Το τέλος της Αθηναϊκής Αυτοκρατορίας(μήνυμα στην Γερμανική)…
Μετά τη συντριβή του αθηναϊκού στόλου στους Αιγός Ποταμούς(405 π.Χ.), ο Λύσανδρος μετέφερε στη Λάμψακο τα πλοία και τους αιχμαλώτους όπου και τους εκτέλεσε όλους, εκτός από το στρατηγό Αδείμαντο. Εν τω μεταξύ η Πάραλος κατέπλεε στον Πειραιά για να αναγγείλει τα φοβερά νέα… Η «Πάραλος» έφερε νύχτα την είδηση της συμφοράς στην Αθήνα και θρήνος απλώθηκε από τον Πειραιά μέσα απ’ τα Μακρά Τείχη μέχρι την πόλη, καθώς το μήνυμα περνούσε από στόμα σε στόμα. Έτσι, κανένας δεν κοιμήθηκε εκείνη τη νύχτα, γιατί δεν έκλαιγαν μονάχα τους νεκρούς τους αλλά πιο πολύ τη δική τους μοίρα, πιστεύοντας ότι θα πάθαιναν αυτά που είχαν κάνει και οι ίδιοι στους Μηλίους, τους αποίκους των Λακεδαιμονίων, όταν τους κατέλαβαν ύστερα από πολιορκία, και στους Iστιαιείς, στους Σκιωναίους, στους Τορωναίους, στους Αιγινήτες και σε πολλούς άλλους Έλληνες. Την άλλη μέρα συγκάλεσαν συνέλευση κι εκεί αποφάσισαν να επιχωματώσουν τα λιμάνια τους εκτός από ένα, να επισκευάσουν τα τείχη, να εγκαταστήσουν σκοπιές και να ετοιμάσουν γενικά την πόλη για πολιορκία. Οι Αθηναίοι λοιπόν αυτά έκαναν. Ο Λύσανδρος, πάλι, αφού κατέπλευσε με 200 πλοία από τον Ελλήσποντο στη Λέσβο, έβαλε τάξη στις άλλες πόλεις του νησιού και στη Μυτιλήνη. Έστειλε, επίσης, με 10 πλοία στα μέρη της Θράκης τον Ετεόνικο, ο οποίος κατόρθωσε ολόκληρη την περιοχή να τη μετατρέψει στο πλευρό των Λακεδαιμονίων. Εξάλλου, μετά τη ναυμαχία εγκατέλειψε τους Αθηναίους κι όλη η υπόλοιπη Ελλάδα, εκτός από τη Σάμο. Εκεί ο λαός, αφού έσφαξε τους άρχοντες, κατέλαβε την εξουσία της πόλης. Έπειτα απ’ αυτά ο Λύσανδρος ειδοποίησε τον Άγη στη Δεκέλεια και τη Σπάρτη ότι έρχεται με 200 πλοία. Τότε, με διαταγή του άλλου βασιλιά, του Παυσανία, εκστράτευσαν όλοι μαζί οι μάχιμοι Λακεδαιμόνιοι κι οι υπόλοιποι Πελοποννήσιοι, εκτός από τους Αργείους. Όταν συγκεντρώθηκαν όλοι, ο Παυσανίας τους οδήγησε προς την πόλη της Αθήνας και στρατοπέδευσε στο σχολείο που λεγόταν Ακαδημία. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος, αφού έφτασε στην Αίγινα, αφού συγκέντρωσε όσους Αιγινήτες μπόρεσε, τους έδωσε πίσω την πόλη, όπως είχε κάνει και με τους Μηλίους και τους άλλους που είχαν στερηθεί την πατρίδα τους. Κατόπιν, αφού λεηλάτησε τη Σαλαμίνα, τελικά αγκυροβόλησε έξω από τον Πειραιά με 150 καράβια και απόκλεισε την είσοδο του λιμανιού για τα εμπορικά πλοία. Οι Αθηναίοι ωστόσο, πολιορκούμενοι κι από στεριά κι από θάλασσα, δεν ήξεραν τι να κάνουν, αφού ούτε καράβια είχαν ούτε συμμάχους ούτε τρόφιμα. Πίστευαν ότι τίποτα δεν τους έσωζε πια, αφού θα πάθαιναν τα ίδια που είχαν κάνει κι αυτοί στους πληθυσμούς μικρών πόλεων, τότε που πάνω στην υπεροψία τούς αδικούσαν χωρίς αιτία, με μόνο λόγο ότι ήταν σύμμαχοι των αντιπάλων τους. Γι’ αυτό, αφού παραχώρησαν τα πολιτικά δικαιώματα σ’ όσους τα είχαν στερήσει, υπέμεναν καρτερικά και, παρόλο που πολλοί μέσα στην πόλη πέθαιναν από πείνα, ούτε περνούσε από το μυαλό τους η περίπτωση συνθηκολόγησης. Μόνο, όταν έλειψαν ολότελα τα τρόφιμα, έστειλαν πρεσβεία στον Άγη προτείνοντας να γίνουν σύμμαχοι των Λακεδαιμονίων, κρατώντας βέβαια τα τείχη και τον Πειραιά και μ’ αυτούς τους όρους να κάνουν συνθήκη. Ο Άγης απάντησε σ’ αυτούς να πάνε στη Σπάρτη. Γιατί ο ίδιος δεν είχε τέτοια αρμοδιότητα. Όταν οι πρέσβεις ανέφεραν αυτά στους Αθηναίους, τους έστειλαν στη Σπάρτη. Όταν έφτασαν στη Σελλασία, κοντά στη Σπάρτη, κι έμαθαν απ’ αυτούς οι έφοροι τις προτάσεις τους, ίδιες μ’ αυτές που είχαν κάνει στον Άγη, τους πρόσταξαν να γυρίσουν πίσω αποκεί που βρίσκονταν και, αν θέλουν πράγματι ειρήνη, να το σκεφθούν πιο σοβαρά και ύστερα να ξανάρθουν. Όταν οι πρέσβεις γύρισαν πίσω και ανάφεραν αυτά στην πόλη, έπεσε μεγάλη απελπισία σε όλους. Γιατί πίστευαν ότι θα υποδουλωθούν τελικά και ότι, ώσπου να στείλουν άλλους πρέσβεις, θα πέθαιναν πολλοί από την πείνα. Ωστόσο, κανένας δεν τολμούσε να προτείνει να γκρεμίσουν τα τείχη. Ο Αρχέστρατος, που είπε στη Βουλή ότι είναι το καλύτερο να δεχτούν ειρήνη με τους όρους των Λακεδαιμονίων, φυλακίστηκε· και όρος ήταν να γκρεμιστούν τα Μακρά Τείχη σε μήκος 10 σταδίων το καθένα. Είχε εκδοθεί πράγματι ψήφισμα να μην επιτρέπεται σε κανέναν να εκφέρει άποψη γι αυτό. Ενώ εκεί βρίσκονταν τα πράγματα, ο Θηραμένης είπε στη συνέλευση ότι, αν θελήσουν να τον στείλουν στο Λύσανδρο, θα γυρίσει ξέροντας για ποιο λόγο οι Λακεδαιμόνιοι επιμένουν στο ζήτημα των τειχών, το κάνουν δηλ. με σκοπό να υποδουλώσουν την πόλη ή για να έχουν κάποια εγγύηση. Αφού στάλθηκε, έμεινε κοντά στο Λύσανδρο περισσότερο από 3 μήνες, περιμένοντας πότε οι Αθηναίοι θα αποφάσιζαν να δεχτούν ό,τι τους πρότειναν, αφού θα τους τελείωναν εντελώς τα τρόφιμα. Αφού, λοιπόν, γύρισε τον 4ο μήνα, ανάφερε στη συνέλευση ότι τάχα ο Λύσανδρος τον κρατούσε ως τότε δέσμιο και ότι τώρα τον συμβουλεύει να πάει στη Σπάρτη. Γιατί, δεν ήταν ο ίδιος αρμόδιος να απαντήσει στις ερωτήσεις του, αλλά οι έφοροι. Ύστερα απ’ αυτό εκλέχτηκε να πάει στη Σπάρτη ως πρέσβης με απεριόριστες αρμοδιότητες μαζί μ’ άλλους 9. Στο μεταξύ ο Λύσανδρος ειδοποίησε τους εφόρους, στέλνοντας τον Αθηναίο εξόριστο Αριστοτέλη και άλλους Λακεδαιμονίους, ότι είπε στο Θηραμένη ότι αυτοί μόνο είχαν εξουσία να αποφασίζουν για ειρήνη ή για πόλεμο. Όταν έφτασε ο Θηραμένης με τους υπόλοιπους πρέσβεις στη Σελλασία και όταν τους ρώτησαν για ποιο λόγο είχαν έλθει, αποκρίθηκαν ότι ήρθαν απόλυτα πληρεξούσιοι για την ειρήνη, τότε οι έφοροι πρόσταξαν να τους φωνάξουν. Κι όταν ήρθαν, συγκάλεσαν συνέλευση, όπου αντιδρούσαν κυρίως οι Κορίνθιοι και οι Θηβαίοι αλλά και πολλοί άλλοι Έλληνες προτείνοντας να μην κάνουν συνθήκη με τους Αθηναίους αλλά να τους αφανίσουν. Οι Λακεδαιμόνιοι, όμως, δε συμφωνούσαν να υποδουλώσουν πόλη ελληνική, που είχε προσφέρει μέγιστες υπηρεσίες τον καιρό του μεγαλύτερου κινδύνου που είχε απειλήσει ποτέ την Ελλάδα, αλλά δέχονταν να γίνει ειρήνη με τον όρο οι Αθηναίοι να γκρεμίσουν τα Μακρά Τείχη και τα τείχη του Πειραιά, να παραδώσουν όλα τους τα πλοία εκτός από 12, να φέρουν πίσω τους εξόριστους, να έχουν τους ίδιους εχθρούς και φίλους με τους Λακεδαιμόνιους και να εκστρατεύσουν μαζί τους στη στεριά και τη θάλασσα, όπου τυχόν τους οδηγούν αυτοί. Ο Θηραμένης και οι άλλοι πρέσβεις μετέφεραν αυτές τις προτάσεις στην Αθήνα. Καθώς έμπαιναν στην πόλη, τους περικύκλωσε πλήθος κόσμου, φοβούμενοι μήπως γύρισαν άπρακτοι. Γιατί, δε σήκωνε άλλη αναβολή, επειδή είχαν πεθάνει πολλοί από την πείνα. Την άλλη μέρα οι πρέσβεις ανάφεραν με ποιους όρους δέχονταν οι Λακεδαιμόνιοι την ειρήνη. Για λογαριασμό όλων μιλούσε ο Θηραμένης, λέγοντας ότι έπρεπε να πεισθούν στους Λακεδαιμονίους και να γκρεμίσουν τα Τείχη. Καθώς μερικοί αντιμίλησαν και η μεγάλη πλειοψηφία τα επικρότησε, αποφάσισαν να δεχτούν την ειρήνη. Μετά απ’ αυτά ο Λύσανδρος κατέπλευσε στον Πειραιά, οι εξόριστοι γύρισαν, και με πολλή όρεξη γκρέμιζαν τα Τείχη κάτω από τους ήχους των αυλητρίδων, με την ψευδαίσθηση ότι κείνη τη μέρα άρχιζε η ελευθερία της Ελλάδας…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου