ΤΟ ΛΑΒΑΡΟ ΤΗΣ ΕΠΑΝΑΣΤΑΣΗΣ ΚΑΙ Ο ΣΚΑΪ(επέτειος γέννησης Παλαιών Πατρών Γερμανού, 25/03/1771)
Παλαιών Πατρών Γερμανός(1771-1826). Μητροπολίτης Πατρών και ένας από τους πρωτεργάτες της Ελληνικής Επανάστασης, με έντονη διπλωματική και πολιτική δράση. Γεννήθηκε στην Δημητσάνα. Γιος του αργυροχρυσοχόου Ιωάννη Κόζη και της Κανέλας Κούζη. Το κοσμικό του όνομα ήταν Γεώργιος. Φοίτησε στην φημισμένη σχολή της Δημητσάνας, στο Άργος και μετά στην Σχολή της Σμύρνης. Χειροτονήθηκε διάκος από τον Μητροπολίτη Άργους και Ναυπλίου Ιάκωβο και στην συνέχεια υπηρέτησε στην Σμύρνη, όπου μητροπολίτης ήταν ο θείος του Γρηγόριος(μτγν. Πατριάρχης Γρηγόριος Ε’). Ακολούθησε αυτόν στην Κων/λη και στην εξορία του στο Άγιον Όρος, γενόμενος αρχιδιάκονος του Μητροπολίτη Κυζίκου Ιωακείμ. Την εποχή εκείνη διευθέτησε διαφορές ανάμεσα σε μοναστήρια της Πελοποννήσου, κερδίζοντας την εμπιστοσύνη του ανώτερου κλήρου, τόσο που επί μια επταετία διεκπεραίωνε όλες τις υποθέσεις των απόντων από την Κων/λη ιεραρχών. Επί πατριαρχίας Γρηγορίου Ε’, χειροτονήθηκε επίσκοπος(αρχές 1806) και εκλέχθηκε Μητροπολίτης Παλαιών Πατρών. Ανέλαβε καθήκοντα αρχές Μαΐου, με ιδιαίτερη εντολή να καθησυχάσει τα πνεύματα, μετά τους αφορισμούς των κλεφτών από τον Πατριάρχη, που είχαν δυναμιτίσει το κλίμα στην Πελοπόννησο. Ο νέος μητροπολίτης ήταν εξαίρετος διπλωμάτης και κατάφερε να κερδίσει την εμπιστοσύνη και των ραγιάδων και των Τούρκων του Μοριά. Ως δικαστής, επέλυσε διαφορές ανάμεσα σε χριστιανούς και μουσουλμάνων προυχόντων ή και μεταξύ Ελλήνων. Υπήρξε μέλος της Πατριαρχικής Συνόδου της Κων/λεως(1815-7). Το 1818, μυήθηκε στην Φιλική Εταιρεία, από τον Φιλικό Αντώνιο Πελοπίδα. Από εκείνη την χρονιά ως το τέλος του, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός έμεινε στην Πελοπόννησο. Η επαναστατική του δράση άρχισε από το 1819. Άρχισε επαφές με τους Φιλικούς των Πατρών, Ι. Βλασόπουλο, πρόξενο της Ρωσίας στην Πάτρα και Ι. Παπαρρηγόπουλο, α’ γραμματέα, διερμηνέα του ρωσικού προξενείου της ίδιας πόλης, δρώντας στην σκιά του πανίσχυρου-και για την Πύλη- Αλή Πασά των Ιωαννίνων(1820). Αρχές 1821, υπέβαλε στην Φιλική Εταιρεία τους «Στοχασμούς των Πελοποννησίων» με σαφείς οδηγίες. Σε απάντησή του, ο Αλ. Υψηλάντης, αρχηγός του Αγώνα, τον διόρισε μέλος της Παμπελοποννησιακής Εταιρείας. Κατόπιν αυτού, αλλά και της δολοφονίας του Φιλικού Κ. Καμαρηνού, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός ξεκίνησε προετοιμασίες για τον Αγώνα, που απέδιδε σε προσωπική σπουδή του Υψηλάντη. Στην μυστική συνέλευση της Βοστίτσας(20-30/01/1821) διατύπωσε επιφυλάξεις για την δυνατότητα έναρξης του Αγώνα, αμφισβητώντας τον Παπαφλέσσα, με αποτέλεσμα να συγκρουστούν. Από τα απομνημονεύματά του προκύπτει ότι ήταν διστακτικός, ζητώντας την επαλήθευση των φημών για τις πραγματικές προθέσεις της Ρωσίας κ.ά. Μ. Δυνάμεων της Ευρώπης. Ο παραμερισμός του από τον Παπαφλέσσα εκείνη την εποχή φαίνεται, εκ των υστέρων, ορθή. Όταν άρχισε να καταλαβαίνει ότι οι Τούρκοι υποψιάζονται ότι ετοιμάζεται Επανάσταση, ειδικά όταν ο Καϊμακάρης της Τριπολιτσάς Μεχμέτ Σαλίχ, κάλεσε(μέσα Φεβρουαρίου) όλους τους προύχοντες και αρχιερείς σε σύσκεψη για δήθεν σημαντικά ζητήματα(στην πραγματικότητα για να τους πιάσει ομήρους και να τους αιχμαλωτίσει), 1ος συνέστησε να μην εμφανιστούν, γιατί έβλεπε ότι πλησίαζε η ώρα του Αγώνα, επινοώντας μια πλαστή επιστολή. Όσοι προύχοντες πήγαν, αιχμαλωτίστηκαν στην Αγία Λαύρα. Εκεί στις 13/03/1821, ημέρα Κυριακή, μετά από κατανυκτική λειτουργία, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός, απέσπασε το πέτασμα της Ωραίας Πύλης του παλαιού ναΐσκου(αργότερα καταστράφηκε), το οποίο και ύψωσε ως Λάβαρο της Επανάστασης. Στις 14/03, ο παλαιός κλέφτης Ν. Χριστοδούλου ή Σολιώτης, παρακινημένος από τον Παπαφλέσσα(για να σταματήσει η αναβλητικότητα των Αχαιών κοτζαμπάσηδων), ρίχνει τον 1ο πυροβολισμό σε καρτέρι στην θέση Πόρτες παρά την Κλουκίνα, χωριό Αγρίδι, σκοτώνοντας 3 φοροεισπράκτορες από την Τρίπολη. Ακολούθησαν και άλλες συγκρούσεις γύρω από τα Καλάβρυτα. Τα γεγονότα μαθεύτηκαν σε Τριπολιτσά και Πάτρα και ο αναβρασμός γενικεύθηκε. Το β’ δεκαήμερο του Μαρτίου, ενώ ο Γερμανός ήταν στα Νεζερά, λαμβάνει επιστολή από τον Ν. Λόντο, να επιστρέψει στην Πάτρα, γιατί «κινδύνευε όλη η πόλη» από τους Τούρκους. Εκεί, ευλόγησε(22 ή 23/03/1821) όλους τους αγωνιστές και τα όπλα τους, στην πλατεία του Αγ. Γεωργίου. Την ίδια μέρα καταλήφθηκε η Καλαμάτα από τους Μανιάτες. Κατά τον ξεσηκωμό της Πάτρας(22/03/1821), σύμφωνα με τον ανθέλληνα Βρετανό πρέσβη στην Πάτρα Phillip Green, ο οποίος υποδαύλιζε συνέχεια τις τουρκικές ανησυχίες και υπερασπιζόταν την κυριαρχία τους, ο Γερμανός είχε αποσυρθεί λίγο έξω από τα Καλάβρυτα, στην Ι. Μ. Μεγάλου Σπηλαίου, για να αποφύγει την παράδοσή του στην Τριπολιτσά. Στις 24/03, οι εχθροπραξίες στην Πάτρα ήταν σε πλήρη εξέλιξη. Ο Γερμανός, ως αρχηγός της εξέγερσης στην Αχαΐα, αναμενόταν στην πόλη. Φθάνοντας εκεί(25 ή 26/03) και συνεχιζόμενης της πολιορκίας του κάστρου, όπου ήταν έγκλειστοι οι Τούρκοι, κήρυξε την Επανάσταση και είχε συνάντηση με τους ξένους προξένους, Green Βρετανίας και Pouqueville Γαλλίας-αιχμάλωτος των Τούρκων για ένα διάστημα-), όπου, ως πρόεδρος του Αχαϊκού Διευθυντηρίου, απέδωσε στους Ευρωπαίους μανιφέστο(23/03/1821). Σ’ αυτό τόνιζε: «αποφασίσαμεν σταθερώς ή ν΄ αποθάνωμεν όλοι, ή να ελευθερωθόμεν» καλούσε τους προξένους ώστε οι χώρες τους «να παρέχουν την εύνοια και την προστασία τους». Η μαρτυρία του Βρετανού προξένου έχει ιδιαίτερη σημασία, γιατί επιβεβαιώνει όλα τα γεγονότα που αναφέρει ο Pouqueville στη γνωστή ιστορία του της Ελληνικής επανάστασης, παρόλο ότι τηρούσε, ως γνωστό, καθαρά φιλοτουρκική στάση. Οι Τούρκοι, μέσω των προξένων, ζήτησαν από τους Έλληνες παράδοση των όπλων, προχωρώντας στην πυρπόληση της οικίας Ιω. Παπαδιαμαντόπουλου, με συνέπεια να γενικευτεί η σύρραξη και να αρχίσει από το κάστρο ο κανονιοβολισμός της πόλης. Το κάστρο της Πάτρας βρισκόταν, ως τις αρχές Μαΐου, υπό αποκλεισμό, μέχρι που έφθασε, με προτροπή του προξένου Green ο Γιουσούφ Σέρεζλης από τα Ιωάννινα και, λίγο μετά, ο Μουσταφάμπεης με ισχυρή δύναμη. Αυτός κατέστρεψε την πόλη και έλυσε την πολιορκία, πυρπόλησε την Βοστίτσα (σημ. Αίγιο) και πήγε προς την Τριπολιτσά. Ακόμα και τότε, ο Γερμανός αρνήθηκε στον Κολοκοτρώνη την αρχηγία, φοβούμενος γενικά τους απείθαρχους στρατιώτες. Με αποτέλεσμα να μην εισακούεται, παρόλο που διατήρησε μεγάλη επιβολή στην Αχαΐα. Το καλοκαίρι, όταν(19/06) ο πληρεξούσιος του Γενικού Επιτρόπου Δ. Υψηλάντης, αποβιβάστηκε στο Άστρος και κατευθύνθηκε στο στρατόπεδο που πολιορκούσε την Τριπολιτσά, όπου τον δέχθηκαν με ενθουσιασμό, άρχισαν αμέσως οι προστριβές και έριδες των προεστών της Πελοποννησιακής Γερουσίας. Μάταια ο Δ. Υψηλάντης, προσπαθούσε να φέρει την ομόνοια, ζητώντας την αρχηγία με σύμπραξη Βουλής εμμέσως εκλεγμένης από τις επαρχίες. Η Γερουσία όμως δεν ήθελε να χάσει τα δικαιώματά της. Γι’ αυτό αποχώρησε ο Υψηλάντης από το στρατόπεδο. Τότε, κλήθηκε ο Γερμανός να μεσολαβήσει για την επίλυση της διαφοράς, αλλά δεν κατάφερε, μέχρι η Γερουσία ν’ αποδεχθεί τους όρους του Υψηλάντη, αλλά με δημιουργία τριανδρίας, γεγονός που προκάλεσε νέα διένεξη. Ο Γερμανός συμμετείχε στην Α’ Εθνοσυνέλευση της Επιδαύρου(Δεκέμβριος 1821). Το 1822, ανεπιτυχώς, προσπάθησε να συνδιαλλέξει τους Δελιγιανναίους προς τον Πλαπούτα σε μια στρατιωτική έριδα. Στην οικονομική απελπισία(1822), ορίστηκε, με απόφαση της Εθνοσυνέλευσης, μαζί με τον Γ. Μαυρομιχάλη να ταξιδέψει(Οκτώβριος 1822) στην Ιταλία, για να συναντήσει τον Πάπα, για υλική και ηθική βοήθεια, χωρίς επιτυχία όμως. Περιφερόμενος 2 χρόνια στην Ιταλία και, μετά από αποτυχίες συζητήσεων με ηγεμόνες της Βερόνα, και με τον μητροπολίτη Ιγνάτιο(εξόριστος στην Πίζα), προσπάθησε να έρθει σε επαφή με τον Λόρδο Stanhope και τον τραπεζίτη Μπλαγιάρ(Βλακέρος στα λόγια) για σύναψη εθνικού δανείου. Παρά την αποτυχία της αποστολής του, ενημέρωσε τουλάχιστον και προέτρεψε τους Ευρωπαίους Φιλέλληνες να βοηθήσουν την Επανάσταση. Ο Γερμανός, επέστρεψε απογοητευμένος στην Ελλάδα(Ιούνιος 1824) και εγκαταστάθηκε στην Γαστούνη, καθότι δεν μπορούσε να πάει στην έδρα του. Ήταν η εποχή του Α’ Εμφυλίου. Αρχικά, προσπάθησε να συμφιλιώσει τους «αντιπάλους», αλλά, λόγω μάλλον καταγωγής, υπερασπίστηκε εντονότερα τους Αχαιούς προκρίτους, καταφέρνοντας, αντί να φέρει ομόνοια, να πέσει σε δυσμένεια πολλών οπλαρχηγών(κυρίως του Γ. Γκούρα). Ενώ ο Γερμανός είχε αποσυρθεί στην Μονή Χρυσοποδαράτισσας, ο Γκούρας τον συνέλαβε (χειμώνας 1825) και τον έφερε, πεζή, στην Γαστούνη. Εκεί, λέγεται ότι τον κακομεταχειρίστηκε ο ιατρός Ν. Σοφιανόπουλος, φύλακάς του. Όταν ο γιατρός πέθανε από γαστρεντερίτιδα, ο Γκούρας, που πίστευε σε δεισιδαιμονίες, φοβήθηκε τον Γερμανό, ο οποίος, εξαντλημένος, γύρισε στο Ναύπλιο, όπου έμεινε μέχρι που ανάρρωσε. Ήταν μέλος της Γ’ Εθνοσυνέλευσης της Επιδαύρου(1826) και ανέλαβε την διεύθυνσή της(μέλος της επί των Εσωτερικών Επιτροπής), ανακτώντας το κύρος του στους Επαναστάτες. Λίγο μετά, προσβλήθηκε από εξανθηματικό τύφο(ενδημική τότε στο Ναύπλιο νόσος) και πέθανε (30/05/1826). Κηδεύθηκε με όλες τις τιμές στο Ναύπλιο και, αργότερα, τα οστά του μεταφέρθηκαν στην Δημητσάνα. Προς τιμήν, στήθηκε στα Ψηλά Αλώνια στην Πάτρα, ανδριάντας. Τα τελευταία χρόνια της ζωής του, ο Γερμανός έγραψε τα απομνημονεύματά του(γεγονότα Επανάστασης ως το τέλος του 1822). Είναι πικρόχολα και ημιτελή. Δημοσιεύθηκαν επί Όθωνα(αργά για ευνόητους λόγους δηλ.), το 1837. Δεν αναφέρεται σ’ αυτά ΤΙΠΟΤΑ για την λειτουργία στην Αγία Λαύρα. Η ευλογία του Λαβάρου, προκύπτει από το ότι το μοναστήρι συγκέντρωνε κληρικούς, προεστούς και οπλαρχηγούς επί Γερμανού και στην Επανάσταση και ότι ήταν σημαντικό θρησκευτικό κέντρο της Αχαΐας, καθώς και από γραπτές και προφορικές πηγές. Ο πρόξενος Pouqueville αναφέρει αναλυτικά τις λειτουργίες του Γερμανού. Μια από αυτές είναι η επίμαχη, αλλά δεν υπάρχει η ακριβής ημερομηνία. Μια άλλη έγινε 25/03, πριν την δύση του ήλιου, στην Πάτρα. Ιστορικοί αμφισβητούν την λειτουργία στην Αγ. Λαύρα. Από τα απομνημονεύματα του Γερμανού προκύπτει ότι δεν υπήρχε απόφαση για τοπική εξέγερση λίγες μέρες πριν την 25η Μαρτίου. Η επανάσταση, όμως, άρχισε στην Πάτρα κ.α. από ένοπλες ομάδες και οι Τούρκοι των Πατρών οχυρώθηκαν στο κάστρο της πόλης από την 21/03. Μετά από αυτό, και με δεδομένο ότι η 25η Μαρτίου είχε κηρυχθεί πολύ νωρίτερα ως μέρα έναρξης της Επανάστασης, προκύπτει ότι ο Γερμανός έκανε τελετουργική πράξη(έγινε και σε άλλες περιοχές της Ελλάδας). Την ίδια μέρα, λέγεται, ότι κήρυξε την Επανάσταση και στην Πάτρα και ευλόγησε τους οπλαρχηγούς στην πλατεία Αγ. Γεωργίου. Η πανηγυρική έναρξη της Επανάστασης, βασίζεται σε μαρτυρίες αγωνιστών του 1821. Έγινε και στις 17/03 δοξολογία στην Αγ. Λαύρα, όπου όρκισε κάποιους κοτζαμπάσηδες του Μοριά, που βρίσκονταν εκεί για τον εορτασμό του Αγ. Αλεξίου, πολιούχου Καλαβρύτων. Οι συγκεντρωμένοι από εκεί έφυγαν έχοντας γνώση της έναρξης της Επανάστασης(και ξένοι το ήξεραν). Τεκμήριο αποτελεί και επαναστατική διακήρυξη του Γερμανού στις 08/03/1821, που δημοσιεύθηκε σε γαλλική εφημερίδα στις 06/03/1821(παλαιό ημερολόγιο, δηλ. 25/03/1821 με το νέο). Έχει ημερομηνία 08/03, δηλ. 21/03 με το νέο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου