ΜΑΝΟΛΗΣ ΑΝΔΡΟΝΙΚΟΣ(ΠΕΘΑΝΕ ΣΤΙΣ 30/03/1992. Το έργο του αποδεικνύει την ελληνικότητα της Μακεδονίας μας)
Ο Mανόλης Ανδρόνικος(1919-92) του Λεωνίδα ήταν Έλληνας αρχαιολόγος. Γεννήθηκε στην Προύσα(23/10/1919). Αργότερα εγκαταστάθηκε με την οικογένειά του στη Θεσσαλονίκη. Μόνιμος κάτοικός της ως τον θάνατό του, στις 30/03/1992. Σπούδασε στη Φιλοσοφική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών, με πολύ καλές επιδόσεις. Έγινε καθηγητής Kλασικής Αρχαιολογίας στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης(1952). Συμπλήρωσε τις σπουδές του στην Οξφόρδη με τον Sir John D. Beazley(1954-5). Υπηρέτησε στην Αρχαιολογική Υπηρεσία. Εξελέγη(1957) υφηγητής της Αρχαιολογίας(Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης), έκτακτος καθηγητής της Β΄ έδρας Αρχαιολογίας(1961), και τακτικός καθηγητής στην ίδια έδρα(1964). Υπήρξε μέλος του Αρχαιολογικού Συμβουλίου(1964-5), της Αρχαιολογικής Εταιρείας Αθηνών, της Εταιρείας Μακεδονικών Σπουδών, της Association Internationale des Critiques d' Art και του Γερμανικού Αρχαιολογικού Ινστιτούτου του Βερολίνου. Έλαβε μέρος με ανακοινώσεις σε πολλά διεθνή συνέδρια. Προσκλήθηκε από γερμανικά πανεπιστήμια για διαλέξεις και σχεδόν απ' όλα τα πανεπιστήμια της Ελλάδας. Διετέλεσε Κοσμήτωρ της Φιλοσοφικής Σχολής Θεσσαλονίκης(1968-9). Μιλούσε αγγλικά, γαλλικά και γερμανικά. Ήταν παντρεμένος με την Ολυμπία Kακουλίδου. Αγαπούσε ιδιαίτερα τις τέχνες και τα γράμματα. Διάβαζε πολύ και υπήρξε ιδρυτικό μέλος του συλλόγου «Η τέχνη». Αγαπούσε τον Παλαμά, τον Σεφέρη και τον Eλύτη. Πραγματοποίησε ανασκαφές σε Βέροια, Νάουσα, Κιλκίς, Χαλκιδική, και Θεσσαλονίκη. Αλλά το κύριο ανασκαφικό του έργο συγκεντρώθηκε στη Βεργίνα, όπου ανάσκαψε το σημαντικότατο νεκροταφείο τύμβων των γεωμετρικών χρόνων και συνέχισε σε συνεργασία με τον Γ. Μπακαλάκη την ανασκαφή του ελληνιστικού ανακτόρου(είχε αρχίσει(1937) ο Κ. Α. Ρωμαίος, εκ μέρους του Αριστοτελείου Πανεπιστημίου Θεσσαλονίκης). Κορυφαία στιγμή της καριέρας του θεωρείται η 8η Νοεμβρίου 1977. Έφερε στο φως στη Βεργίνα ένα από τα σημαντικότερα αρχαιολογικά μνημεία, τον ασύλητο μακεδονικό τάφο ΙΙ της Μεγάλης Τούμπας. Διατύπωσε την άποψη ότι στο μνημείο αυτό ετάφη ο Φίλιππος Β΄, βασιλιάς της Μακεδονίας(359-36 π.Χ.). Ο τάφος ήταν ασύλλητος με πολυάριθμα ευρήματα, μεταξύ των οποίων και αξιόλογα έργα τέχνης, τα οποία εκτίθενται στη Μεγάλη Τούμπα της Βεργίνας. Αν και ο συσχετισμός του τάφου αυτού με τον Φίλιππο Β' έχει πλέον απορριφθεί(χρονολόγησης περιεχομένου του μετά το 317 π.Χ.) και ο τάφος πιστεύεται ότι είναι του Φιλίππου Γ' Αρριδαίου(βλέπε Palagia O.-Borza E., «The Chronology of the Macedonian Royal Tombs at Vergina», JdI 2008, 81-125), η σημασία του μνημείου είναι αναμφισβήτητη και θεωρείται μία από τις μεγαλύτερες αρχαιολογικές ανακαλύψεις του 20ου αι. παγκοσμίως. ΒΕΡΓΙΝΑ Πιθανόν ήταν η αρχαία πόλη Αιγαί(Αιγές). Παγκοσμίως γνωστή από τις ανασκαφές της ομάδας του Μανόλη Ανδρόνικου(1977). Βρίσκεται στον ν. Ημαθίας, 13 km ΝΑ της Βέροιας και περ. 80 km ΝΔ της Θεσσαλονίκης. Η σύγχρονη Βεργίνα χτίστηκε το 1922. Οι κάτοικοί της συμμετείχαν στον Αγώνα του 1821. Μετά την Συνθήκη της Λωζάννης (1923), ελληνικές οικογένειες από Βουλγαρία και Μ. Ασία εγκαταστάθηκαν στις εκτάσεις των Τούρκων μπέηδων(ανταλλαγή πληθυσμών). Η πόλη ονομάστηκε Βεργίνα, προς τιμήν της βασίλισσας της περιοχής Βεργίνας, από τον Μητροπολίτη Βεροίας Κωνστάντιο Β’. αρχικά η θέση της σύγχρονης πόλης, θεωρήθηκε ότι συμπίπτει με την αρχαία Βάλλα(Πλίνιος Φυσ. Ιστ. 4.10.34), πόλη στα Πιέρια Όρη, Ν του π. Αλιάκμονα. Ο ιστορικός N. Hammond πρότεινε(1968) τον συσχετισμό του αρχαιολογικού χώρου της Βεργίνας με τις Αιγές, 1η πρωτεύουσα του Μακεδονικού Βασιλείου, όπου και το βασιλικό νεκροταφείο των Μακεδόνων. Πρόταση που απορρίφθηκε από άλλους επιστήμονες. Ο Μανόλης Ανδρόνικος, ανασκαφέας του ασύλητου τάφου της Βεργίνας, αν και είχε επιφυλάξεις στην αρχή, πείστηκε από την άποψη του Hammond(1977), ότι δηλ. στην Βεργίνα βρίσκεται το βασιλικό νεκροταφείο και ο τάφος που βρήκε είναι βασιλικός. Πολλά γράφτηκαν για την αρχαία πόλη που βρίσκεται στην Βεργίνα. Συνδυάζονται με το αν οι Αιγές σχετίζονται ή όχι με την Έδεσσα(άποψη πολλών επιστημόνων). Σήμερα, αμφισβητείται έντονα, η άποψη ότι τα αρχαία της Βεργίνας ανήκουν στις Αιγές και εκεί βρίσκονται οι βασιλικοί τάφοι. Μικρή άποψη ειδικών στηρίζει ακόμα την άποψη περί των Αιγών. Οι αρχαιολόγοι ενδιαφέρθηκαν για τον χώρο της Βεργίνας από το 1850, υποψιαζόμενοι ότι εκεί ίσως βρίσκονταν ταφικά μνημεία. Ο Γάλλος Leon Heuzey, άρχισε ανασκαφές(1861), με την υποστήριξη του Αυτοκράτορα Ναπολέοντα Γ’. Βρήκε τμήματα ενός μεγάλου κτιρίου, στην Αγ. Τριάδα, που, κατά πολλούς, ήταν το θερινό ανάκτορο(εποχή βασιλιά Αντιγόνου Γονατά). Οι ανασκαφές του σταμάτησαν, λόγω κινδύνου ελονοσίας. Το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης, με πρωτοβουλία του Καθηγητή Αρχαιολογίας Κ. Ρωμαίου, ίδρυσε στην Βεργίνα(1937) πανεπιστημιακή ανασκαφή για την εκπαίδευση των φοιτητών. Ο Ρωμαίος ανάσκαψε τμήματα του θεωρούμενου ως ανακτόρου και έναν μακεδονικό τάφο(«τάφος του Ρωμαίου). Οι ανασκαφές διεκόπησαν λόγω του ελληνοϊταλικού πολέμου(1940). Οι ανασκαφές ξεκίνησαν πάλι μετά τον Β’ ΠΠ(1950 και 1960). Ανασκάφηκε και το υπόλοιπο «ανάκτορο». Ο Ανδρόνικος, πείστηκε από τον καθηγητή του Κ. Ρωμαίο, ότι ένας λοφίσκος που άνηκε στους τύμβους του νεκροταφείου της αρχαίας πόλης(«η Μεγάλη Τούμπα»), έκρυβε σημαντικούς τάφους. Έτσι, έκανε ανασκαφές 6 εβδομάδων στην Τούμπα(1977). Ανακάλυψε 4 θαμμένους ταφικούς θαλάμους, ανέγγιχτους από τους τυμβωρύχους. 3 ακόμα βρέθηκαν την δεκαετία του 1980. Οι ανασκαφές συνεχίστηκε και το 1980-90. Ο Ανδρόνικος, υποστήριξε ότι οι θάλαμοι ήταν οι τόποι ταφής Μακεδόνων Βασιλέων(και του Φιλίππου Β’, πατέρα του Μ. Αλέξανδρου, μιας εκ των συζύγων του και του γιου του Μ. Αλεξάνδρου, Αλεξάνδρου Δ’). Η άποψή του αρχικά ενθουσίασε όλο τον κόσμο. Όμως, επιστημονικές μελέτες που δημοσιεύθηκαν μετά, απορρίπτουν την πιθανότητα να πρόκειται για τον τάφο του Φιλίππου Β’, γιατί κάποια κτερίσματά τους χρονολογούνται 2 δεκαετίες μετά την δολοφονία και ταφή αυτού του βασιλιά(336 π.Χ.). Οι περισσότεροι αρχαιολόγοι σήμερα έχουν απορρίψει την πιθανότητα αυτή. Υποστηρίζουν ότι ο τάφος είναι του Φιλίππου Γ’, ετεροθαλούς αδερφού του Μ. Αλεξάνδρου και γιου του Φιλίππου Β’. Αν ο τάφος ανήκει στον Φίλιππο Γ’, τα όπλα και η πανοπλία σ’ αυτόν είναι του Μ. Αλεξάνδρου, καθώς ο Φίλιππος Γ’ γύρισε τα όπλα του στρατηλάτη στην Μακεδονία, όταν πέθανε. Άλλη ομάδα επιστημόνων, αμφιβάλλει ότι οι τάφοι είναι βασιλικοί. Πιθανόν, κατά αυτήν, ανήκουν σε Μακεδόνες αξιωματούχους, που πλούτισαν από την εκστρατεία του Μ. Αλεξάνδρου στην Ασία. Μετά την επιστροφή των Μακεδόνων από την εκστρατεία αυτή, στην Μακεδονία εισέρρευσε μεγάλος πλούτος από τα λάφυρά τους. Κοινοί θνητοί είχαν αμύθητους θησαυρούς και η αξία του χρυσού-τόσο μεγάλη ποσότητα υπήρχε- μειώθηκε. Η χρυσή λάρνακα, που ο Ανδρόνικος ταυτοποίησε τα απομεινάρια του σώματος του Φιλίππου Β’, φέρει στο πάνω μέρος της τον Ήλιο ή Αστέρι της Βεργίνας, ο οποίος, μετά από την εύρεσή του έγινε το σύμβολο της Μακεδονίας. Τον υιοθέτησαν παράνομα οι κυβερνήτες των Σκοπίων, με την ίδρυση αυτού του κράτους(1992). Η ελληνική κυβέρνηση, με το επιχείρημα ότι το σύμβολο βρέθηκε σε μνημείο εντός της ελληνικής επικράτειας υποχρέωσε τα Σκόπια να αφαιρέσουν τον Ήλιο από την σημαία τους(μια από τις πλευρές της έξαρσης από τις αρχές του 1990 του Μακεδονικού Ζητήματος). Άλλα πολύτιμα έργα τέχνης από τους τάφους: προσωπικά αντικείμενα των νεκρών, η λάρνακα με τα αποτεφρωμένα απομεινάρια του Φιλίππου Β’ και το χρυσό στεφάνι δρυός. Αυτά βρίσκονται(από το 1997) στο Μουσείο του αρχαιολογικού χώρου, μέσα στον λοφίσκο. Ιδιαίτερα σημαντική, παρά την κακή της διατήρηση, είναι η τοιχογραφία στην μετόπη του τάφου, υποτίθεται του Φιλίππου Γ’. είναι ζωγραφική παράσταση ομαδικού κυνηγιού, ίσως η αγαπημένη ασχολία του νεκρού. Ο αρχαιολογικός χώρος των Αιγών είναι(1996) Μνημείο Παγκόσμιας Κληρονομιάς της UNESCO. ΑΙΓΑΙ(ΑΙΓΕΣ) Δ, ΝΔ της πεδιάδας της Θεσσαλονίκης, στις Β παρυφές των Πιερίων, Α του Αλιάκμονα, βρίσκονται η Βεργίνα και τα Παλατίτσια, 2 γειτονικά χωριά που ορίζουν το χώρο της πόλης των Αιγών, μακεδονικής πρωτεύουσας ως τις αρχές του 4ου αι. π.Χ. και βασιλικής νεκρόπολης. Οι ανασκαφές(από το 1861 από τον Γάλλο αρχαιολόγο L. Heuzey και από το 1938 έως σήμερα από το Πανεπιστήμιο της Θεσσαλονίκης και την Αρχαιολογική Υπηρεσία έχουν φέρει στο φως τα μνημειώδη ανάκτορα, τμήμα της αρχαίας πόλης και της οχύρωσής της με το θέατρο και τα ιερά αφιερώματα στην Εύκλεια και τη Μητέρα των Θεών, καθώς και πολυάριθμους μακεδονικούς τάφους ανάμεσα στους οποίους ξεχωρίζουν αυτοί της Μεγάλης Τούμπας. Β της αρχαίας πόλης έχουν ανασκαφεί τμήματα του Προϊστορικού νεκροταφείου και ταφές που χρονολογούνται ως τους πρώιμους κλασικούς χρόνους. ΑΣΤΕΡΙ Ή ΗΛΙΟΣ ΤΗΣ ΒΕΡΓΙΝΑΣ Βρέθηκε(1977) σε χρυσή λάρνακα σε βασιλικό τάφο που αποδίδεται στη Μακεδονική βασιλικής δυναστείας του Φιλίππου Β' και του Μ. Αλεξάνδρου. Στην Λάρνακα της Ολυμπιάδος υπάρχει παραλλαγή του Ήλιου της Βεργίνας με 12 ακτίνες.
Γιατί είναι ΜΟΝΟ ελληνικό. Ένα σύμβολο που χρησιμοποιήθηκε ευρέως από τους Αρχαίους Έλληνες. Αν και ο Ήλιος της Βεργίνας είναι σύμβολο Πανελλήνιο, έγινε διάσημος λόγω των Μακεδόνων, οι οποίοι το χρησιμοποιούν ως σύμβολο της δυναστείας των Αργεαδών Μακεδονίας. Ο Ήλιος με τις 16 ακτίνες αντιπροσωπεύει τα εξής: Οι 4 ακτίνες αντιπροσωπεύουν τα 4 στοιχεία της φύσης, ΓΗ - ΘΑΛΑΣΣΑ - ΦΩΤΙΑ - ΑΕΡΑΣ και οι υπόλοιπες 12 ακτίνες αντιπροσωπεύουν τους 12 Θεούς του Ολύμπου. Ο Ήλιος της Βεργίνας, κατά κυριότητα συμβολίζει κάτι παρθένο. Γι' αυτό και συνήθως σχετιζόταν με την Αθηνά Παρθένο. Σε αρκετές άλλες περιπτώσεις, ταυτίζεται και με τον Απόλλωνα(βλ. φωτοφόρος Απόλλων και Άγαλμα της Ελευθερίας). Ο Ήλιος της Βεργίνας αποτέλεσε ένα κοινό σύμβολο και το βρίσκουμε σε κέρματα, αγγεία, τοιχογραφίες και αγάλματα, πολύ πριν το Μακεδονικό βασίλειο και την δυναστεία των Αργεάδων. Δεκαεξάστεροι και οχτάστεροι Ήλιοι παρουσιάζονται συχνά σε μακεδονικά και ελληνιστικά νομίσματα και ασπίδες της περιόδου αυτής. Επίσης υπάρχει και αριθμός απεικονίσεων Αθηναίων Οπλιτών να φέρουν ενα πανομοιότυπο δεκαεξάκτινο σύμβολο στη πανοπλία τους, από τον 6ο π.Χ. αι. και σε νομίσματα, από τη νησιωτική μέχρι την ηπειρωτική Ελλάδα(π.χ. Κέρκυρα, 5ος π.Χ. αι., Λοκρίδα, 4ο π.Χ. αι.). Μετά την ένωση των Ελλήνων υπό την αρχηγεία του Μ. Αλεξάνδρου, ο Ήλιος της Βεργίνας αποτέλεσε το κύριο σύμβολο της ελληνικής εθνογέννεσης. Το σύμβολο αυτό, αποτέλεσε ένα από τα αρχαία σύμβολα της Ελλάδος, πολύ πριν την άνοδο του Ελληνικού βασιλείου της Μακεδονίας. Δεκάδες νομίσματα, αγγεία κ.ά. που φέρουν το σύμβολο, βρέθηκαν σε πάρα πολλά μέρη της Ελλάδας, εκτός της Μακεδονίας. υπάρχει και αριθμός απεικονίσεων Αθηναίων οπλιτών να φέρουν πανομοιότυπο δεκαεξάκτινο σύμβολο στη πανοπλία τους(6ος αι. π.Χ.). Πριν το 1977 εθεωρείτο απλά κοσμητικό στοιχείο. Μετά την ανακάλυψη του Ανδρόνικου άρχισε να συσχετίζεται με τους Αρχαίους Μακεδόνες, παρόλη τη προηγούμενη διακοσμητική του χρήση στην ελληνική τέχνη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου