Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ(27/08/479 π.Χ.)
Στις Πλαταιές έγινε(479 π.Χ.) η μεγάλη, ένδοξη για τους Έλληνες μάχη, που στάθηκε η τελευταία των μηδικών(περσικών) πολέμων. Μετά από την ατυχία του στη ναυμαχία της Σαλαμίνας, ο Ξέρξης, αφήνοντας το Μαρδόνιο στη Θεσσαλία, έφυγε για την Περσία. Ο Μαρδόνιος προσπάθησε να συνεννοηθεί με τους Αθηναίους, προτείνοντάς τους να συμμαχήσουν μαζί του με διάφορα ανταλλάγματα. Οι Αθηναίοι όμως αρνήθηκαν κι έτσι ο Μαρδόνιος με τους 300.000 στρατιώτες του στρατοπέδεψε στην κοιλάδα του Ασωπού, κοντά στις Πλαταιές. Με αρχηγό το Σπαρτιάτη Παυσανία, οι ελληνικές δυνάμεις συγκεντρώθηκαν στην Ελευσίνα(110.000 Έλληνες ή, σύμφωνα μ’ άλλους ιστορικούς, μόνο 37.000). Με τον στρατό των Σπαρτιατών είχαν ενωθεί κάπου 3.000 Μεγαρίτες και 8.000 Αθηναίοι. Πίσω από τους Σπαρτιάτες ακολουθούσαν χιλιάδες από την Πελοπόννησο. Κι όσο προχωρούσαν προς τη Βοιωτία, στρατός όλο και μεγάλωνε, ώσπου έφθασε στις Πλαταιές. Ο Μαρδόνιος που είχε 300.000 πολεμιστές-τριπλάσιους από τους Έλληνες κι ίσως πιο πολλούς-, όταν έμαθε ότι οι Έλληνες έρχονταν να τον συναντήσουν, ανάπτυξε το στρατό του στην κοιλάδα του Ασωπού. Αν οι Έλληνες έμπαιναν στην κοιλάδα, θα έστελνε εναντίον τους το ιππικό και τότε η νίκη του θα ήταν σίγουρη. Οι Έλληνες δεν ήταν κουτοί. Συγκέντρωσαν τις δυνάμεις τους στους πρόποδες του Κιθαιρώνα και περίμεναν. Ο Μαρδόνιος, ίσως για να τους αναγκάσει να μπουν στη μάχη, έστειλε εναντίον τους κάπου 2.000 ιππείς, στο κέντρο του μετώπου όπου βρίσκονταν οι Μεγαρίτες. Εκείνοι δυσκολεύτηκαν ν’ αποκρούσουν την επίθεση του Περσικού ιππικού και ζήτησαν βοήθεια. 300 εθελοντές Αθηναίοι έτρεξαν να τους βοηθήσουν, μπήκαν με ορμή στη μάχη κι όταν σκότωσαν τον αρχηγό των Περσών καβαλάρηδων, τον Μασίστιο, οι άλλοι τρομοκρατήθηκαν και υποχώρησαν με πολλές απώλειες. Μα οι Έλληνες δεν τους ακολούθησαν στην κοιλάδα για να μην πέσουν στην παγίδα του Μαρδόνιου. 12 μέρες πέρασαν χωρίς να αρχίσει η μάχη. Ο Μαρδόνιος περίμενε να επιτεθούν 1οι οι Έλληνες κι όταν πια έχασε την υπομονή του, επιτέθηκε(04/08/479 π.Χ.) αιφνιδιαστικά. Χιλιάδες ιππείς όρμησαν εναντίον των Ελλήνων, με άγριες κραυγές. Οι Έλληνες οπισθοχώρησαν για ν’ αμυνθούν στους λόφους του Κιθαιρώνα, μα δεν είχαν συνεννοηθεί καλά. Ακολούθησε σύγχυση και οι Αθηναίοι αντί να γυρίσουν πίσω, προχώρησαν προς την κοιλάδα. Έτσι, οι Σπαρτιάτες με τους Πελοποννήσιους έμειναν μόνοι. Οι Πέρσες, που δεν πήραν είδηση τους Αθηναίους γιατί τους έκρυβε ένας λόφος, επιτέθηκαν όλοι μαζί εναντίον των Σπαρτιατών. Ύστερα από υπεράνθρωπη προσπάθεια οι Σπαρτιάτες ταμπουρώθηκαν σ’ ένα λόφο, Κοντά στο ναό του Ηρακλή. Χιλιάδες βέλη σφύριζαν γύρω τους αλλά δεν είχαν πολλά θύματα, γιατί είχαν κρυφτεί πίσω από τις πέτρες. Και, σ’ αυτή την ανώμαλη περιοχή, δεν μπορούσαν ν’ ανέβουν τ’ άλογα κι έτσι θ’ αντιμετώπιζαν μόνο το Περσικό πεζικό. 1οι οι Τεγεάτες αποφάσισαν ν’ αφήσουν την άμυνα και να επιτεθούν. Ακολούθησαν οι Σπαρτιάτες. Άγριοι, σκληραγωγημένοι και ανδρείοι πολεμιστές, όρμησαν εναντίον των Περσών και χωρίς δυσκολία έσπασαν τη γραμμή τους. Σαν στάχια που τα θερίζει το δρεπάνι έπεφταν νεκροί οι πολεμιστές του Μαρδόνιου. Κι όταν οι Σπαρτιάτες προχώρησαν προς την κοιλάδα, για να τους αντιμετωπίσουν οι έντρομοι οι Πέρσες σχημάτισαν ένα τείχος με τις ασπίδες τους. Αλλά, αυτό δεν ήταν μεγάλο εμπόδιο για τους Σπαρτιάτες. Μπήκαν ανάμεσα στο τείχος των ασπίδων και συνέχισαν την άγρια σφαγή. Ο πανικός κυρίευσε τους Πέρσες και άρχισαν να τρέχουν για να σωθούν. Μόνοι σχεδόν οι Σπαρτιάτες, κατάφεραν να συντρίψουν μια ολόκληρη στρατιά! Από τις 300.000 Πέρσες πολεμιστές, γλύτωσαν κάπου 50.000! Και αυτούς τους γλίτωσε η νύχτα και η κούραση των Σπαρτιατών. Οι Σπαρτιάτες κατάφεραν να σπάσουν την τελευταία αντίσταση των Περσών, καθώς είχαν συγκεντρώσει ένα πυκνό ανθρώπινο τείχος γύρω από το Μαρδόνιο. Στην ορμή των Ελλήνων διαλύθηκε το τείχος και βρήκε οικτρό θάνατο και ο ίδιος ο Μαρδόνιος. Η συντριβή των Περσών ήταν ολοκληρωτική. Ένας από τους Αιγινήτες πολεμιστές που πήραν μέρος στη μάχη των Πλαταιών-Λάμπων-, όταν είδε νεκρό το Μαρδόνιο, είπε στον Παυσανία: -Πήρατε μεγάλη εκδίκηση εσείς οι Σπαρτιάτες σήμερα, για το θάνατο του βασιλιά σας και των τριακοσίων πολεμιστών σας στις Θερμοπύλες. Τ’ όνομά σου γι’ αυτό το κατόρθωμα θα μείνει αθάνατο στην ιστορία. Αλλά, σου μένει ακόμη να κάνεις κάτι άλλο για να εκδικηθείς την ατίμωση του Λεωνίδα. Να κόψεις το κεφάλι του Μαρδόνιου και να το στήσεις πάνω σ’ ένα κοντάρι, όπως έκανε και κείνος με το κεφάλι του νεκρού βασιλιά σας. -Σ’ ευχαριστώ για τη συμβουλή σου Αιγινήτη, του απάντησε ήρεμος και περήφανος ο Παυσανίας. Ξέχασες όμως ότι τέτοιες πράξεις τις κάνουν οι βάρβαροι και όχι οι Έλληνες. Οι Σπαρτιάτες έχουν μάθει να σέβονται τους νεκρούς και να μη τους ατιμάζουν, έστω και αν είναι οι χειρότεροι και πιο μισητοί εχθροί τους. Έτσι τελείωσε η μεγάλη και κρίσιμη αυτή μάχη. Στις Πλαταιές διαλύθηκε μαζί με το στρατό του Μαρδόνιου και το τελευταίο όνειρο του Ξέρξη να κυριεύσει την Ελλάδα! Από τότε η πόλη των Πλαταιών κηρύχτηκε ιερή και απαραβίαστη και, αφού ξαναχτίστηκε με τη βοήθεια των Αθηναίων, έζησε μέχρι τα χρόνια του πελοποννησιακού πολέμου ειρηνικά. Οι Πλαταιείς, για την αντρεία που έδειξαν, τιμήθηκαν με βραβείο αντρείας και πήραν και χρηματική αμοιβή 80 τάλαντα. Ένα μνημείο σε σχήμα χάλκινων φιδιών(Στήλη των Όφεων) δημιουργήθηκε από περσικά όπλα, λάφυρα των Ελλήνων μετά τη λεηλασία στους Δελφούς. Σύμφωνα με τον Ηρόδοτο, το μνημείο συμβόλιζε τη συμμετοχή όλων των ελληνικών πόλεων-κρατών στο πόλεμο. Οι περισσότερες στήλες βρίσκονταν στον Ιππόδρομο της Κωνσταντινούπολης, τις οποίες πρόσεχε ο Κωνσταντίνος ο Μέγας. Η νίκη στη ναυμαχία της Μυκάλης Την ίδια μέρα που οι Πέρσες ηττήθηκαν στις Πλαταιές, υπέστησαν άλλη μια ήττα στη Μυκάλη Ιωνίας. Ενώ ο ελληνικός στόλος, κάτω από τις διαταγές του Σπαρτιάτη Λευτυχίδη βρισκόταν στη Δήλο, 3 άνδρες έφτασαν από τη Σάμο με ένα μήνυμα· οι άνδρες αυτοί ήταν ο Λάμπωνας, γιος του Θρασυκλή, ο Αθηναγόρας, γιος του Αρχεστρατίδη και ο Ηγησίστρατος, γιος του Αρισταγόρα, που είχαν σταλεί από τους Σαμίους κρυφά από τους Πέρσες και το Θεομήστορα, γιο του Ανδροδάμαντα, τον οποίο είχαν ορίσει οι Πέρσες τύραννο. Αυτοί παρουσιάστηκαν στους διοικητές του στόλου κι ο Ηγησίστρατος τους έκανε έκκληση με κάθε είδους επιχειρήματα, δηλώνοντας ότι η θέα και μόνο του ελληνικού ναυτικού θα ήταν αρκετή ενθάρρυνση, για να εξεγερθούν οι Ίωνες κι ότι οι Πέρσες δε θα τολμούσαν να αντισταθούν ή, αν το έκαναν, θα έδιναν στους Έλληνες ένα έπαθλο πιο πολύτιμο απ’ οποιοδήποτε είχαν ελπίδα να κερδίσουν ποτέ. Στο όνομα όλων των κοινών Θεών, τους παρότρυνε να σώσουν τους Ίωνες, που είχαν ίδιο αίμα μ’ αυτούς, από τη σκλαβιά και να διώξουν τον ξένα. Πρόσθεσε: «Θα είναι αρκετά εύκολο, γιατί τα περσικά πλοία είναι αδέξια και πολύ κατώτερα από τα δικά σας. Επιπλέον, αν μας υποψιάζεστε για προδότες, είμαστε πρόθυμοι παραδοθούμε ως όμηροι και να πλεύσουμε μαζί σας». Οι Έλληνες συνάντησαν(καλοκαίρι 479 π.Χ.) τον στρατό του Μαρδόνιου στη μάχη των Πλαταιών. Ο ελληνικός στόλος έπλευσε στη Σάμο, όπου κατέστρεψε τα απομεινάρια του περσικού στόλου. Οι Πέρσες μετέφεραν τον στόλο τους στη Μυκάλη, όπου περσικό πεζικό. Ο Λεωτυχίδης, αρχηγός του ελληνικού στόλου, αποφάσισε να επιτεθεί στους Πέρσες. Αν και οι Πέρσες πρόβαλαν σθεναρή αντίσταση, οι βαριά τεθωρακισμένα Έλληνες οπλίτες αποδείχθηκαν ανώτεροι στον αγώνα και ανάγκασαν τους Πέρσες να υποχωρήσουν στο στρατόπεδό τους. Τότε οι Ίωνες επιτέθηκαν στο περσικό στρατόπεδο και κατέσφαξαν τους Πέρσες ενώ τα περσικά πλοία καταλήφθηκαν και πυρπολήθηκαν από τον ελληνικό στόλο. Η καταστροφή του περσικού στόλου στη Μυκάλη, σε συνδυασμό με την ήττα του Μαρδόνιου στις Πλαταιές, έφεραν το τέλος της περσικής εισβολής στην Ελλάδα. Μετά τη μάχη των Πλαταιών και τη ναυμαχία της Μυκάλης αρχίζει μια νέα φάση των Περσικών πολέμων, όπου την υπεροχή έχουν οι Έλληνες.
ΠΙΟ ΑΝΑΛΥΤΙΚΑ Η ΜΑΧΗ ΤΩΝ ΠΛΑΤΑΙΩΝ: Ο Μαρδόνιος πριν εισβάλει Ν επιχείρησε να αποσπάσει τους Αθηναίους από την ελληνική συμμαχία στέλνοντας σαν πρέσβη το βασιλιά της Μακεδονίας Αλέξανδρο ο οποίος υποσχέθηκε να αποζημιώσει για τις ζημιές και να προσφέρει οποιαδήποτε βοήθεια αν συμμαχούσαν με τους Πέρσες. Όταν έμαθαν οι Σπαρτιάτες για την πρεσβεία αυτή φοβήθηκαν γιατί ήξεραν ότι η Αττική είχε ερημωθεί και οι Αθηναίοι αντιμετώπιζαν το φάσμα της πείνας και ήταν δυσαρεστημένοι γιατί οι Πελοποννήσιοι δεν είχαν στείλει στρατό έγκαιρα στη Βοιωτία όπως είχαν υποσχεθεί ώστε να προστατέψουν την πόλη τους. Γι' αυτό βιάστηκαν να στείλουν πρέσβεις ώστε να προλάβουν τη συνθηκολόγηση υποσχόμενοι ότι αυτοί και οι υπόλοιποι σύμμαχοι θα ανελάμβαναν να θρέψουν τις οικογένειες των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι περίμεναν και τους πρέσβεις της Σπάρτης ώστε να απαντήσουν μπροστά τους στον απεσταλμένο του Μαρδόνιου και αφού άκουσαν τα λόγια και των 2 απήντησαν στο Μαρδόνιο μέσω του Αριστείδη ότι «όσο ο ήλιος δεν αλλάζει πορεία δεν πρόκειται να συνθηκολογήσουν με τον Ξέρξη αλλά μένοντας πιστοί στους θεούς και τους ήρωες που εκείνος έκαψε τους ναούς τους και τα αγάλματα θα επιμείνουν να αγωνίζονται για την ελευθερία τους». Στους Σπαρτιάτες είπαν πως τους ευχαριστούν για την πρόταση αλλά θα τα καταφέρουν μόνοι τους και το μόνο που τους παρακαλούν είναι να στείλουν το ταχύτερο στρατό στη Βοιωτία ώστε να ενωθεί με τον Αθηναϊκό να πολεμήσει. Οι Σπαρτιάτες για μια ακόμη φορά αθέτησαν το λόγο τους μη στέλνοντας στρατό στη Βοιωτία παρά μένοντας στη πατρίδα τους γιόρταζαν τα Υακίνθια. Αποτέλεσμα: ο Μαρδόνιος να περάσει από τη Θεσσαλία στην Αττική ανεμπόδιστος έχοντας μαζί του ως συμμάχους όλα τα έθνη της Α Ελλάδας αναγκάζοντας τους Αθηναίους για 2η φορά μη μπορώντας να αντιμετωπίσουν τόσο πολυάριθμο στρατό να εγκαταλείψουν την πόλη τους και να μεταβούν στη Σαλαμίνα. Εκεί ο Μαρδόνιος έστειλε 2η πρεσβεία στους Αθηναίους να επαναλάβει τις προηγούμενες προτάσεις. Η νέα απιστία των Σπαρτιατών είχε οξύνει τα πνεύματα παρ' όλα αυτά όταν ανακοινώθηκαν οι προτάσεις στη βουλή, όλοι οι βουλευτές εκτός από έναν ονόματι Λυκίδη, απέκρουσαν τις προτάσεις των Περσών και θανάτωσαν με λιθοβολισμό τον βουλευτή και την οικογένειά του. Οι Αθηναίοι έστειλαν πρέσβεις στη Σπάρτη μαζί με τους Μεγαρείς και τους Πλαταιείς για να διαμαρτυρηθούν για τη νέα αυτή αθέτηση και να απαιτήσουν την άμεση αποστολή στρατού αν όχι στη Βοιωτία που είχε καταληφθεί από τον εχθρό στο Θριάσιο πεδίο. Οι έφοροι των Σπαρτιατών αφού άκουσαν την πρεσβεία είπαν ότι θα το σκεφτούν και θα απαντήσουν αντ’ αυτού καθυστέρησαν 10 ημέρες αναβάλλοντας την απάντηση συνεχίζοντας να γιορτάζουν τα Υακίνθια και να οχυρώνουν τον Ισθμό. Αφού οι πρέσβεις των Αθηναίων δυσανασχέτησαν τους είπαν ότι αν την επομένη δεν λάβουν απάντηση θα συμμαχήσουν με το Πέρση. Οι έφοροι φοβούμενοι αυτή την κατάληξη ειδοποίησαν τους Αθηναίους ότι ο στρατός είχε ήδη ξεκινήσει και βρισκόταν αυτή την ώρα έξω από τα σύνορα της Σπάρτης, 5000 Σπαρτιάτες που τον καθένα ακολουθούσαν 7 ελαφρά οπλισμένοι είλωτες. Το παράδειγμα των Σπαρτιατών ακολούθησαν και άλλοι Πελοποννήσιοι ώστε έφυγε από την Πελοπόννησο σημαντική δύναμη με αρχηγό τον Παυσανία επίτροπο του ανήλικου βασιλιά Πλείσταρχου γιου του νεκρού βασιλιά Λεωνίδα. Ο Μαρδόνιος εφόσον ειδοποιήθηκε από τους Αργείους για τις κινήσεις του Πελοποννησιακού στρατού υποχώρησε αφού λεηλάτησε την περιοχή Τατοΐου την οποία είχε σεβαστεί με την ελπίδα της συνθηκολόγησης των Αθηναίων προς την Βοιωτία και στρατοπέδευσε στην πεδιάδα μπροστά από την τειχισμένη πόλη των Θηβαίων συμμάχων του ώστε να καλύψει τα νώτα του και να μπορέσει να αγωνιστεί σε ανοικτό χώρο. Ο ελληνικός στρατός άργησε να φτάσει στην Ελευσίνα γιατί οι Λακεδαιμόνιοι αναγκάστηκαν να περιμένουν τους άλλους Πελοποννήσιους. Προσήλθαν, 1500 Τεγεάτες, 5000 Κορίνθιοι, 300 Ποτιδαιάτες άποικοι των Κορινθίων, 600 Ορχομένιοι Αρκάδες, 3000 Σικυώνιοι, 800 Επιδαύριοι, 1000 Τροιζήνιοι, 200 Λεπρεάτες, 400 Μυκηναίοι και Τιρύνθιοι, 1000 Φλιάσιοι, 300 Ερμιονείς, 600 Ερετριείς και Στυρείς, 400 Χαλκιδείς, 500 Αμβρακιώτες, 800 Λευκάδιοι, 200 Παλλείς από την Κεφαλληνία και 500 Αιγινίτες. Όταν ο στρατός έφτασε στα Μέγαρα ενώθηκε με 8000 Αθηναίους και 600 Πλαταιείς με αρχηγό τον Αριστείδη. Στις δυνάμεις αυτές αν προστεθούν και οι 5000 Σπαρτιάτες που ακολουθούνταν από 3500 είλωτες και 1800 Θεσπιείς, ο ελληνικός στρατός αριθμούσε 11000 άνδρες. Από την Ελευσίνα ο Παυσανίας περνώντας στη Βοιωτία είδε τον περσικό στρατό στον Ασωπό και μη τολμώντας να κατέβει στην πεδιάδα ώστε να αντιπαρατεθεί με τους 300.000 άνδρες του περσικού στρατού, προτίμησε να στρατοπεδεύσει στους πρόποδες του βουνού. Τότε ο Μαρδόνιος έκανε το λάθος να προσβάλει τους Έλληνες με το ιππικό-άριστο και πολυάριθμο- που οδηγούσε ένας από τους καλύτερους Πέρσες αξιωματικούς, ο Μασίστιος. Το λάθος: το έδαφος όντας ανώμαλο δεν προσφερόταν για τέτοιου είδους επίθεση. Έτσι οι Μεγαρείς που δέχθηκαν την επίθεση λόγω της θέσης τους αφού πιέστηκαν στην αρχή φοβερά βοηθούμενοι από 300 Αθηναίους με αρχηγό τον Ολυμπιόδωρο απέκρουσαν τον εχθρό και μάλιστα στη μάχη έπεσε και ο Μασίστιος, το σώμα του οποίου έμεινε στα χέρια των Ελλήνων που το περιέφεραν πάνω σε άμαξα σε όλο το στρατόπεδο. Βλέποντας αυτή την εξέλιξη ο Παυσανίας κατέβηκε από την ορεινή θέση σε χαμηλότερο χώρο αποφεύγοντας την πεδιάδα και στρατοπέδευσε στις Πλαταιές. Ο Μαρδόνιος ακολούθησε τον Παυσανία και βαδίζοντας παρατάχθηκε ακριβώς απέναντι από τον ελληνικό στρατό έτσι ώστε ο Ασωπός χώριζε τις 2 πλευρές. Καθώς όμως οι 2 στρατοί ήταν παραταγμένοι και έτοιμοι για μάχη συνέβη το εξής. Έλληνες και Πέρσες κατά το σύνηθες πριν την μάχη έκαναν θυσίες και ζητούσαν την συμβουλή των «προφητών». Έλαβαν όμως και οι δυο την ίδια απάντηση ότι θα έπρεπε να αμυνθούν και ότι όποιος περνούσε το ποτάμι 1ος θα γνώριζε την ήττα. Έτσι ο ένας περίμενε την επίθεση του άλλου χωρίς να γίνεται τίποτα. Η αναβολή δεν ευνοούσε τους Αθηναίους γιατί ο Μαρδόνιος μετά την συμβουλή των Θηβαίων κατέλαβε τον Κιθαιρώνα και συνέλαβε 500 υποζύγια που μετέφεραν τροφές στο ελληνικό στρατόπεδο και έτσι απέκλεισε τους Έλληνες στην Βοιωτία. Μεγαλύτερος όμως ήταν ο κίνδυνος(Πλούταρχος) στην πόλη των Αθηνών όπου οι πλούσιοι Αθηναίοι σκεφτόντουσαν την κατάργηση του δήμου και την εγκαθίδρυση ολιγαρχίας πράγμα που απέτρεψε ο Αριστείδης. Ο Μαρδόνιος την 10η μέρα εκνευρισμένος από την πολυήμερη αποχή διέταξε να ετοιμαστεί ο στρατός για μάχη κάτι όμως που τελικά δεν έγινε απλά αρκέστηκε να παρενοχλεί τους Έλληνες πετυχαίνοντας όμως ένα σπουδαίο πλεονέκτημα καθώς τους ανάγκασε να εγκαταλείψουν την μοναδική πηγή νερού. Ο Παυσανίας βλέποντας ότι ο στρατός του πάσχει πλέον από τροφές και έλλειψη νερού διέταξε να υποχωρήσουν Β της πόλης των Πλαταιών στη θέση Νήσο και εκεί να επιτεθεί η μισή ελληνική δύναμη ώστε να ανοίξει το πέρασμα του Κιθαιρώνα για να μπορούν να εφοδιάζονται. Με το που έπεσε η νύχτα άρχισε η μετακίνηση της ελληνικής παράταξης. Πρώτα ξεκίνησαν οι Κορίνθιοι και Μεγαρείς που αποτελούσαν το κέντρο αντί όμως να πάνε στην Νήσο στρατοπέδευσαν στις Πλαταιές. Ο Παυσανίας ήσυχος ότι το κέντρο της παράταξης του έφτασε στο σημείο που είχε υποδείξει διέταξε την δεξιά πτέρυγα δηλ. τους Λακεδαιμονίους και τους Τεγεάτες να ακολουθήσουν ενώ ταυτόχρονα άρχισαν να κινούνται και οι Αθηναίοι από άλλο δρόμο. Ο Μαρδόνιος όταν πληροφορήθηκε την υποχώρηση των Ελλήνων καταλήφθηκε από περιφρόνηση για τους αντιπάλους λέγοντας «αυτοί είναι οι Σπαρτιάτες που πρώτα άλλαξαν θέσεις για να μην πολεμήσουν με τους Πέρσες και έπειτα τράπηκαν σε φυγή;». Και διέταξε το στρατό του να περάσει τον Ασωπό και να καταδιώξει τον εχθρό θεωρώντας την νίκη σίγουρη. 1ος προσβλήθηκε ο Παυσανίας από το περσικό ιππικό και λίγο αργότερα από το σύνολο σχεδόν του περσικού στρατού και έστειλε ιππέα να ζητήσει την βοήθεια των Αθηναίων. Οι Αθηναίοι όμως δεν ήταν σε θέση να βοηθήσουν καθώς δέχονταν επίθεση από τους Θηβαίους. Αναγκαστικά 53.000 Λακεδαιμόνιοι και Τεγεάτες βρέθηκαν να αντιμετωπίζουν ολόκληρο τον περσικό στρατό. Οι Πέρσες, Μήδοι και Σάκες που προπορεύονταν του περσικού στρατού μόλις έφτασαν σε απόσταση βολής έμπηξαν τις ασπίδες τους στο χώμα και άρχισαν να ρίχνουν βροχή από βέλη. Η ελληνική παράταξη βρέθηκε σε δεινή θέση καθώς δεν είχε τοξότες και υφίσταντο φοβερές απώλειες. Πολλοί άνδρες σκοτώθηκαν-και ο Καλλικράτης που ξεψυχώντας έλεγε ότι δεν τον νοιάζει που πεθαίνει για την πατρίδα λυπάται μόνο που δεν πρόλαβε να χρησιμοποιήσει τα χέρια του για να πετύχει έργο αντάξιο της προθυμίας του-. Ο Παυσανίας σε απόγνωση γύρισε το βλέμμα προς το ναό της Ήρας και παρακάλεσε να φανεί ποιο ευνοϊκή. Οι Τεγεάτες μαντεύοντας ότι η θεά θα ακούσει τις προσευχές τους πριν πάρουν την διαταγή του στρατηγού όρμησαν εναντίον του εχθρού και ακολούθησαν οι Λακεδαιμόνιοι με την διαταγή του Παυσανία. Το πρόχειρο περιτείχισμα που είχαν φτιάξει οι Πέρσες ανατράπηκε γρήγορα αλλά η μάχη συνεχιζόταν με τους Πέρσες να μην μπορούν να αντιπαρατεθούν καθώς η ελαφριά τους εξάρτηση δεν μπορούσε να αντιμετωπίσει τους Έλληνες-οπλισμένοι με μακριά δόρατα και θωρακισμένοι από την κορφή ως τα νύχια-. Στη διάρκεια της συμπλοκής πολλοί απελπισμένοι Πέρσες άρπαζαν τα ελληνικά δόρατα των Σπαρτιατών προσπαθώντας να τα σπάσουν. Ο Μαρδόνιος διέπρεπε επικεφαλής των 1.000 σωματοφυλάκων του μέχρι που σκοτώθηκε από τον Σπαρτιάτη Αείμνηστο και τότε οι Πέρσες άρχισαν να στρέφουν τα νώτα περνώντας τον Ασωπό κατευθυνόμενοι στο οχυρωμένο περσικό στρατόπεδο όπου βλέποντας οι υπόλοιποι Ασιάτες τους Πέρσες να νικιόνται εγκατέλειψαν και αυτοί το πεδίο της μάχης. Στην αριστερή πλευρά οι Αθηναίοι πολέμησαν τους Βοιωτούς οι οποίοι αφού έχασαν 300 οπλίτες αποσύρθηκαν στην περιτοιχισμένη πόλη της Θήβας. Οι υπόλοιποι Έλληνες που ακολουθούσαν τον Μαρδόνιο δεν ενεπλάκησαν και έβλεπαν τους Θηβαίους να σφαγιάζονται άπρακτοι. Από τους 2 στρατούς πολλοί δεν αγωνίστηκαν καθόλου. Από τους εχθρούς πήραν μέρος στην μάχη οι Πέρσες, Μήδοι, Σάκες στην αριστερή πτέρυγα και οι Βοιωτοί στην δεξιά. Ο Αρτάβαζος με 40.000 άνδρες βλέποντας να τρέπονται σε φυγή οι γύρω από τον Μαρδόνιο αντί να τον βοηθήσει αναχώρησε προς Θεσσαλία και Μακεδονία για την Ασία. Από τους Έλληνες αγωνίστηκαν οι Λακεδαιμόνιοι, Τεγεάτες δεξιά και οι Αθηναίοι και Πλαταιείς αριστερά. Οι υπόλοιποι Έλληνες του κέντρου που είχαν βρεθεί σε λάθος σημείο το προηγούμενο βράδυ αφού έμαθαν για την μάχη όρμησαν άτακτα μπροστά και υπέστησαν απώλειες από το ιππικό των Θηβαίων χάνοντας 600 άνδρες. Ήταν όμως αργά για να αλλάξει η έκβαση της μάχης. Οι Λακεδαιμόνιοι συνέχισαν να καταδιώκουν τον εχθρό φτάνοντας στο οχυρωμένο στρατόπεδο όπου είχαν καταφύγει οι Πέρσες και μαζί με τους υπόλοιπους Έλληνες κατάφεραν να το καταλάβουν. Ο Ηρόδοτος αναφέρει ότι με την πτώση του στρατοπέδου οι Έλληνες διέπραξαν τέτοια σφαγή ώστε αν εξαιρεθούν οι 40.000 του Αρτάβαζου από τις 260.000 του περσικού στρατού απέμειναν μόνο 3.000 άνδρες πράγμα υπερβολικό. Ο Πλούταρχος αναφέρει ότι έπεσαν 1360 Έλληνες. Οι νεκροί κηδεύτηκαν κοντά στις πύλες των Πλαταιών σε χωριστούς τάφους κάθε πόλης, μόνο οι Λακεδαιμόνιοι έφτιαξαν 3 ξεχωριστούς τάφους έναν για όσους διέπρεψαν στην μάχη έναν για τους υπόλοιπους Σπαρτιάτες και έναν για τους είλωτες. Μετά την καταστροφή του περσικού στρατού οι Έλληνες στράφηκαν στην τιμωρία των Θηβαίων που είχαν βοηθήσει τους βαρβάρους. Απαίτησαν την παράδοση την Θηβαίων αρχηγών που μήδισαν Τιμηγενίδη και Ατταγίνη, οι Θηβαίοι όμως αρνήθηκαν και έτσι άρχισε η πολιορκία. Οι Θηβαίοι πρότειναν στον Παυσανία να του δώσουν χρήματα εκείνος όμως αρνήθηκε. Τότε οι Θηβαίοι αναγκάστηκαν να παραδώσουν τους άντρες όμως αντί του Ατταγίνη που είχε διαφύγει πρότειναν να παραδώσουν την οικογένεια του κάτι που δεν έγινε δεκτό από τον Παυσανία λέγοντας πως δεν είναι σωστό να πληρώσουν τα παιδιά επειδή μήδισε ο πατέρας. Αρκέστηκε στον Τημενίδη και μερικούς άλλους τους οποίους οδήγησε στην Κόρινθο και τους θανάτωσε χωρίς δίκη φοβούμενος ότι ο πλούσιος Θηβαίος θα εξαγόραζε τους δικαστές.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου