ΕΝΑΡΞΗ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΣΤΗΝ ΛΕΙΒΑΔΙΑ(31/03/1821)
Σαν σήμερα(31/03/1821), ο Αθανάσιος Διάκος υψώνει τη σημαία της Επανάστασης στη Λιβαδειά. Η πόλη κατά την Τουρκοκρατία 2 χρόνια μετά την παράδοση της Αθήνας στον Μωάμεθ Β' τον Πορθητή (1458), η Λιβαδειά περιήλθε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία. Αποτέλεσε καζά, διοικητική υποπεριφέρεια, που υπαγόταν(ως το 1470) στο σαντζάκιο Τρικάλων και αργότερα στο σαντζάκιο Ευρίπου. Τον 16ο αι. η πόλη ήταν χάσι(= τόπος χατζήδων) Οθωμανών αξιωματούχων και από την 3η ή 4η δεκαετία του 17ου αι. βακούφι της Μέκκας ή, κατ’ άλλους, της Μεδίνας. Τον 18ο αι. η πρόσοδος του καζά της Λιβαδειάς αφιερώθηκε στο Γενί-Τζαμί του Σκούταρι, που είχε ιδρύσει η σύζυγος του σουλτάνου Μεχμέτ Δ΄, η μετέπειτα Βαλιδιέ Σουλτάνα(= Βασιλομήτωρ). Παρά τις καταστροφές της Λιβαδειάς από τις πολεμικές συγκρούσεις στη Βοιωτία(Τουρκοενετικός πολέμος, 1684-1699· συγκεκριμένα το 1694 και το 1695). Από τις αρχές του 18ου αι. οι συνθήκες βοήθησαν στην ανάπτυξη της οικονομίας: μετά την αφιέρωση των προσόδων στο Γενί-Τζαμί, υπό την αιγίδα της Βελιδιέ Σουλτάνας χορηγήθηκαν στους κατοίκους ιδιαίτερα προνόμια αυτοδιοίκησης, με συνέπεια την ενίσχυση του κοινοτικού θεσμού και τη δημιουργία μιας τάξης αρχόντων. Ο βοεβόδας π.χ. δεν μπορούσε να λάβει καμία απόφαση χωρίς τη συγκατάθεση των προκρίτων της πόλης. 10 περίπου οικογένειες αποτελούσαν την αριστοκρατία της γης και της πόλης, που τη σύμπνοιά τους δεν μπόρεσε να διασπάσει ούτε ο Αλή πασάς, παρά την πίεση στον καζά της Λιβαδειάς, όταν είχε περιέλθει στο Πασαλίκι του. Έτσι η πόλη(στα τέλη του 18ου αι. χαρακτηριζόταν ως «η μεγαλύτερη της Βοιωτίας», καθώς βρισκόταν στον εμπορικό δρόμο(ανατολική διάβαση) Πελοποννήσου-Μακεδονίας), είχε «αξιόλογη πραγματεία εις μαλλιά, σιτάρι, ρύζι, τα οποία χορηγεί εις άλλα μέρη της Ελλάδος και ξένους τόπους. Παρά το γεγονός ότι το ρεύμα της μετανάστευσης υπήρξε περιορισμένο, από τη Λιβαδειά προήλθαν άνδρες που διακρίθηκαν στις ελληνικές παροικίες της Ρωσίας και της Κ. Ευρώπης. Εκτός από τον Λάμπρο Κατσώνη, από τη Λιβαδειά και την περιοχή της («Χώρα της Λιβαδειάς») κατάγονταν κληρικοί, λόγιοι και έμποροι της διασποράς. Επανάσταση του 1821 Στις παραμονές της Επανάστασης του 1821, η «Γκιαούρ Λιβαδειά»(έτσι την ονόμαζαν οι Τούρκοι για τον πολυάριθμο ελληνικό πληθυσμό της- 10.000 Έλληνες κατοίκους, που επιδίδονταν στη γεωργία, το εμπόριο και τη βιοτεχνία-). Η πόλη ήταν(1820) το κέντρο της Φιλικής Εταιρείας στην Α. Στερεά Ελλάδα, στην οποία είχαν μυηθεί οι πρόκριτοί της Νικόλαος Νάκος, Ιωάννης Λογοθέτης και Ιωάννης Φίλων. Την εποχή εκείνη βοεβόδας της Λιβαδειάς ήταν ο Καρά Ισμαήλ Αγάς. Όταν έλαβε είδηση ότι κάποια κίνηση ετοιμάζουν οι Χριστιανοί κάτοικοι υποπτεύθηκε ότι ήταν ενέργεια του Αλή πασά σε αντιπερισπασμό εναντίον του οποίου κινούνταν σουλτανικά στρατεύματα. Για αυτό ζήτησε από τον ιεραρχικά προϊστάμενό του Πασά της Χαλκίδας τη θανάτωση όλων των προκρίτων της περιοχής ή τουλάχιστον τη σύλληψή τους, όπως είχε ενεργήσει και ο καϊμακάμης της Τριπολιτσάς. Τότε οι παραπάνω 3 πρόκριτοι κατάφεραν με διάφορες ενέργειες και δωροδοκίες να κηρυχθούν αθώοι και, εκμεταλλευόμενοι την υψηλή προστασία της πόλης, να πετύχουν την αντικατάσταση του βοεβόδα δια του Χασάν Αγά. Έτσι ανεπιτήρητοι συνέχισαν την προετοιμασία της εξέγερσης ορίζοντας τον κάτοικο της Λιβαδειάς Αθανάσιο Διάκο(που είχε αποστατήσει από την Αυλή του Αλή πασά και είχε αναλάβει υπαρχηγός του αρματολού Οδυσσέα Ανδρούτσου και ειδικότερα τη φρούρηση της από Δαύλεια προς Αράχοβα και Άμφισσα(Σάλωνα) οδικής διέλευσης), την ανάληψη της αρχηγίας των όπλων στη περιοχή σε συνεργασία με τον από Αράχοβα σύντροφό του Βασίλη Μπούσγο. Η έκρηξη της Επανάστασης στη περιοχή της Λιβαδειάς εκδηλώθηκε τη νύκτα της 25ης προς 26η Μαρτίου 1821 όταν έπεσε το «1ο βόλι» από τον Βασίλη Μπούσγο και τους ένοπλους άνδρες του(του είχαν θέσει στη διάθεσή του οι προύχοντες της Αράχοβας), στη θέση «στενό του Ζεμενού» σκοτώνοντας μερικούς Τούρκους. Η εμπλοκή αυτή που έγινε με υπόδειξη του Αθανασίου Διάκου λόγω της παρατεινόμενης ασυμφωνίας και αναβλητικότητας των προκρίτων της Λιβαδειάς, όπως και στα Καλάβρυτα, έσπευσε στη συνέχεια να την παρουσιάσει ευφυέστατα στον Χασάν Αγά της Λιβαδειάς ο ίδιος ο Α. Διάκος ως δήθεν επίθεση της εμπροσθοφυλακής του Ο. Ανδρούτσου που πλησιάζει με 10.000 Έλληνες επαναστάτες. Την ίδια ημέρα(26/03) ο Α. Διάκος έλαβε άδεια της ελεύθερης στρατολόγησης ενόπλων ανδρών. Σε νέα προσπάθεια, ο Α. Διάκος δεν πέτυχε τη σύμπνοια των προκρίτων προχώρησε σε πολεμικές ενέργειες αγνοώντας τους. Την νύχτα της 28ης προς 29η Μαρτίου ηγούμενος των στρατολογημένων από τον ίδιο επαναστατών κατέλαβε τον λόφο του Προφήτη Ηλία κατ΄ απέναντι θέση από το κάστρο της Λιβαδειάς στο οποίο και στον Πύργο Ώρα, στο μέσον της πόλης, είχαν καταφύγει οι Τούρκοι έχοντας μαζί τους ως ομήρους τους προεστώτες Ν. Νάκο και Λογοθέτη μόλις έμαθαν τον ξεσηκωμό της Άμφισσας. Από εκεί, μετά την άρνηση του Χασάν αγά να παραδώσει την πόλη, ο Α. Διάκος άρχισε την επίθεση. Στις 31/03, κατελήφθη η πόλη ενώ οι Τούρκοι, που είχαν κλειστεί στον πύργο Ώρα, παραδόθηκαν και στις 01/04(13/04 νέο ημερολόγιο) παραδόθηκε το κάστρο. Σε πανηγυρική δοξολογία στην εκκλησία της Αγίας Παρασκευής, οι επίσκοποι Σαλώνων, Ταλαντίου(Αταλάντης) και Αθηνών ευλόγησαν την επαναστατική σημαία του Διάκου. Στις 26/06, διερχόμενος από την περιοχή ο Ομέρ Βρυώνης καταλαμβάνοντας την πόλη. Εκτός του κάστρου πυρπόλησε μεγάλο μέρος της αυτής. κατά τη διάρκεια της Επανάστασης η πόλη δοκιμάστηκε επανειλημμένα από τις τουρκικές στρατιές που κατευθύνονταν στην Πελοπόννησο. Στην περιοχή δόθηκαν οι τελευταίες μάχες του Αγώνα. Κατά τις επιχειρήσεις του 1828 στην Α. Στερεά, με επικεφαλής τον Δημήτριο Υψηλάντη, οι Τούρκοι που βρίσκονταν στη Λιβαδειά πολιορκήθηκαν από το σώμα του Βάσου Μαυροβουνιώτη και από άτακτο ιππικό, και στις 05/11/1828 παρέδωσαν την πόλη. Νέο τουρκικό σώμα υπό τον Μαχμούτ πασά κατέλαβε και πάλι τη Λιβαδειά, που αναγκάστηκε όμως να την εγκαταλείψει(08/02/1829) για να αποφύγει την κύκλωση με το σχέδιο που εφάρμοζε ο Γεώργιος Καραϊσκάκης. Μετά δε τη μάχη της Πέτρας εξαφανίστηκαν και όλοι οι Τούρκοι από την Βοιωτία. Νεότερη περίοδος Επί Καποδίστρια, η Λιβαδειά άρχισε να ανασυγκροτείται. Οι κάτοικοι που είχαν καταφύγει σε άλλες περιοχές επανήλθαν και η πόλη(1841) ήταν πλέον ένα από τα εύρωστα οικονομικά κέντρα του νεοπαγούς Ελληνικού Βασιλείου.