ΓΙΑΝΝΗΣ ΣΚΑΡΙΜΠΑΣ ΤΟ’ 21 ΚΑΙ Η ΑΛΗΘΕΙΑ(δεν μας είπαν ΠΟΤΕ στο σχολείο γι’ αυτό, για μια πιο σφαιρική άποψη, ίσως και εναλλακτική)
Γιάννης Σκαρίμπας(1893-1984). Πάντα πήγαινε κόντρα στα ήθη και το κατεστημένο αυτός ο λογοτέχνης, κριτικός, θεατρικός συγγραφέας, ποιητής και πεζογράφος.[…] «Το 1821 και η αλήθεια […] αναφέρεται, μεταξύ άλλων, στο Βυζάντιο, τους Φαναριώτες και την κοινωνική θέση που κατείχαν στη διάρκεια των τελευταίων αιώνων της Οθωμανικής κυριαρχίας. Ο Σκαρίμπας δεν είναι ιστορικός, παραπέμεπει, ωστόσο, σε αρκετές πηγές, και φαίνεται αρκετά ενημερωμένος.[…] Ότι το Βυζάντιο ανάπτυξε έναν πολιτισμόν ιδιότυπο, καμμιά αμφιβολία. Ότι εξέπεμψε και μιαν ακτινοβολίαν ελληνίζουσαν – επίσης. Ότι όμως με την άλωση του Βυζάντιου άρχισε και η αγωνία του έθνους – είναι ανιστόρητο και ύποπτο. Δεν είναι διόλου υποχρεωτικό να’ μαστε και μεις Βυζαντινοί, επειδής το Βυζάντιο ανάπτυξε έναν πολιτισμόν ιδιότυπο, επειδής εξέπεμψε και μιαν ακτινοβολίαν ελληνίζουσαν και επειδής περί τούτων καμμιά αμφιβολία!… Θάταν το ίδιο, σα να, για να κατεβούν τα εισιτήρια, πιω αντίς β α ρ ύ ν τον καφέ μου – «μ ε ο λ ί γ η ν»! «…Οι ιστορικοί όλων των λογιών(κραυγάζει κι ο Θάνος Φιλικός, στο ίδιο μέρος όπου παραπάνω τον μνημονέψαμε) και οι παραμυθάδες είπανε και γράψανε πολλά. Εγώ, και συμπαθάτε με γι’ αυτό, δεν πιστεύω στο Βυζάντιο*, δεν πιστεύω στους λογάδες του Φαναριού». Ωστόσο, θα πω κι εγώ, δεν ήσαν όλοι παραμυθάδες, αλλά οι περισσότεροι ήσαν ανύποπτοι και αδιάβαστοι… Οι Βυζαντινοί αυτοκράτορες ήσαν Ρωμαίοι με τη νοοτροπία των Καισάρων… «Όταν η πραγματικότης κατεστράφη (=η Ρωμαϊκή κοσμοκρατορία) η παράδοσις είχεν ελευθερίαν εξαπλώσεως. Από της εποχής του Μ. Αλεξάνδρου, την ανθρωπότητα δεν άφηνε ήσυχον η ιδέα ότι η πολιτική ενότης του ανθρωπίνου γένους, ήτο δυνατή»(Ουέλλς, «Παγκόσμιος Ιστορία», τ. Α’, σελ. 688). Το δε γεγονός ότι η ελληνική γλώσσα μιλιόταν από δεκάδες λαούς δεν πάει να πει ότι οι λαοί αυτοί ήσαν λαοί ελληνικοί** Δείχνει μόνο ότι η λατινική δεν ήταν άξια να την ανταγωνιστεί σε πλούτο, σε συνείδηση και σε πνεύμα. Έτσι, σιγά – σιγά έπαψε να μιλιέται κι απ’ τους ίδιους, τους Λατίνους του Βυζάντιου. Η Βυζαντινή Αυτοκρατορία δεν είχε τίποτα το περισσότερο ελληνικό από όσο ο Ρωμαϊκός πολιτισμός, αυτός το είχε ως πνεύμα. Και στάθηκε Ρωμαϊκό κράτος(«Νέα Ρώμη») μέχρι τέλους του, με μόνο τη λαλιά του ελληνική, και τούτο μόνον εξ ανάγκης. ** «Η ελληνική γλώσσα επεκράτησε όχι μόνον ως γλώσσα της σκέψεως, αλλά και των πολιτικών σχέσεων μεταξύ των λαών και των συναλλαγών και της κοινωνικής ζωής»(Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Επίτομος Ιστορία του Ελλ. Έθνους», Αθήναι 1955, σελ. 176). Η γραφή του, τα εμβλήματά του, η κουλτούρα του, έμειναν Λατινικά πέρα έως πέρα. Λοιπόν, με μόνο τη λαλιά. Μα το ράσο δεν κάνει τον παπά, για δε, ποια ήταν η ανάγκη – παρακάτω. Εδώ, ας δώσω τον νοητό κάπως περίγυρο, κέντρο του οποίου έγινε άξαφνα το 330 μ.Χ. η «Νέα Ρώμη»: Για λόγους που δεν μπορεί να εκτεθούν σ’ ένα ταχύ μελέτημα(αθηναϊκή επίδραση, Μ. Αλέξανδρος, ελληνιστική περίοδο, Αλεξάντρεια κ.ά.), η ελληνική γλώσσα τότε μιλιούτανε, καθόλη την εξάπλωση του χώρου: Από τη Σικελία έως τα Μικρασιατικά παράλια και από την Αλεξάντρεια έως τη Ροδόπη και τον Εύξεινο Πόντο. Χωρίς αυτήν ήταν αδύνατη η μεταξύ λαών αλληλοσυνεννοησία – και με το Κέντρο( = το νέο αφεντικό τους, το Βυζάντιο). Ήταν, να πούμε, η Αγγλική των καιρών… Μες σ’ αυτόν τον ελληνόγλωσσο ωκεανό, ήταν αδύνατο να επιβιώσει το Βυζάντιο, αν δεν έκανε την ελληνική γλώσσα – κι αυτό – λαλιά του. Οι όξω από τον ελλαδικό χώρο ξένοι λαοί (εκτός των κατ’ ιδίαν τους γλωσσών = των εθνικών τους) αυτήν τη γλώσσα την ελληνική αναμετάξυ τους μιλάγαν. «…Άλλοι λαοί διατηρήσαντες την συνείδησιν της ιδίας εθνικότητος, εστερνίσθησαν εν τούτοις την ελληνικήν γλώσσαν…»(Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Επίτομος», σελ. 176). Μες στων αιώνων την παρέλευση, τους έγινε και συνείδηση στο τέλος. Έτσι, γλωσσικά αφομοιωμένοι, ήσαν «Πανέλληνες», αλλά με την πιο ιδανική αξία του όρου. Και ήταν τούτο ευτύχημα – άντεξαν να μην εκσλαβισθούν από τους Ρώσους, που γύρω στα 700 κατάκλυσαν κυριολεκτικά όλον τον Αίμο. Εξ εναντίας, αφομοιώθηκαν αυτοί… Η δε, μετά την άλωση, απομείνασα (λογιωτατίζουσα) Βυζαντινή αριστοκρατία, εκτός από τη γλώσσα, δεν είχε τίποτα το ελληνικό – υπό την εθνικιστική τουλάχιστον έννοια. Αυτός ο «ορθοδοξώτατος» Ακαδημαϊκός κ. Βενέζης, να τι(σε μιαν επιφυλλίδα του) λέει για την ελληνικότητα της (πρώην, και συνέχεια υπό τους Τούρκους) ιθύνουσας εκείνης τάξης: «Διαβάζω μια πτυχή της ιστορίας του Αιγαίου στο βιβλίο που μας έστειλε ο κ. Βασ. Βλ. Σφυρόερας «Οι Δραγομάνοι του Στόλου»: Μεγάλη δύναμη οι δραγομάνοι, στον καιρό που ο αρχιναύαρχος, της αυτοκρατορίας, ο Καπουδάν πασάς, είχε στη δικαιοδοσία του τα νησιά του Αιγαίου, θα έλεγες ότι ήταν ένας θεσμός για το καλό του Έλληνα νησιώτη, του Χριστιανού. Βγαίνει απ’ τη μελέτη πως δεν ήταν έτσι ή, τουλάχιστον, δεν ήταν πάντα έτσι. Και με τους χριστιανούς δραγομάνους είχαν να τραβήξουν πάμπολλα οι νησιώτες μας. Καθώς είναι γνωστό, το αξίωμα του Δραγομάνου του Στόλου το διεκδικούσαν πάντα οι Φαναριώτες – οι μεγάλες οικογένειες του Φαναριού. Ήταν το πρώτο σκαλί που έπρεπε ν’ ανεβούνε για να φτάσουν στο αξίωμα του Μεγάλου Διερμηνέα, κι ύστερα του ηγεμόνος της Μολδοβλαχίας. Και είχε ο δραγομάνος του στόλου, λάμψη και δύναμη σπουδαία: τεράστια εισοδήματα, από το ειδικό χαράτσι που του πλήρωναν οι νησιώτες και εξουσία απάνω στους πληθυσμούς. Με το να αντικαθιστούν πολλές φορές οι δραγομάνοι τον Καπουδάν πασά στις σχέσεις του με τους νησιώτες γίνονταν οι πραγματικοί κυβερνήτες τους. Αποτέλεσμα: φαγώνονταν αναμεταξύ τους οι φαναριώτικες οικογένειες ποια να πρωτοπάρη το αξίωμα – εξαγοράζοντας πασάδες και βεζύρηδες με μεγάλα ποσά, που ύστερα, για να τα ξαναφέρουν στο πουγγί τους, τα αξιώνανε και τα παίρνανε από τους νησιώτες». Κάκιστη υπόθεση στάθηκε για την ελληνική Ιστορία η φαναριώτικη περίπτωση. Αν αφαιρέσει κανείς τούς μελό ιστορικούς εκείνης της εκατοντάχρονης «εθνικής – μας περιπέτειας»(φαναριώτικη περίοδος) όλοι οι άλλοι μπρος σ’ αυτήν την κατακόρυφη μες στ’ άπατα της ανθρώπινης αναξιοπρέπειας κι ευτέλειας βουτιά έμνεσκαν κατάπληχτοι: «Ως σ κ ώ λ η ξ εισδύων εις σώμα ζων και βιβρώσκων αυτό έως ου καταστρέψη τελείως τα κύρια αυτού όργανα, ούτω και οι Φαναριώται διά της δεσποτικής αυτών πιέσεως και των επί τούτω επιβληθέντων νόμων, διά της εισαγωγής διεφθαρμένων καλογήρων και επιτέλους της ιδίας αυτών διαφθοράς διέφθειραν και εξηυτέλισαν τον λαόν τούτον» (Μ. Φ. Ζαλλώνης, βλ. σημ. 5). Ο Ρουμάνος Ιστορικός Σενόπουλος αποκαλεί τους Φαναριώτες «συμμορία ληστών» και «τέρατα του Άδου, διαβόλους δέμας ανθρώπων αμφιεσμένους» Ο Δ. Θερειανός γράφει: «Χάριν του ηγεμονικού θρόνου αδελφοί διέβαλλον αδελφούς παρά τω μεγάλω βεζύρη, ο δ’ Ελληνισμός ήτο παρ” αυτούς απλούν ψιμμύθιον». Και ο Καισάριος Δαπόντες είπε: «Προτιμώ μάλλον να φυτέψω σκόρδα και να πελεκώ πρινάρια εν τη πατρίδι μου Σκοπέλω ή ν’ αφεντεύω της Βλαχίας». Ο «δόλος της Ιστορίας»(του Έγελου) δε θάκανε αυτούς τους «εφέντηδες» ν’ αφήσουν τα μακραίωνα «κατεστημένα» τους… για τα μαύρα μάτια του έθνους. Πολύ περισσότερο τώρα από πριν, είχαν βρει τον καιρό να τρίβουν χαρά γιομάτοι τα χέρια. Κωλοτουμπηδόν τους, ριχιόντουσαν στα υψηλότερα αξιώματα. Ελεύθεροι δε και από… προλήψεις ως ήσαν, αλλαξοπίστιζαν και θεληματικά… επ’ αγαθώ πατρίδος! Και αυτός ο Μωάμεθ ο Β’ είχεν εξαιρετικήν εμπιστοσύνην εις τους Έλληνας και μετεχειρίσθη διά τα ανώτερα αξιώματα αρκετούς από εκείνους που είχαν δεχθή να εξισλαμισθούν(Η υπογράμμιση δική μου). Ο Μαχμούτ πασάς, που είχε κατακτήσει εν ονόματι του Μωάμεθ την Σερβίαν, την Βοσνίαν και την Εύβοιαν, ήτο Ελλην εξισλαμισθείς εις νεαράν ηλικίαν… Ο Χας Μουράτ πασάς, μπεϊλέρμπεης της Ρούμελης… κατήγετο από τους Παλαιολόγους. Άλλος μέγας Βεζύρης επί Μωάμεθ, ο Ρουμ Μεχμέτ, ήτο Έλλην. Επί Βαγιαζήτ του Β’, ο Μεζί πασάς και ο Χότζα Μουσταφά πασάς είχαν γεννηθή Έλληνες. Κατά την βασιλείαν του Σουλεϊμάν του Μεγαλοπρεπούς, ο Ιμβραήμ πασάς και ο Σουλεϊμάν πασάς ήσαν Έλληνες. Ο Νασού πασάς ήτο υιός Έλληνος ιερέως. Δύο άλλοι μεγάλοι βεζύρηδες, ο Δαμάτ Χασάνπασάς και ο Τοπάλ Οσμάν, ήσαν Πελοποννήσιοι. Αναφέρονται επίσης και ο περίφημος Τζόρλιλε Αλή πασάς και εκ των ναυτικών ο Σαλή πασάς…»( Διον. Κόκκινος, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», εκδ. «Μέλισσα», Αθήναι 1956, τ. I, σελ. 39). Ας προσθέσω κι εγώ ότι κι ένας άλλος γιος ιερέα από τη Γεωργία, ο Μεμέτ Ρεσίτ πασάς, ο και Κιουταχής επιλεγόμενος, ο εκπολιορκητής του Μεσολογγίου (1826) και έξολοθρευτής των φιλελλήλων στη μάχη του Πέτα (1822), ήταν Έλληνας(Κάρολος Μένδελσων Βαρθόλδη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», σελ. 416). «…Οι μόνοι που ποτέ δεν υπετάγησαν ήσαν οι πολυθρύλητοι κλέφτες· και οι μόνοι που συνεμορφώθησαν οριστικώς προς την νέαν κατάστασιν των πραγμάτων υπήρξαν όσοι ηυτομόλησαν εις τας τάξεις της, αφού εξισλαμίσθησαν» (Κ. Παπαρρηγόπουλος, «Επίτομος Ιστορία του Ελληνικού Έθνους», σελ. 379). Απ’ αυτά τα παραπάνω, καταλαβαίνει κανείς τι είδους… πατριώτες ήσαν αυτοί που σκαρφατσάλωναν στα ανώτατα αξιώματα του κράτους και προπάντων γιατί αλλαξοπίστιζαν: «…Πλείστοι άλλοι χριστιανοί (λέει ο ίδιος ιστορικός παρακάτω, στη σελίδα 382) μετεπήδησαν με την θέλησίν των εις τας τάξεις του Μωαμεθανισμού προ πάντων διότι, όπως είδομεν προηγουμένως να μεταδίδη ένας από τους πρέσβεις της Ενετίας, η Οθωμανική κυβέρνησις έδιδε τα ανώτατα αξιώματα και επικερδέστατα κατά κανόνα εις ομοθρήσκους μεν μωαμεθανούς, αλλά χριστιανούς εκ γενετής». Τόσο δε «εδραίοι»… επί την πέτραν της χριστιανικής και εθνικής – αυτών – πίστεως ήσαν τούτ’ οι «εθνοπάτριδες», ώστε: «Κατά προτίμησιν εκ των Ελλήνων μεγάλων διερμηνέων της Υψηλής Πύλης εξελέγοντο και οι ηγεμόνες των παραδουναβίων ηγεμονιών, οι οποίοι από του ΙΖ’ τελευτώντος αιώνος, έπρεπε να πρεσβεύωσι το αυτό θρησκευτικόν δόγμα όπερ και οι λαοί των ηγεμονιών τούτων»( Εγκυκλοπαιδ. Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τ. Ε’, σελ. 306). Κατά ποια λοιπόν συνέπεια διαλεκτική(και συνεπώς εξηγήσιμη) και το Πατριαρχείο, που ο καταχτητής τού παρέδωσε μονοπωλιακά την ημικοσμική και θρησκευτική διοίκηση του έθνους (μια σχεδόν «υπηκοότητα»), θα απεμπόλαε την επί της γης χειροπιαστήν ετούτη βασιλεία του, για την των Ουρανών και την Πατρίδα; Ο Μωάμεθ ο Β’(και συνέχεια όλοι οι Σουλτάνοι): «…διετήρησε και επροστάτευσε τον μέγα σημαίνοντα ελληνικόν κλήρον, από του Πατριάρχου μέχρι του κανδηλανάπτου και του νεωκόρου»(Κ.Μένδελσων Βαρθόλδη, «Ιστορία της Ελληνικής Επαναστάσεως», σελ. 11). Πράγματι, ποτέ πριν στην Ιστορία τους, Πατριαρχείο και Πατριάρχες του, δεν είδαν τέτοιες αυτοκρατορικές στα χέρια τους εξουσίες. Μάλιστα, λίγοι Βασιλείς τέτοια είχαν απολαύσει Μεγαλεία. (Ότι, καμμιά φορά, οι Τούρκοι, τους κρεμάγαν, αυτό γράφετο λ ά θ ο ς!). Επί Βυζάντιου οι αυτοκράτορες τους είχαν διακοσμητικά του θρόνου τους παιχνίδια. Οι ίδιοι ήσαν δοσμένοι με τα ούλα τους στους στείρους δογματισμούς του filioque και… στο αλληλοξούρισμα – μετάξυ τους… Επί Τουρκιάς, ήσαν Αυθέντες Μεγαλότατοι, με «Αυλές» και ανατολίτικες τελετουργίες ίδιων Χαχάνων. «Πρωτέκδικοι» και «Τιτουλάριοι» τους περιτριγύριζαν, σαν τη «βασίλισσα – μέλισσα» οι κηφήνες, Αρχιδιάκονοι και Μεγάλοι Λογοθέτες. Και Αυθέντας τούς προσαγόρευαν οι «δούλοι» τους : «Αυθέντα μας και δέσποτα… θειότατε, θεοπρόβλητε, θεοχαρίτωτε, προνοητά ημών κλπ. δουλικώς πρυσκυνούμεν… ημείς οι πτωχοί δούλοι σου, οι ιερείς της Μητροπόλεως Αθηνών κλπ. και φιλούμεν τα ίχνη των τιμίων και αγίων ποδών σου…» κλπ. (Δ. Καμπούρογλου, «Ιστορία των Αθηνών», σελ. 161). «… Ο Οικουμενικός Πατριάρχης επείχεν απόλυτον εξουσίαν επί των εκκλησιαστικών μοναστηριών και του κλήρου, ηδύνατο να καθαιρή αρχιερείς και ιερείς, να χειροτονή αντ’ αυτών άλλους και να δικάζη αμέσως και εμμέσως τας μεταξύ χριστιανών διαφοράς. Τα εκκλησιαστικά κτήματα ανεγνωρίσθησαν αναφαίρετα και αφορολόγητα, η δε διαχείρισις τούτων αφέθη ελευθέρα εις τον Πατριάρχην και τους υπ’ αυτόν αρχιερείς και λοιπούς ιερωμένους. Πας δε χριστιανός υπεχρεώθη να διαθέτη ωρισμένσν μέρος της περιουσίας του υπέρ της Εκκλησίας… Και εδημιούργουν μεν οι Τούρκοι διά της αναγνωρίσεως ενός χριστιανού εθνάρχου, περιβεβλημένου διά τόσον πολλών δίκαιων και προνομίων, κράτος εν τω ιδίω αυτώ κράτει, αλλά τον εθνάρχην προσέβλεπον ως όργανον, το οποίον θα ηδύνατο να εξασφαλίση την δουλικήν υπακοήν των Ελλήνων και των λοιπών από του Οικουμενικού Πατριάρχου πνευματικώς εξαρτωμένων χριστιανών»(Εγκυκλοπαιδ. Λεξικόν Ελευθερουδάκη, τ. Ε’, σελ. 305). Το, να, από ένα τέτοιο «κατεστημένικο» παπαδαριό, περίμενε το ’21 εθνική έξαρση και χρέος, είναι σα να του ζήταε «νάφηνε το γάμο για να πάει για πουρνάρια…». Οι υποσημειώσεις είναι του Γιάννη Σκαρίμπα: *Ακόμα και «εθνικόφρονες» «πειραματιστές» και ιστοριοδίφες, όπως ο φίλος μου ο Ι.Μ. Χατζηφώτης, διερωτώνται με τίτλους τέτοιων μελετημάτων: «Ήτανε το Βυζάντιο Ελληνικό;». **Πολλοί των ιθαγενών λαών κατά την εποχήν αυτήν εξελληνίσθησαν.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου