράτορας Διοκλητιανός(4ος αι. μ.Χ.) μοίρασε τη διοικητική εξουσία σε 2 Αύγουστους και διαίρεσε τις επαρχίες σε μικρότερα τμήματα εξαρτημένα απευθείας από τον αυτοκράτορα αποφεύγοντας με αυτόν τον τρόπο τις επαναστάσεις. Πολλαπλασίασε τη δύναμη του στρατού και απομόνωσε τη στρατιωτική από την πολιτική εξουσία. Για να εξυπηρετηθούν οι ανάγκες αυτές, αυξήθηκε η γραφειοκρατία και η φορολογία. Ο κρατικός μηχανισμός διαβρώθηκε από την διαφθορά των νέων αξιωματούχων που διατηρούσαν πελατειακές σχέσεις και εκμεταλλεύονταν τη θέση τους, για να κερδοσκοπήσουν. Η πρωτοφανής φορολογία ήταν άνισα κατανεμημένη, ταλαιπωρώντας τις κατώτερες τάξεις και διευρύνοντας το χάσμα μεταξύ πλούσιων και φτωχών. Σ’ αυτά τα προβλήματα προστέθηκε και ο αρνητικός ρόλος συγκλήτου και εκκλησίας, οι οποίες υπέσκαπταν τις δυνάμεις του στρατού και της αυτοκρατορικής διοίκησης. Ιδιαίτερα ο τεράστιος κληρικός μηχανισμός εξάντλησε τη ρωμαϊκή οικονομία και με το γραφειοκρατικό του βάρος. Πλέον η ρωμαϊκή διοίκηση(5ος αι. μ.Χ.) ήταν διεφθαρμένη και ανεπαρκής και οι περισσότεροι αυτοκράτορες ήταν υποχείρια της Αυλής. Μια άλλη διάσταση στους λόγους της παρακμής του ρωμαϊκού κράτους δίνει ο Αnderson αποδεικνύοντας ότι η παρακμή του οφειλόταν στη συστηματική δουλεία και στις εκτεταμένες αγροτικές εξεγέρσεις των εκμεταλλευομένων μαζών που συντάρασσαν διαρκώς την αυτοκρατορία, οδηγώντας σε διαβρωτική κατάρρευση την παραδοσιακή πολιτική τάξη πραγμάτων, παρόλα τα μέτρα που λάμβαναν κατά καιρούς οι αυτοκράτορες. Γράφει ο Αnderson: «Έτσι η κοινωνική πόλωση της Δύσης κατέληξε σ’ ένα σκοτεινό διπλό τέλος, όπου η αυτοκρατορία σπαρασσόταν τόσο στην κορυφή, όσο και στη βάση της από εσωτερικές δυνάμεις προτού εξωτερικές δυνάμεις δώσουν τη χαριστική βολή». Η διαίρεση της αυτοκρατορίας την εποχή του αυτοκράτορα Διοκλητιανού συνέτεινε στην ενίσχυση του ανατολικού τμήματός της. Όταν το πολίτευμα της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας έγινε μοναρχικό, οι αυτοκράτορες αναζητούσαν νέα πρωτεύουσα Α, γιατί στη Ρώμη το δημοκρατικό πνεύμα παρέμενε ζωντανό. Όταν ανέλαβε τη διοίκησή της ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος, μετέφερε την πρωτεύουσα του κράτους Α, στη θέση της αρχαίας ελληνικής πόλης Βυζάντιο, ιδρύοντας την Κωνσταντινούπολη, τη «νέα Ρώμη»(330 μ.Χ.). Το Α τμήμα, όπου άκμαζε ο ελληνορωμαϊκός πολιτισμός, είχε ιδιαίτερη οικονομική και πολιτιστική ανάπτυξη. Το ρωμαϊκό κράτος ενδιαφερόταν ιδιαίτερα για τις πλούσιες ελληνόφωνες ανατολικές επαρχίες προς τις οποίες μετατόπισε σταδιακά το ενδιαφέρον του αναβαθμίζοντάς τις. Εδώ αναπτύχθηκε ένας διαφορετικός αστικοποιημένος πολιτισμός, επηρεασμένος από Α συνήθειες, με ελληνική γλώσσα και διαφορετική θρησκεία και κατοίκους διαφόρων εθνοτήτων που απομακρυνόταν από τη Δ. Έτσι το χάσμα ανάμεσα στο κέντρο και την περιφέρεια της αυτοκρατορίας διευρυνόταν όλο και περισσότερο. Ένα άλλο σημαντικό ζήτημα διαφοροποίησης και αντιπαράθεσης στο εσωτερικό της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας ήταν η εξάπλωση του χριστιανισμού στον ειδωλολατρικό κόσμο. Η «νέα κοινωνία» και ο τύπος του «νέου ανθρώπου» που δίδασκε ο χριστιανισμός ήλθαν σε ρήξη με τον παλιό ειδωλολατρικό κόσμο με αποτέλεσμα να δημιουργηθούν οξύτατες κρίσεις. Αυτός ο «νέος άνθρωπος» είναι ένα αύταρκες πνευματικά άτομο που θέλει να βρίσκεται κοντά στο Θεό. Ο Κωνσταντίνος διέβλεψε ότι αυτή η θρησκεία που διέδιδε την αγάπη, την ομόνοια και την αλληλεγγύη, θα μπορούσε να ενισχύσει την ενότητα των φυλών της αυτοκρατορίας και να αντισταθμίσει την κλονισμένη πίστη των Ρωμαίων προς τους παραδοσιακούς θεούς. Έτσι αναγνώρισε επίσημα το χριστιανισμό με αποτέλεσμα να διχαστεί και να διαιρεθεί ο πληθυσμός σε ειδωλολάτρες και χριστιανούς. Όταν η αυτοκρατορία γίνεται χριστιανική(4ος αι. μ.Χ.), πολλοί ανώτεροι αξιωματικοί, αυλικοί και αυτοκράτορες έγιναν χριστιανοί. Ο χριστιανισμός κέρδισε και τον έλεγχο μέρους των ανώτερων τάξεων, γιατί αυτοί οι «νέοι» άνδρες δεν δυσκολεύτηκαν να εγκαταλείψουν τις συντηρητικές πεποιθήσεις τους προς όφελος της νέας πίστης. Ο χριστιανισμός ήταν αποδεκτός και από τους μειονεκτούντες πληθυσμούς(αγρότες, δούλοι, βάρβαροι), γιατί εξέφραζε την τάση για ισότητα και ένωση με αποτέλεσμα να υπάρχουν έντονες αμφισβητήσεις, αντιδράσεις και εξεγέρσεις. Αυτή η κατάσταση επικρατούσε στη ρωμαϊκή αυτοκρατορία, όταν άρχισαν οι εισβολές των «βαρβαρικών» φύλων. Τα περισσότερα ήταν «γερμανικά» και δεν ήταν εντελώς άγνωστα στους Ρωμαίους. Τα σύνορα Ρήνου και Δούναβη ήταν ζώνες επαφής ανάμεσα στους Ρωμαίους και τους άλλους λαούς, που έρχονταν σε επαφή, με το εμπόριο ή με την καλλιέργεια της γης ή με την παρουσία μεικτών στρατευμάτων με σκοπό τη φύλαξή τους. Η ρωμαϊκή διοίκηση είχε καθιερώσει το θεσμό του συμμάχου(ομόσπονδοι, φοιδεράτοι) τη στράτευση «βαρβάρων» και τη χρησιμοποίηση αξιωματικών και στρατηγών γερμανικής προέλευσης. Έτσι υπήρχε ένα γερμανικό υπόστρωμα μέσα στον ρωμαϊκό κρατικό μηχανισμό και μία ανάμιξη γερμανικών και ρωμαϊκών στοιχείων. Αίτιοι για τη μετανάστευση των βαρβαρικών φύλων στα εδάφη της αυτοκρατορίας, ήταν νομάδες της ευρασιατικής στέπας. Οι φυλές αυτές βρίσκονταν σε μία διαρκή κίνηση προς αναζήτηση καλύτερης γης. Οι λόγοι που τους ανάγκασαν να εγκαταλείψουν τη γη τους και να κινηθούν Α ήταν δημογραφικοί, οικονομικοί και κλιματολογικοί. Η μετατόπισή τους Α και Ν(τέλος 4ου αι. μ.Χ.), δημιούργησε αλυσιδωτές μετακινήσεις γερμανικών φύλων, τα οποία περνούσαν τα σύνορα της αυτοκρατορίας αναζητώντας προστασία και νέα εδάφη για εγκατάσταση. Kοινωνικές συνθήκες και θεσμοί -η ίδρυση «βαρβαρικών» βασιλείων Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία δεν μπόρεσε να αντιμετωπίσει τις εισβολές. Οι ρωμαϊκές λεγεώνες ήταν επιφορτισμένες με την αντιμετώπιση των αγροτικών εξεγέρσεων σε Γαλατία, Ισπανία και Ιταλία. Αυτό είχε σαν αποτέλεσμα να εξασθενήσει η άμυνα των ρωμαϊκών συνόρων και το 406 μ.Χ. καταρρέει η μεθόριος του Ρήνου με τις εισβολές του 1ου κύματος. Αλλά και η ρωμαϊκή κοινωνία δεν ήταν αρκετά ισχυρή, ώστε να κρατήσει σε απόσταση τους εισβολείς ούτε ευέλικτη, ώστε να τους ενσωματώσει στο ρωμαϊκό τρόπο ζωής. Η χριστιανική εκκλησία δεν είχε φροντίσει για τον εκχριστιανισμό τους. Ο χριστιανισμός είχε εξαπλωθεί, είχε ωθήσει τους ανθρώπους σ’ ένα αστικό τρόπο ζωής και η ηθική του δεν ήταν φιλοπόλεμη. «Τι θέση θα είχε ο Θεός σε ένα βάρβαρο κόσμο» διερωτάται ο Brown. Οι βάρβαροι αντιμετωπίζονταν με αντιπάθεια και έχθρα. Αν και ολιγάριθμοι, δεν αφομοιώθηκαν με αποτέλεσμα το σχηματισμό βαρβαρικών βασιλείων στα εδάφη του Δ τμήματος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Διακρίνουμε 2 ειδών βαρβαρικά βασίλεια: (1)δημιουργήθηκαν από φύλα που είχαν έλθει σε επαφή με το ρωμαϊκό πολιτισμό και ήταν προφανής η επιθυμία τους να ενσωματωθούν σ’ αυτόν (2)αυτά που δεν είχαν επαφή με το ρωμαϊκό πολιτισμό και αντιμετώπισαν εχθρικά το γηγενή πληθυσμό. Στα πρώτα η μετάβαση από τη μία κατάσταση στη νέα έγινε ομαλά. Οι βαρβαρικοί πληθυσμοί δεν προκάλεσαν καταστροφές, ασπάσθηκαν το χριστιανισμό και οι επίσκοποι και οι συγκλητικοί είχαν λιγότερες δυσκολίες να τους αποδεχθούν. Δεν προκλήθηκε έξοδος ρωμαϊκών πληθυσμών ούτε ιδιαίτερη απορύθμιση της οικονομικής ζωής και οι μεικτοί γάμοι ευνόησαν την προοδευτική συγχώνευση. Το ρωμαϊκό δίκαιο ίσχυε για τους Ρωμαίους, ενώ οι Βάρβαροι είχαν δικούς τους εθιμικούς κανόνες. Ο αρχαίος πολιτισμός μετασχηματίσθηκε σε μεσαιωνικό. Διατηρείται η αστική ζωή με τις βιοτεχνικές, εμπορικές και αγροτικές δραστηριότητες. Σημαντική θέση κατέχει η εκκλησία, η οποία ανενόχλητη συνεχίζει το έργο της υπό την καθοδήγηση των επισκόπων της. Η πολιτική ζωή στηρίζεται στην απόλυτη δικαιοδοσία του βασιλιά-πολέμαρχου. Στη 2η περίπτωση οι εισβολές ήταν βίαιες με αποτέλεσμα να σφαγιασθεί ή να φύγει η πλειοψηφία του τοπικού πληθυσμού. Αυτοί οι λαοί θεώρησαν τους ρωμαίους κατακτημένο πληθυσμό. Δεν αφομοιώθηκαν ποτέ και επέζησαν σαν ξένα σώματα ερχόμενοι σε ρήξη με την αρχαία πολιτιστική παράδοση. Το μεγαλύτερο μέρος της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας στη Δ εξελίχθηκε βαθμιαία σε Ευρώπη των γερμανικών διάδοχων βασιλείων. Άρχισε μια διαδικασία συγχώνευσης και ενσωμάτωσης γερμανικών και ρωμαϊκών στοιχείων σε μια καινούργια σύνθεση που παραγκώνισε και τα 2. Δημιουργήθηκε ένα σύνθετο μείγμα πληθυσμών. Η ρωμαϊκή επίδραση φάνηκε με τη διάδοση του χριστιανισμού. Η μετάβαση των γερμανικών φύλων από τη μία θρησκεία στην άλλη έγινε ομαλά, προσηλυτίζοντας τον ηγεμόνα και τους υπηκόους. Οι επιγαμίες μεταξύ Γερμανών αριστοκρατών και ρωμαϊκών συγκλητικών οικογενειών συνέτεινε στην αφομοίωσή των 2 τάξεων. Η εκκλησία επιβεβαίωσε την ενότητά της και ισχυροποίησε τους τοπικούς δεσμούς με τη θρησκευτική αλληλεγγύη σε όλες τις επαρχίες. Οι Ρωμαίοι επίσκοποι ασκούσαν και κοσμική εξουσία στην περιοχή της δικαιοδοσίας τους και φρόντισαν για τη διατήρηση της πνευματικής κληρονομιάς στις επισκοπικές και μοναστικές σχολές που διατηρούσαν. Τα λατινικά και οι λατινογενείς γλώσσες επιβλήθηκαν σε πολλές περιοχές και είναι άλλο ένα σημαντικό κληροδότημα των Ρωμαίων. To ρωμαϊκό δίκαιο εξακολούθησε να επικρατεί στο ρωμαϊκό πληθυσμό, ενώ οι Γερμανοί συμμορφώνονταν με τους δικούς τους εθιμικούς κανόνες, ανεξάρτητα από την περιοχή που εκδικαζόταν η υπόθεση. Υπήρχαν διαβαθμίσεις ποινών ανάλογα με την κοινωνική θέση του θύτη και του θύματος. Αργότερα δημιουργήθηκε ένας καινούριος νομικός κώδικας στηριγμένος σε παραδοσιακούς γερμανικούς κανόνες αλλά συνταγμένος στα λατινικά που γρήγορα κυριάρχησε στις νομικές συνήθεις της Ευρώπης. Η θέση του βασιλιά στη γερμανική κοινωνία ήταν ανώτερη σε όλες τις φυλές και το δικαίωμά του απόλυτα κληρονομικό και πατρογονικό. Τα κοινωνικά αξιώματα παρέχονταν στους προστατευόμενους του από τον ίδιο. Οι Γερμανοί βασιλείς, για να μπορέσουν να κυβερνήσουν στηρίχθηκαν στην τοπική αριστοκρατία, η οποία διέθετε πλούτο και μόρφωση και κατείχε τα αξιώματα του κόμη και του επισκόπου. Αργότερα αυτές οι τάξεις συγχωνεύθηκαν και απετέλεσαν μια νέα τάξη αξιωματούχων ευγενών. Στις περιοχές όπου κυριαρχούσε κάποιος άρχοντας αναπτύχθηκαν οργανωμένοι αγροτικοί οικισμοί. Οι αγρότες είχαν κλήρο σε κάθε αγρό. Οι μεταναστεύσεις όμως αναβίωσαν τη δουλεία σε ολόκληρη την Ευρώπη. Οι δούλοι ήταν αιχμάλωτοι πολέμων, τους οποίους κρατούσαν ως λάφυρα, κυρίως για αγροτικές εργασίες. Σ’ αυτό το μεταβατικό στάδιο, υπήρξε μια οπισθοδρόμηση. Οι Γερμανοί δεν μπόρεσαν να συνεχίσουν το ρωμαϊκό σύστημα φορολογίας, το οποίο προοδευτικά καταργήθηκε στερώντας τα κράτη τους από φορολογικά έσοδα. Το εμπόριο παρήκμασε σε περιοχές που επικρατεί ανασφάλεια εξ αιτίας των επιδρομών, στις περιοχές που έχουν αποκλειστικά αγροτική παραγωγή και όπου το οδικό δίκτυο είναι ανεπαρκές. Διατηρείται κυρίως σε παραποτάμιες περιοχές και λιμάνια της Βόρειας Θάλασσας. H εξασθένηση του εμπορίου είχε σαν συνέπεια την παρακμή των πόλεων. Αλλού εξαφανίσθηκαν εντελώς, αλλού συρρικνώθηκαν και αλλού μειώθηκαν οι δραστηριότητές τους. Όσες όμως επιλέγονται ως πρωτεύουσες γερμανικών κρατών αναπτύσσονται και ακμάζουν. Οι Γερμανοί βασιλείς, για να κυβερνήσουν, στηρίχθηκαν, εκτός από την τοπική αριστοκρατία, και στα μέλη της βασιλικής συνοδείας τους. Η υπηρεσία των ευγενών θεωρείτο υπηρεσία στο πρόσωπο του βασιλιά, ο οποίος, για να δηλώσει την ευχαρίστηση και τη γενναιοδωρία του, τους παραχωρούσε ως ανταμοιβή ένα beneficium(μτγν. φέουδο) δηλ. μία δωρεά-συνήθως έκταση γης με τους καλλιεργητές της, αξιώματα ή δικαιώματα-. Με τον ίδιο τρόπο έδειχναν τη γενναιοδωρία τους και στις εκκλησίες, ώστε να εξασφαλίζουν τη νομιμοφροσύνη τους. Αργότερα οι δωρεές αυτές έγιναν εξαρτημένα τιμάρια με αντάλλαγμα την καταβολή φόρων, ορκωτές υπηρεσίες και παροχή στρατιωτικής υπηρεσίας στο μονάρχη. Ο θεσμός της υποτέλειας επεκτάθηκε και πέρα από την άμεση πίστη στον άρχοντα και έφτασε μέχρι τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας. Ευνοήθηκε από την αβεβαιότητα και την ανασφάλεια λόγω εχθρικών επιδρομών με αποτέλεσμα ο πληθυσμός να αναζητά προστασία κοντά σε ισχυρούς άρχοντες. Έτσι ο υποτελής προσφέρει υπηρεσίες, ενώ ο χωροδεσπότης τον προστατεύει τον συντηρεί ή του παραχωρεί ένα φέουδο. Τελικό αποτέλεσμα: εμφάνιση των φεουδαρχικών σχέσεων ή «φεουδαρχία». Ο θεσμός της υποτέλειας δεν ήταν υποτιμητικός, γιατί ο υποτελής παρέμενε ελεύθερος άνθρωπος. Πόσο ελεύθερος όμως μπορεί να είναι ένας άνθρωπος που έχει συνάψει σχέση εξάρτησης; Όταν αργότερα ο θεσμός αυτός έγινε κληρονομικός, σχηματίσθηκαν διάφορες ομάδες ευγενών(κόμητες, ιππότες, δούκες κλπ) και η φεουδαρχική σχέση συσχετίστηκε με το σύστημα διακυβέρνησης, γιατί η φύση του φέουδου συνεπαγόταν και διοικητικές αρμοδιότητες. Η φεουδαρχική πυραμίδα κορυφωνόταν στον βασιλιά. Ήταν και ο ίδιος μεγάλος γαιοκτήμονας και φεουδάρχης και η εξουσία του στηριζόταν στους ευγενείς και στους αριστοκράτες. Συχνά όμως η εξουσία τους ήταν μεγαλύτερη από τη δική του και μπορούσαν να παρεμβαίνουν και να διαμορφώνουν την πολιτική του. Για να επιβληθούν οι βασιλείς, φροντίζουν να εκμεταλλευτούν κάποια πλεονεκτήματα: το κληρονομικό δικαίωμα της βασιλείας παραχωρείται από τον βασιλιά στον πρωτότοκο γιο, για να αποφευχθεί ο διαμοιρασμός των βασιλικών εδαφών και οι εμφύλιες συγκρούσεις και οι αδελφοκτονίες. Περιβάλλουν το θεσμό της βασιλείας με την ιερότητα που παρέχει η τελετή στέψης από αρχιεπισκόπους και υπάρχει η πεποίθηση ότι ο βασιλιάς είναι ο εκπρόσωπος του Θεού στη γη. Φροντίζουν για το διαχωρισμό της προσωπικής τους περιουσίας από την κρατική και μεριμνούν για την αύξηση της δεύτερης, διευρύνοντας την έκταση των βασιλικών εδαφών, ώστε στη συνέχεια να τα παραχωρούν στους δικούς τους. Δημιουργούν σώματα ικανών και πιστών μόνιμων υπαλλήλων που επιφορτίζονται με την είσπραξη των φόρων και την απόδοση δικαιοσύνης. Έτσι διαμορφώθηκαν θεσμοί διακυβέρνησης που απετέλεσαν τα θεσμικά θεμέλια του κράτους όπως το γνωρίζουμε σήμερα. Επίλογος Ο δημογραφικός και ο πολιτικός χάρτης της Ευρώπης άλλαξε ριζικά μετά την κάθοδο των «βαρβαρικών» φύλων. Η ρωμαϊκή αυτοκρατορία κληροδότησε δομές, θεσμούς, στοιχεία και παραδόσεις που επέδρασαν καθοριστικά στη διαμόρφωση του νέου κόσμου. Τα «βαρβαρικά» βασίλεια που εγκαθιδρύθηκαν συνδέθηκαν με μια οπισθοχώρηση και συρρίκνωση των οικονομικών, κοινωνικών και πολιτισμικών συνθηκών. Όπως παρατηρεί και ο Anderson «…ένας μονάχα θεσμός διήνυσε ολόκληρη τη μετάβαση από την αρχαιότητα στο Μεσαίωνα σε ουσιαστική συνέχεια: η χριστιανική εκκλησία». Αυτή απετέλεσε το συνδετικό κρίκο και τη γέφυρα όλων των ιστορικών γεγονότων. Oι συνέπειες και οι εξελίξεις θα ήταν εντελώς διαφορετικές για το μέλλον της Ευρώπης χωρίς την παρουσία της.
|
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου