Τρίτη 29 Μαΐου 2012

ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ(γεννήθηκε και χάθηκε μήνα Μάιο)



ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥΠΟΛΗ(γεννήθηκε και χάθηκε μήνα Μάιο)
Η Κωνσταντινούπολη, διεθνώς γνωστή ως İstanbul, είναι η μεγαλύτερη πόλη και λιμάνι της Τουρκίας. Συνιστά κύριο πολιτισμικό, οικονομικό και βιομηχανικό κέντρο της χώρας. Με πληθυσμό περίπου 12 εκ κατοίκους, αποτελεί μια από τις πολυπληθέστερες πόλεις του κόσμου. Η Κωνσταντινούπολη είναι κτισμένη στη θέση της αρχαίας πόλης Βυζάντιο, που ονομάστηκε έτσι από τον ιδρυτή της Βύζαντα των Μεγάρων(667 π.Χ.). Είναι κτισμένη στις δύο πλευρές του Κερατίου Κόλπου(Haliç) στη Ν είσοδο του στενού πορθμού του Βοσπόρου, που με μήκος περίπου 35 km συνδέει τη Μαύρη Θάλασσα(Karadeniz) στον B με τη θάλασσα του Μαρμαρά στον N. Αποτελεί τη μοναδική πόλη στον κόσμο που βρίσκεται σε 2 ηπείρους, την Ευρώπη(Α Θράκη) και την Ασία. Η σύγχρονη πόλη χωρίζεται σε 3 κύριες ζώνες: παλαιά Κωνσταντινούπολη(Eminönü και Fatih), περιοχή Beyoğlu με τη συνοικία του Γαλατά και τον ομώνυμο πύργο και Σκούταρι(Üsküdar) μαζί με άλλα προάστια στην απέναντι ασιατική πλευρά του Βοσπόρου. Στη μακραίωνη ιστορία της υπήρξε πρωτεύουσα 3 διαδοχικών αυτοκρατοριών: της Ρωμαϊκής(και της συνέχειάς της, της Βυζαντινής(324-1453), της βραχύβιας Λατινικής(1204-61) και της Οθωμανικής(1453-1922). Ως πρωτεύουσα της Βυζαντινής Αυτοκρατορίας υπήρξε κέντρο του ελληνικού στοιχείου για +1.000. Οι ιστορικές περιοχές της πόλης, με σημαντικά μνημεία, ανήκουν από το 1985 στον κατάλογο Μνημεία Παγκόσμιας Πολιτιστικής Κληρονομιάς της UNESCO. Σημαντικότερα αξιοθέατα Πόλης ανήκουν η Αγία Σοφία, το ανάκτορο Topkapı, το τζαμί του Σουλεϊμάν και το τζαμί του Σουλτάνου Αχμέτ(«Μπλε τζαμί»). Στην πόλη εδρεύει το αρχαιότερο πανεπιστήμιο της Τουρκίας. ΟΝΟΜΑΣΙΕΣ Η πόλη ονομαζόταν(658/7 π.Χ.-330 μ.Χ Βυζάντιο. Για σύντομο χρονικό διάστημα, έλαβε επίσης(196) την ονομασία Augusta Antonina από τον αυτοκράτορα Σεπτίμιο Σεβήρο, προς τιμή του γιου του Αντωνίου. Ο αυτοκράτορας Κωνσταντίνος Α΄, στα εγκαίνιά της(330), την μετονόμασε Nova Roma(Νέα Ρώμη), όνομα που όμως δεν επικράτησε, καθώς η πόλη έγινε γρήγορα γνωστή ως Κωνσταντινούπολη (πόλη του Κωνσταντίνου), από το όνομα του ιδρυτή της. Όπως παραδίδει ο ιστορικός Σωκράτης, στην Εκκλησιαστική Ιστορία, η ονομασία Νέα Ρώμη κατοχυρώθηκε δια νόμου και απηχούσε ένα ρητορικό παραλληλισμό μεταξύ Ρώμης και Κωνσταντινούπολης. Άλλες ονομασίες: Βασιλεύουσα, Βασιλίς των πόλεων, Μεγαλόπολις και Επτάλοφος. Αναφορά γίνεται και στο όνομα «Ανθούσα»(Florentia). Η διεθνής ονομασία της πόλης σήμερα είναι İstanbul-μετονομάστηκε επίσημα από την Τουρκική Δημοκρατία(28/03/1930)-. Η ετυμολογία του όρου δεν είναι γνωστή με βεβαιότητα. Περισσότερο αποδεκτή είναι η άποψη πως προέρχεται από τις ελληνικές λέξεις «εις την Πόλη». Θεωρείται πιθανό πως με δεδομένα τη σπουδαιότητα και το μέγεθός της, οι κάτοικοί της την αποκαλούσαν απλά Πόλη, όπως αποκαλείται συχνά μέχρι σήμερα από τους Έλληνες. Η ονομασία İstanbul, μαζί με τις παραλλαγές Istinbol ή Istanbol χρησιμοποιήθηκαν κατά την περίοδο του σουλτανάτου των Σελτζούκων και κατά την πρώιμη οθωμανική περίοδο. Η προφορά της ονομασίας ως εις την πόλη(Istinboli) πιστοποιείται σύμφωνα με πηγές από τα τέλη του 14ου αι.. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή, ο όρος İstanbul πηγάζει από τη λέξη Islambul, δηλ. πόλη του Ισλάμ, αν και αυτή η υπόθεση προσκρούει στο γεγονός της χρήσης του ονόματος πριν ακόμα γίνει πρωτεύουσα της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας. Το ελαφρά παραλλαγμένο όνομα Islambol-μεταφράζεται «εκεί που το Ισλάμ αφθονεί»-, δόθηκε στην πόλη από τον Μωάμεθ Β'(έγγραφα 15ου αι.) και σε φιρμάνι του 1760/1-τελικά δεν εφαρμόστηκε- σύμφωνα με το οποίο θα έπρεπε να αποτελεί επίσημο όνομα της πόλης. Η ονομασία Κωνσταντινούπολη βρισκόταν σε παράλληλη χρήση, σε επίσημα οθωμανικά έγγραφα, λογοτεχνικά έργα και νομισματικές κοπές. Ήταν σε χρήση περισσότερο σε κύκλους λογίων. Στην καθημερινή επικοινωνία κυριαρχούσαν διάφορες παραλλαγές της ονομασίας İstanbul. ΙΣΤΟΡΙΑ ΒΥΖΑΝΤΙΟ(658-46) Η Κωνσταντινούπολη ιδρύθηκε στη θέση της αρχαίας πόλης Βυζάντιο (Βυζαντίς), η ονομασία της οποίας παραπέμπει σε θρακική ονοματολογία. Στα Γεωγραφικά, ο Στράβων εξιστορεί πως η πόλη ιδρύθηκε το 658/7 π.Χ. από Μεγαρείς αποίκους, με επικεφαλής τον Βύζαντα, από τον οποίο και πήρε το όνομά της. Ο μυθικός ήρωας Βύζας θεωρείται γιος του βασιλιά Νίσου από τα Μέγαρα ή γιος του Ποσειδώνα και της Κερόεσσας, κόρης της Ιούς και του Δία, την οποία η μητέρα της γέννησε στον Κεράτιο κόλπο. Άλλη εκδοχή εμφανίζει τον Βύζαντα ως γιο της νύμφης Σεμέστρας. Ο Βύζας αναφέρεται μαζί με τους Άντες στο χρονογράφημα Παραστάσεις σύντομοι χρονικαί(8ος-9ος αι.) και εικάζεται ότι πιθανός συνδυασμός των 2 ονομάτων οδήγησε στο τοπωνύμιο Βυζάντιον. Σύμφωνα με τον ιδρυτικό μύθο του Βυζαντίου(Στράβων), οι άποικοι ακολούθησαν χρησμό-πιθανώς του Μαντείου των Δελφών- που τους προέτρεπε να κτίσουν την πόλη τους έναντι της πόλης των «τυφλών». Ως τυφλοί υπονοούνταν οι κάτοικοι της Χαλκηδόνας, οι οποίοι είχαν ιδρύσει την πόλη τους νωρίτερα στην απέναντι ασιατική ακτή του Βοσπόρου δίχως να αντιληφθούν τα εξαιρετικά πλεονεκτήματα της απέναντι τοποθεσίας. Το Βυζάντιο αναπτύχθηκε γρήγορα, περιτειχίστηκε και κατέλαβε εδάφη στα ασιατικά παράλια. Κατά τον Παυσανία, υπήρξε μία από τις καλύτερα οχυρωμένες πόλεις της αρχαιότητας. Ιστορικές πληροφορίες για το Βυζάντιο αντλούμε από τον Ηρόδοτο. O τύραννος της πόλης, Αρίστων, υποστήριξε μαζί με άλλους Έλληνες στρατηγούς τον Πέρση βασιλιά Δαρείο στην εκστρατεία του εναντίον των Σκυθών. Στη διάρκεια της Ιωνικής Επανάστασης(499-3 π.Χ.) καταλήφθηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και μετά το τέλος της, οι κάτοικοί της μετοίκησαν, ιδρύοντας τη Μεσηβρία στις Δ ακτές του Εύξεινου Πόντου. Στους κλασικούς χρόνους, μετά τη νικηφόρο για τους Έλληνες έκβαση των Μηδικών Πολέμων(502-449 π.Χ.), το Βυζάντιο καταλήφθηκε από το νικητή των Πλαταιών(479 π.Χ.) Παυσανία, o οποίος μετά από συμφωνία με τον Ξέρξη παρέμεινε διοικητής της πόλης πριν εκδιωχθεί από τους Αθηναίους. To Βυζάντιο υπήρξε μέλος της Δηλιακής συμμαχίας(477-499), ενώ κατά τη διάρκεια του Πελοποννησιακού πολέμου(431-405 π.Χ.) τάχθηκε αρχικά στο πλευρό των Αθηναίων. Αποστάτησε(411 π.Χ.) από τον αθηναϊκό συνασπισμό και καταλήφθηκε(410 π.Χ.) από τον Σπαρτιάτη στρατηγό Κλέαρχο, ο οποίος προφασίστηκε την ανάγκη να εμποδιστεί η αποστολή σιτηρών προς την Αθήνα από τον Εύξεινο Πόντο. Πολιορκήθηκε εκ νέου(409 π.Χ.) από τους Αθηναίους, με επικεφαλής τον Αλκιβιάδη και, όταν ο Κλέαρχος εγκατέλειψε την πόλη, ορισμένοι Βυζάντιοι άνοιξαν τις πύλες στους Αθηναίους, οι οποίοι, μετά από μάχη εντός των τειχών κατέλαβαν την πόλη. Μετά την ήττα του Αλκιβιάδη στους Αιγός Ποταμούς(405 π.Χ.), οι Αθηναίοι υπέγραψαν συνθήκη ειρήνης που τους υποχρέωνε να εγκαταλείψουν το Βυζάντιο. Οι πολίτες του Βυζαντίου που είχαν προδώσει την πόλη, παραδίδοντάς τη στα χέρια του Αλκιβιάδη, εξορίστηκαν, αποκτώντας αργότερα τιμητικά την ιδιότητα του Αθηναίου πολίτη. H σπαρτιατική παρουσία στην πόλη έληξε περ. το 390 π.Χ, όταν ο Αθηναίος στρατηγός Θρασύβουλος επανέφερε το Βυζάντιο στην αθηναϊκή σφαίρα επιρροής. Δεν έλειψαν κρίσεις στις σχέσεις των 2 πόλεων· το 357 π.Χ, όταν το Βυζάντιο συντάχθηκε με τις δυνάμεις του Μαυσώλου. Κατά την περίοδο της εξάπλωσης του Φιλίππου Β', το Βυζάντιο υπέγραψε συνθήκη ειρήνης με τον Μακεδόνα βασιλιά, ωστόσο εκείνος πολιόρκησε την πόλη(341 π.Χ.), μετά από άρνηση των Βυζαντίων να στραφούν εναντίον της Αθήνας. Οι κάτοικοι της πόλης απέδωσαν τη σωτηρία της σε θαύμα της θεάς Εκάτης, όπως μαρτυρείται από άγαλμα που έστησαν προς τιμή της και σε παραστάσεις της σε νομίσματα της εποχής. Η ημισέληνος που απεικονίστηκε σε βυζαντινά νομίσματα έγινε σύμβολο της πόλης, γεγονός που θεωρείται πως επιζεί ως σήμερα με την υιοθέτησή της στην οθωμανική/ τουρκική σημαία. Το Βυζάντιο υποστηρίχθηκε από τους Αθηναίους και αρκετές ελληνικές πόλεις. Στα χρόνια του Μεγάλου Αλεξάνδρου, η πόλη διατήρησε ένα προνομιακό καθεστώς αυτονομίας. Κατά την εκστρατεία του Αλεξάνδρου προς τον Δούναβη, τον υποστήριξε με πλοία. Μετά τον θάνατό του οι Βυζάντιοι, αν και αρχικά υποστήριζαν τον Αντίγονο Α', τελικά διατήρησαν ουδέτερη στάση στη μάχη του με τον Κάσσανδρο και τον Λυσίμαχο. Η πόλη αναγκάστηκε(279 π.Χ.) να πληρώνει βαρύ φόρο στους Γαλάτες. Στα χρόνια που ακολούθησαν οι Βυζαντινοί επιδίωξαν την επέκταση της κυριαρχίας τους, κυρίως μέσω του ελέγχου του εμπορίου. ΡΩΜΑΪΚΑ ΧΡΟΝΙΑ Κατά την περίοδο της ρωμαϊκής κυριαρχίας, το Βυζάντιο απολάμβανε αρχικά προνόμια ελεύθερης πόλης, καθώς διαδραμάτιζε σημαντικό ρόλο στους αγώνες εναντίον των Θρακών. Ο Κλαύδιος εκχώρησε 5ετή ατέλεια, ενώ όπως παραδίδεται από τις επιστολές του Πλίνιου του νεότερου, ο Τραϊανός κατάργησε στην περίπτωση του Βυζαντίου εισφορές για την αυτοκρατορική λατρεία. Τα προνόμια αυτά καταργήθηκαν επί Βεσπασιανού, ο οποίος υποβίβασε το Βυζάντιο στο επίπεδο μιας κοινής ρωμαϊκής επαρχίας. Κατά τη διάρκεια του εμφυλίου πολέμου μεταξύ του αυτοκράτορα Σεπτίμιου Σεβήρου(τέλη 2ου αι.) και του διεκδικητή του θρόνου Πεσκένιου Νίγηρα, το Βυζάντιο τάχθηκε στο πλευρό του τελευταίου. Ο Σεβήρος προέβη σε συστηματική πολιορκία της πόλης, την οποία τελικά κατέλαβε(196). Χρειάστηκε 3ετής μάχη που συνοδεύτηκε από ολοσχερή καταστροφή, σκληρή τιμωρία των κατοίκων και διοικητική υποβάθμιση του Βυζαντίου, αφού παραχωρήθηκε στην Πέρινθο. Καθώς η θέση του Βυζαντίου ήταν στρατηγικής σημασίας, ο Σεβήρος προέβη αργότερα σε εκτεταμένη ανοικοδόμηση της πόλης, η οποία ολοκληρώθηκε από τον γιο του Αντωνίνο, υψώνοντας νέα τείχη που διπλασίασαν την έκτασή της. Εκχώρησε επίσης προνόμια που ο ίδιος είχε παλαιότερα αφαιρέσει. Μεταξύ των σημαντικότερων κτισμάτων: τα λουτρά στο ιερό του ναού του Διός, που ονομάστηκαν «Ζεύξιππον», θέατρο και ιπποδρόμιο, ανακαινίστηκε και το «Στρατήγιον». Την ίδια περίοδο, η πόλη έλαβε προσωρινά την ονομασία Augusta Antonina, προς τιμή του γιου τού Σεβήρου. Το Βυζάντιο έζησε μια νέα καταστροφή, όταν ο Γαλλιηνός κατέστρεψε τις οχυρώσεις της, οι οποίες αργότερα κτίστηκαν εκ νέου από τον Διοκλητιανό. Την εποχή αυτή, οι συχνές επιδρομές φυλών, κυρίων Γότθων, έφεραν το Βυζάντιο αρκετές φορές σε θέση άμυνας, χωρίς ωστόσο να υποστεί σημαντικό πλήγμα. Εκεί κατέφυγε ο Λικίνιος μετά την ήττα του από τον Κωνσταντίνο Α' στη Χρυσούπολη. Ο τελευταίος τον καταδίωξε αναγκάζοντάς τον να παραδοθεί. Προέβη σε πολιορκία της πόλης, την οποία κατέλαβε(Σεπτέμβριος 324). Ο Κωνσταντίνος αντιλήφθηκε τα σημαντικά πλεονεκτήματα της θέσης του Βυζαντίου, με αποτέλεσμα να αποφασίσει να μεταφέρει εκεί την πρωτεύουσα του. ΠΡΩΤΕΥΟΥΣΑ ΤΗΣ ΡΩΜΑΪΚΗΣ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑΣ(330-1204) Το σύστημα διακυβέρνησης της Τετραρχίας(293-324) χαρακτηρίστηκε από την πρακτική της δημιουργίας τόπων διαμονής του αυτοκράτορα. Οι πόλεις που ιδρύονταν ή επανιδρύονταν, ως αυτοκρατορικοί τόποι διαμονής συνήθως εξωραΐζονταν και οικοδομούνταν σ’ αυτές σημαντικά κτήρια(π.χ. ανάκτορα, μαυσωλεία ή ιπποδρόμια). Π.χ. ο αυτοκράτορας Μαξιμιανός(285-310) κυβέρνησε από το Μεδιόλανο (σημ. Μιλάνο), ενώ ο Διοκλητιανός είχε ως έδρα τη Νικομήδεια. Ο Κωνσταντίνος επέλεξε το Βυζάντιο, ως πρωτεύουσα, αντιλαμβανόμενος τη στρατηγική θέση του. Η θεμελίωση της Κωνσταντινούπολης ταυτίστηκε με την έναρξη ενός πολύ μεγάλου πολεοδομικού εγχειρήματος, μεγάλης εμβέλειας. Η πόλη επεκτάθηκε, εντάσσοντας στο Βυζάντιο έκταση περίπου 5000 στρεμμάτων, σε μεγάλο βαθμό μη οικοδομημένη. Τα νέα τείχη που ξεκίνησαν να κτίζονται επί Κωνσταντίνου και αποπερατώθηκαν επί Κωνστάντιου Α'(337-361), προεκτείνονταν κατά 15 στάδια σε σύγκριση με τα παλαιότερα τείχη του Σεβήρου. Τα εγκαίνια της πόλης τελέστηκαν με λαμπρότητα(11/05/330) και ονομάστηκαν γενέθλια. Επιθυμώντας να πυκνώσουν οι οικισμοί της πόλης, μέχρι το 361 ήταν εξασφαλισμένη η δωρεάν παροχή άρτου στους πολίτες που έχτιζαν την κατοικία τους εκεί(panes aedium), ενώ επιπλέον μέτρα πειθαναγκαστικού χαρακτήρα εφαρμόζονταν για να υποχρεώνονται οι ανάδοχοι εδαφών αυτοκρατορικής ιδιοκτησίας στη Μικρά Ασία να οικοδομήσουν στην Κωνσταντινούπολη. Αρκετοί οίκοι παραχωρήθηκαν σε ανώτερους αξιωματούχους της αυλής και χρηματοδοτήθηκαν απευθείας από το αυτοκρατορικό θησαυροφυλάκιο. Σύντομα η πληθυσμιακή ανάπτυξη της πόλης έφτασε σε τέτοιο σημείο ώστε να καταργηθούν τα μέτρα που την ευνοούσαν, οδηγώντας σε μεγάλο συνωστισμό ανθρώπων.  Περιτριγυρισμένη από 7 λόφους, η Κωνσταντινούπολη και η Ρώμη, διαιρέθηκε σε 14 περιοχές. Το κέντρο του παλαιού Βυζαντίου, το Τετράστωον, μαζί με τον κοντινό ιππόδρομο, επαναπροσδιορίστηκε αρχιτεκτονικά και μετονομάστηκε σε Αυγουσταίον, προς τιμή της μητέρας του Κωνσταντίνου. Συνδυάστηκε με τον νέο φόρο(αγορά) του Κωνσταντίνου, κοντά στον οποίο διακλαδωνόταν η Μέση οδός, ο κύριος οδικός άξονας της πόλης που οδηγούσε μέχρι την πρώτη Χρυσή Πύλη. Στη Δ πλευρά του Αυγουσταίου βρισκόταν ο ναός της Θείας Σοφίας, αφιερωμένος στην Αγία Σοφία και Α ανεγέρθηκε το 1ο μέγαρο της Συγκλήτου. Α του ιπποδρόμου βρισκόταν το αυτοκρατορικό παλάτι, που ως  τον 6ο αι. δεν υπέστη σημαντικές αλλαγές και παρέμενε περιορισμένων σχετικά διαστάσεων. Η Νέα Ρώμη του Κωνσταντίνου, από την ημέρα των εγκαινίων της, ήταν φαινομενικά και επισήμως χριστιανική πόλη, αν και τα ολιγάριθμα χριστιανικά κτίρια που ανεγέρθηκαν με την ίδρυσή της, μειοψηφούσαν σε σχέση με τους ιερούς τόπους της ελληνορωμαϊκής θρησκείας. Στολισμένη με μεγαλοπρέπεια, η Κωνσταντινούπολη διέθετε όλα τα στοιχεία της αστικής ευημερίας, ευνοώντας σε πολιτισμικό επίπεδο τη συγχώνευση των εθίμων, της αρχιτεκτονικής και της τέχνης Δ και Α. Αποτέλεσε εκκλησιαστικό κέντρο, καθώς από το 381 αποτελούσε έδρα του πατριάρχη. Σημαντική επέκταση της πόλης δρομολογήθηκε επί της αυτοκρατορίας του Θεοδόσιου Β'(408-450) και υπό την επίβλεψη του επάρχου των πραιτωρίων της Ανατολής Ανθέμιου, ο οποίος μπορεί να χαρακτηριστεί και 2ος ιδρυτής της Κωνσταντινούπολης. Το Δ τμήμα της πρωτεύουσας προωθήθηκε σε απόσταση ενός ρωμαϊκού μιλίου, ενώ η εντός των τειχών έκτασή της διπλασιάστηκε. Η ασφάλειά της ενισχύθηκε με μεσοπύργια που χτίστηκαν κατά μήκος των θαλάσσιων μετώπων, ενώ υιοθετήθηκε ένα καινοτόμο σχέδιο για τα χερσαία τείχη, γνωστά σήμερα ως Θεοδοσιανά. Κατά την αυτοκρατορία του Ιουστινιανού Α'(527-565), η μεσαιωνική Κωνσταντινούπολη έφθασε στη μεγαλύτερη ακμή της, με πληθυσμό περίπου 500.000 κατοίκους και συνιστούσε ένα μωσαϊκό κοινοτήτων με διαφορετικά χαρακτηριστικά. Σ’ αυτή την περίοδο επιχειρήθηκε μια νέα αναδιοργάνωση του αστικού τοπίου της πρωτεύουσας, όπως απαιτούσαν οι συνθήκες, με δεδομένες τις εκτεταμένες καταστροφές που επέφεραν η πυρκαγιά του 532 και η στάση του Νίκα. Στο νέο πολεοδομικό πρόγραμμα περιλαμβάνονταν ο επαναπροσδιορισμός των θέσεων και των έργων που παρουσίαζαν το πρόσωπο της εξουσίας και η αποτύπωση αρχιτεκτονικών χαρακτηριστικών που αναδείκνυαν την πόλη ως χριστιανική πρωτεύουσα της οικουμένης. Ξεχωριστή συνεισφορά του Ιουστινιανού A' υπήρξε η ανέγερση αρκετών μοναστηριών και εκκλησιών, με πιο επιβλητική εκείνη της Αγίας Σοφίας. Στην πόλη εξαπλώθηκε(542) η νόσος της πανώλης που προκάλεσε τον θάνατο των 3/5 του πληθυσμού και σηματοδότησε μια περίοδο παρακμής της Πόλης. Ο 7ος-9ος αι. υπήρξε μια κρίσιμη φάση στην ιστορία της πόλης, κατά την οποία πολιορκήθηκε από Πέρσες και Αβάρους(626), Άραβες(674-78 και 717-18), Βούλγαρους (813, 913), Ρώσους(860, 941, 1043) και Πετσενέγους(1090-91) και αντιμετωπίζοντας επιδημίες και εσωτερικές συγκρούσεις. ΛΑΤΙΝΟΚΡΑΤΙΑ ΚΑΙ ΕΠΑΝΑΚΤΗΣΗ Στα πλαίσια της Δ' Σταυροφορίας, έλαβε χώρα(1203) η 1η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Σταυροφόρους, με σκοπό την αποκατάσταση του Ισαάκιου Β' στον θρόνο. Εισέβαλαν (13/04/1204) στην πόλη, η λεηλασία της οποίας διήρκεσε για αρκετά χρόνια. Νέος αυτοκράτορας εκλέχτηκε ο Βαλδουίνος της Φλάνδρας. Η περίοδος της εφήμερης εγκατάστασης της Λατινικής Αυτοκρατορίας(1204-61) χαρακτηρίζεται ως η πλέον καταστροφική στην ιστορία της Κωνσταντινούπολης και η λεηλασία της πόλης άνευ προηγουμένου. Πληροφορίες για τις εκτεταμένες καταστροφές, πυρπολήσεις και λεηλασίες ναών, ανακτόρων, μνημείων και κεντρικών συνοικιών αντλούμε από το χρονικό του Γουλιέλμου Βιλλαρδουίνου(1160-1213) και από το έργο του ιστορικού και αυτόπτη μάρτυρα Νικήτα Χωνιάτη. Πληθώρα τόπων λατρείας παραχωρήθηκαν στο λατινικό δόγμα, στον φραγκικό και ενετικό κλήρο. Σε ευρεία κλίμακα, επιχειρήθηκε η εγκαθίδρυση του λατινικού δόγματος στην άλλοτε μητρόπολη της Ορθοδοξίας. Λατίνοι ιερείς από Γαλλία, Φλάνδρα και Ιταλία, ανέλαβαν τη λειτουργία των εκκλησιών της πόλης. Η ενετική συνοικία επεκτάθηκε, οχυρώθηκε και έλαβε τον χαρακτήρα ξεχωριστής υπερπόντιας αποικίας, ενώ σημειώθηκε μαζική έξοδος του ελληνικού στοιχείου. Η γενική αραίωση του πληθυσμού δεν εξισορροπήθηκε από τη λατινική μετανάστευση(1204). Η Κωνσταντινούπολη επανακτήθηκε(1261) από τον Μιχαήλ Η' Παλαιολόγο(1259-82) και τις επόμενες δεκαετίες επιχειρήθηκε ένα νέο πρόγραμμα ανοικοδόμησης, σηματοδοτώντας μια στροφή στη διαμόρφωση του αστικού τοπίου. Προωθήθηκαν ειδικά μέτρα για την επιστροφή του πληθυσμού από τα προάστια και υποστηρικτικές δράσεις για την αποκατάσταση της εικόνας της πόλης. Προωθήθηκαν αμυντικά έργα, τα οποία κρίνονταν απαραίτητα, με δεδομένη την πολύ κακή κατάσταση των τειχών της πόλης, ως αποτέλεσμα της έλλειψης φροντίδας τα προηγούμενα έτη. Κατά τη δυναστεία των Παλαιολόγων, το πολιτικό κέντρο της Κωνσταντινούπολης μετακινήθηκε στην περιοχή των Βλαχερνών. Στη διάρκεια των επόμενων αιώνων, η συρρικνωμένη Βυζαντινή Αυτοκρατορία βρισκόταν σε επισφαλή θέση, γνωρίζοντας απειλές από Δ και Μικρά Ασία, με τη σταδιακή ανάδειξη των Οθωμανών ως της κυρίαρχης δύναμης στην περιοχή. Παρά την οικοδόμηση(τέλη 13ου-αρχές 14ου αι.) η Κωνσταντινούπολη παρέμενε παρηκμασμένη, γεμάτη ερείπια και μεγάλες ερημωμένες εκτάσεις. Ο περιηγητής(1432-3), Bertrandon de La Brocq́uière, αναφέρεται στους άδειους χώρους της πόλης οι οποίοι, εκτείνονταν σε μεγαλύτερη επιφάνεια από εκείνους που είχαν κτιστεί. Ανάλογη περιγραφή παραδίδεται(αρχές 14ου αι.) από τον Ruy González de Clavijo, ο οποίος διακρίνει το τμήμα της θαλάσσιας ακτής ως πιο πυκνοκατοικημένο, ενώ συγχρόνως σημειώνει τα ερείπια των άλλοτε επιβλητικών εκκλησιών και μοναστηριών της πόλης. ΟΘΩΜΑΝΙΚΗ ΑΥΤΟΚΡΑΤΟΡΙΑ Ξεκίνησε(Απρίλιος 1453) η πολιορκία της Κωνσταντινούπολης από τους Οθωμανούς, με επικεφαλής τον σουλτάνο Μωάμεθ Β'. Είχε προηγηθεί η αποτυχημένη απόπειρα κατάληψης της πόλης(1422), από τον Μουράτ Β'. Παρά τις σημαντικές διαφοροποιήσεις στις μεσαιωνικές πηγές, ο οθωμανικός στρατός υπερτερούσε πολύ αριθμητικά. Η τελική επίθεση, κατά την οποία σκοτώθηκε ο τελευταίος Βυζαντινός Αυτοκράτορας Κωνσταντίνος ΙΑ' Παλαιολόγος, πραγματοποιήθηκε στις 29/05, όταν, παρά την αντίσταση των αμυνόμενων, οι Οθωμανοί εισέβαλαν στην πόλη και την κατέλαβαν. Είχαν προηγηθεί 54 ημέρες πολιορκίας. Μετά από 3ήμερη λεηλασία της πόλης, ο σουλτάνος, επιθυμώντας να περιορίσει την περαιτέρω καταστροφή της μελλοντικής πρωτεύουσάς του, διέταξε την παύση της και πραγματοποίησε την εθιμοτυπική και μεγαλοπρεπή είσοδό του στην πόλη. Ο Μωάμεθ Β' επιχείρησε να ενισχύσει τον πληθυσμό της πόλης, μετακινώντας αναγκαστικά κατοίκους από άλλες περιοχές που είχε κατακτήσει (π.χ. Πελοπόννησος, Θεσσαλονίκη και ελληνικά νησιά). Πριν την αναχώρησή του από την Κωνσταντινούπολη, εξέδωσε φιρμάνια για τη μετακίνηση στην πόλη μουσουλμανικών, χριστιανικών και εβραϊκών οικογενειών, από την Ρούμελη και της Ανατολία. Η αναγκαστική μετοίκηση εξυπηρετούσε πληθώρα κοινωνικών, πολιτικών και οικονομικών αναγκών(π.χ. αποκατάσταση ευημερίας σε μια προηγουμένως παρηκμασμένη πόλη, δημιουργία πλούτου και αποτροπή εξεγέρσεων απομονωμένων κοινοτήτων). Σύμφωνα με απογραφή του 1477, η İstanbul αριθμούσε 16.324 νοικοκυριά, με το μουσουλμανικό και χριστιανικό στοιχείο να αντιστοιχούν περίπου στο 60% και 22% του συνολικού αριθμού(αρχεία Topkapi Sarayi, D 9524). Αν και οι εκτιμήσεις για τον πληθυσμό της πόλης διαφέρουν, θεωρείται σχεδόν βέβαιο πως κατά το 16ο αι. είχε αυξηθεί σημαντικά. Μέλημα του σουλτάνου Μωάμεθ Β' ήταν η οικοδόμηση της πόλης, με χαρακτηριστικά έργα την αποκατάσταση των τειχών, τη δημιουργία μιας οχυρωμένης θέσης(Yedikule) και την ανέγερση παλατιού στο κέντρο της πόλης. Για το έργο αυτό χρησιμοποίησε έλληνες δούλους, έναντι σημαντικής αμοιβής με την οποία αργότερα ήταν σε θέση να κερδίσουν την ελευθερία τους και να εγκατασταθούν στην πόλη. Εκτός από το παλάτι, το σημαντικότερο ίσως κτίριο που ανεγέρθηκε από τους Οθωμανούς κατακτητές ήταν το τζαμί του σουλτάνου(κτίστηκε το 1462-70 και καταστράφηκε από σεισμό το 1766). Πληθώρα μεγαλοπρεπών τζαμιών συνέβαλαν στη διαμόρφωση του αρχιτεκτονικού ύφους της Κωνσταντινούπολης. Διοικητικά, η οθωμανική πόλη χωρίστηκε σε 4 ενότητες: κέντρο Κωνσταντινούπολης(Stabul) και 3 περιοχές Γαλατά, του Eyüp(Χάσια) και του Üsküdar(Σκούταρι). Η αναδιάρθρωση της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης βασίστηκε στην πεποίθηση πως έπρεπε να διαπνέεται από το πνεύμα του Ισλάμ, αποκτώντας τον χαρακτήρα μιας ιερής ισλαμικής πόλης. Τα επόμενα χρόνια, η πόλη γνώρισε μια μακρά περίοδο ανάπτυξης, με μοναδικές εξαιρέσεις τις φυσικές καταστροφές-πυρκαγιές και σεισμοί- και τις επιδημίες που την έπληξαν. Το εκτεταμένο πρόγραμμα επανεποικισμού και οικοδόμησης έθεσε τα θεμέλια για τη μεταμόρφωση της ερημωμένης πόλης σε μια οικουμενική αυτοκρατορική πρωτεύουσα, η οποία διέφερε σε χαρακτήρα και εμφάνιση από την βυζαντινή. Κατά την περίοδο του Σουλεϊμάν Α', έφθασε στο απόγειο της αίγλης της. Στις αρχές του 19ου αι. χρονολογείται μία ακόμα σημαντική εξέλιξη στην ιστορία της οθωμανικής Κωνσταντινούπολης, συνυφασμένη με την εποχή του Τανζιμάτ(αναδιοργάνωση Οθωμανικής Αυτοκρατορίας), η οποία συνοδεύτηκε από σοβαρές αναταραχές(π.χ. σφαγή των Γενιτσάρων στον Ιππόδρομο, 1826). Ενώ με αφορμή την Ελληνική Επανάσταση του 1821 για 1η φορά η οθωμανική εξουσία διέταξε την άμεση εκτέλεση προσώπων που διαδραμάτιζαν ισχυρό ρόλο(π.χ. Οικουμενικός Πατριάρχης και Μεγάλος Διερμηνέας), με τους συνεπαγόμενους διωγμούς κατά της ελληνικής κοινότητας της πόλης. Ο 19ος αι. χαρακτηρίζεται ως η περίοδος στην οποία επιχειρήθηκε ο μετασχηματισμός της πόλης σε μία Δ τύπου πρωτεύουσα. Επεκτάθηκε(1870) ως την Κωνσταντινούπολη ο ευρωπαϊκός σιδηρόδρομος. Άλλες σημαντικές δημόσιες υποδομές ολοκληρώθηκαν(τέλη 19ου-αρχές 20ου αι.): υπόγεια σήραγγα μεταξύ Γαλατά και Πέραν (1873), σταθμός ηλεκτρικής ενέργειας και τηλεφωνικό δίκτυο. Ως το ξέσπασμα του Α' ΠΠ, ο μουσουλμανικός πληθυσμός της πόλης σημείωσε σημαντική αύξηση από 385.000(1885) σε 560.000(1914). ΝΕΟΤΕΡΗ ΙΣΤΟΡΙΑ Η πόλη καταλήφθηκε(1908) από τον στρατό του κινήματος των Νεότουρκων και ο σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ Β' εκθρονίστηκε. H Επανάσταση των Νεότουρκων επιτάχυνε τη διαδικασία προσαρμογής της πόλης στα Δ πρότυπα, που είχε ξεκινήσει από το 1839 και τον σουλτάνο Αμπντούλ Μετζίτ Α΄, με τη μεταρρύθμιση Τανζιμάτ. Στην διάρκεια των Βαλκανικών πολέμων(1912-3), αποτράπηκε η κατάληψή της από τον βουλγαρικό στρατό, η πορεία του οποίου ανακόπηκε στα προάστια της πόλης. Στον Α’ ΠΠ βρισκόταν σε αποκλεισμό και με το πέρας του πολέμου ετέθη υπό βρετανική, γαλλική και ιταλική κατοχή ως το 1923. Με την άνοδο του Κεμάλ Ατατούρκ, ο τελευταίος Οθωμανός σουλτάνος, Μεχμέτ Στ', εγκατέλειψε την πόλη(1922). Η Κωνσταντινούπολη έχασε την ηγεμονία που διατηρούσε για +1.000, καθώς πρωτεύουσα της νεοσύστατης Δημοκρατίας της Τουρκίας ανακηρύχθηκε η Άγκυρα. Ο πληθυσμός της Κωνσταντινούπολης είχε μειωθεί δραστικά(αρχές δεκαετίας 1920), φθάνοντας στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων 100 ετών. Παρέμεινε αλώβητη στη διάρκεια του Β’ ΠΠ χάρη στην ουδέτερη στάση της Τουρκίας. Την περίοδο που ακολούθησε, ο πληθυσμός της σημείωσε πολύ μεγάλη αύξηση, λόγω της μετακίνησης μεγάλου τμήματος αγροτικού πληθυσμού στην πόλη προς εύρεση εργασίας. Η ελληνική κοινότητα της πόλης συρρικνώθηκε δραματικά ύστερα από διαδοχικούς διωγμούς(Σεπτεμβριανά 1955). H İstanbul μεταμορφώθηκε με την κατασκευή της 1ης κρεμαστής γέφυρας του Βοσπόρου (1973), η οποία ένωσε τις ευρωπαϊκές με τις ασιατικές συνοικίες της πόλης μέσα από ένα νέο δίκτυο αυτοκινητοδρόμων, επιτρέποντας και μεγάλες μετακινήσεις μεταναστών από την Ανατολία. Η πληθυσμιακή έκρηξη(β’ μισό 20ου αι.), συνοδεύτηκε από προβλήματα μόλυνσης, υπερπληθυσμού, πολεοδομικής αναρχίας και ανεπάρκειας υπηρεσιών.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου