Πρώτη πράξη αντίστασης(σαν σήμερα 30/06/1941)
1941: Δύο 19χρονοι φοιτητές, ο Μανώλης Γλέζος και ο Απόστολος Σάντας, με μία παράτολμη ενέργειά τους, κατεβάζουν από την Ακρόπολη τη γερμανική σημαία και αναρτούν την ελληνική.
Στα τέλη Μαΐου του 1941 είχε συμπληρωθεί ένας μήνας από την παράδοση της Αθήνας στους Γερμανούς, που ολοκλήρωναν τις επιχειρήσεις τους στην Ελλάδα με την κατάληψη της Κρήτης. Ο Μανώλης Γλέζος(09/09/1922) και ο Λάκης Σάντας(22/2/1922-30/04/2011) ήταν 2 νεαροί φοιτητές, που δάκρυζαν, όπως και χιλιάδες Αθηναίοι, βλέποντας τη γερμανική σβάστικα να κυματίζει στην Ακρόπολη. Το χιτλερικό σύμβολο προκαλούσε την ελληνική υπερηφάνεια. Έπρεπε, λοιπόν, να κατέβει… Το παράτολμο σχέδιο γεννήθηκε στο μυαλό τους ένα ανοιξιάτικο σούρουπο στο Ζάππειο, καθώς αντίκριζαν την Ακρόπολη και στρώθηκαν στη δουλειά για να το υλοποιήσουν. Πήγαν στην Εθνική Βιβλιοθήκη και διάβασαν ό,τι σχετικό με τον Ιερό Βράχο. Στη Μεγάλη Εγκυκλοπαίδεια ανακάλυψαν όλες τις σπηλιές και τις τρύπες της Ακρόπολης. Γρήγορα, αντιλήφθηκαν ότι η μόνη διαδρομή που έπρεπε να ακολουθήσουν για να μην γίνουν αντιληπτοί από τους γερμανούς φρουρούς ήταν μέσω του Πανδρόσειου Άντρου. Ο Γλέζος και ο Σάντας πληροφορήθηκαν(πρωί 30/05/1941) από το ραδιόφωνο ότι η Κρήτη είχε πέσει. Οι Γερμανοί με προκηρύξεις κόμπαζαν για το κατόρθωμά τους. Οι 2 νέοι αποφάσισαν να δράσουν το ίδιο βράδυ. Όπλα δεν είχαν, παρά μόνο ένα φαναράκι κι ένα μαχαίρι. Η ώρα είχε φθάσει 21:30. Η μικρή φρουρά της Ακρόπολης ήταν μαζεμένη στην είσοδο των Προπυλαίων και διασκέδαζε με νεαρές Ελληνίδες, που πουλούσαν τον ερωτά τους, πίνοντας μπύρες και μεθοκοπώντας. Με άγνοια κινδύνου, πήδηξαν τα σύρματα, σύρθηκαν ως τη σπηλιά του Πανδρόσειου Άντρου και άρχισαν να σκαρφαλώνουν από τις σκαλωσιές, που είχαν φτιάξει οι αρχαιολόγοι για τις ανασκαφές. Φθάνοντας σε απόσταση λίγων μέτρων από τον ιστό της σημαίας δεν αντιλήφθηκαν κανένα φρουρό και με γρήγορες κινήσεις κατέβασαν από τον ιστό το μισητό σύμβολο του ναζισμού. Ήταν μία τεράστια σημαία, διαστάσεων 4x2 m. Είχαν φθάσει πια μεσάνυχτα. Οι 2 «κομάντος» δίπλωσαν και πήραν μαζί τους τη σημαία και ακολουθώντας το ίδιο δρομολόγιο απομακρύνθηκαν από την Ακρόπολη, χωρίς να γίνουν αντιληπτοί από τους Γερμανούς, που συνέχιζαν τη διασκέδασή τους. Με έκπληξη η γερμανική φρουρά αντιλήφθηκε νωρίς το πρωί ότι η σβάστικα έλειπε από τον ιστό. Οι γερμανικές αρχές πανικοβλημένες διέταξαν ανακρίσεις. Μόλις στις 11:00 ανάρτησαν μια νέα σημαία στον κενό ιστό. Γλέζος και Σάντας καταδικάσθηκαν ερήμην σε θάνατο, οι άνδρες της φρουράς εκτελέστηκαν, οι Έλληνες διοικητές των αστυνομικών τμημάτων της περιοχής απαλλάχθηκαν από τα καθήκοντά τους, ενώ για τους φύλακες της Ακρόπολης δεν προέκυψε κάποιο ενοχοποιητικό στοιχείο. Η υποστολή της σβάστικας από την Ακρόπολη αποτέλεσε ουσιαστικά την 1η αντιστασιακή πράξη στην κατεχόμενη Αθήνα, μία ενέργεια με συμβολικό χαρακτήρα, αλλά τεράστια απήχηση στο ηθικό των δοκιμαζόμενων Ελλήνων. Το Σεπτέμβριο του 1941 ιδρύθηκαν οι 2 μεγάλες αντιστασιακές οργανώσεις ΕΑΜ και ΕΔΕΣ. Κατά τη διάρκεια της Κατοχής, ο Μανώλης Γλέζος συνελήφθη 3 φορές από τους Γερμανούς, φυλακίστηκε και κατόρθωσε να δραπετεύσει, ενώ ο Λάκης Σάντας ξέφυγε από τους διώκτες του και κατετάγη στον ΕΛΑΣ. […] Ο Λάκης Σάντας αφηγείται πως κατέβασαν τη Γερμανική σημαία από την Ακρόπολη Έφυγε σήμερα από τη ζωή σε ηλικία 89 ετών ο ήρωας της Εθνικής Αντίστασης και σύντροφος του Μανώλη Γλέζου, Λάκης Σάντας. Ο Λάκης Σάντας, αποτελεί εμβληματική μορφή της Αντίστασης και ήταν ο άνθρωπος που, μαζί με τον Γλέζο, κατέβασε τη γερμανική σημαία από την Ακρόπολη. Ο θάνατός του ήρθε ένα μήνα πριν από την συμπλήρωση 70 χρόνων από το κατέβασμα της σβάστικας από τον Ιερό Βράχο. Ένας Υπολοχαγός μαζί με έναν Ανθυπολοχαγό επικεφαλής ο οποίος είχε τυλιγμένη την πολεμική τους σημαία, μια τεράστια σημαία την οποία θα δείτε εδώ που έχει η φωτογραφία και ανεβήκανε και στον ιστό το μεγάλο που υπήρχε στο μπελβεντέρε, στο στρογγυλό αυτό, ανεβήκανε και βάλανε τη σημαία. Ήταν δηλ. η σημαία σύμβολο κυριαρχίας; Κυριαρχίας των γερμανικών στρατευμάτων που καταλάβανε την Ελλάδα. Δίπλα, παρακάτω, σε έναν μικρό ιστό, βάλανε μια μικρή ελληνική σημαία, δήθεν για να τιμήσουν ας πούμε κτλ.… Πάμε λοιπόν στην επόμενη μέρα. Τι συζητάτε στην παρέα σας πέρα από αυτό; Την επόμενη μέρα, οι Γερμανοί από ό,τι είδαμε, περάσαμε πάνω από την οδό Πανεπιστημίου, ανεβήκαμε και φτάσαμε στο Σύνταγμα και από εκεί στο Ζάππειο. Εκεί μαζευόταν όλη η παρέα, το φοιτηταριό, οι νεαροί της Αθήνας, τότε ήμαστε και λίγος πληθυσμός και ήξερε ο ένας τον άλλον κτλ.. τρόπος του λέγειν δηλ.. Οι Γερμανοί είχαν αρχίσει, πρώτα-πρώτα βγάλανε τα αντιαεροπορικά τους, τα κινητά αεροπορικά τους σε αυτοκίνητα πάνω και τεθωρακισμένα και περίμεναν γιατί πίστευαν ότι οι Εγγλέζοι θα στείλουν τα αεροπλάνα να βομβαρδίσουν. Και είχαν βάλει παντού, ακόμα και στην Ακρόπολη είχαν βάλει αντιαεροπορικά τα οποία είδαμε μετά όταν ανεβήκαμε επάνω να δούμε για άλλα πράγματα. Και βλέπαμε τους Γερμανούς στρατιώτες λοιπόν εκεί γύρω, παντού δε όπου στέκονταν βάζανε σημαίες για να δείξουν στα δικά τους αεροπλάνα τα οποία περνάγανε επάνω και βομβαρδίζανε στον Πειραιά το λιμάνι, πλοία τα οποία προσπαθούσαν να πάρουν Εγγλέζους να φύγουν για τη Μέση Ανατολή κτλ., για να βλέπουν πού ήταν τα γερμανικά οχήματα, να μη βομβαρδίσουν εκεί. Έτσι λοιπόν αρχίσαμε και συζητούσαμε μεταξύ μας τα παιδιά τι γίνεται, τι θα κάνουμε, τι θα γίνει κτλ. Αυτή ήταν η κατάσταση. Εν τω μεταξύ υπήρχε ένα ψυχολογικό κενό και στον πληθυσμό αλλά και σε εμάς ιδιαίτερα τους νέους, που είναι το πιο ευαίσθητο σημείο ενός λαού και μάλιστα ηρωικού λαού, ότι το ψυχολογικό κενό το οποίο είχε δημιουργηθεί από την εξής οξύμωρη έννοια: ότι ενώ μέχρι προχθές ολόκληρη η Ελλάδα ήταν ενθουσιασμένη διότι τα παιδιά της, τα Ελληνόπουλα νικούσαν έναν καλύτερα εξοπλισμένο και πολυπληθέστερο εχθρικό στρατό ο οποίος μέχρι τότε μαζί με τους συμμάχους του ήταν αήττητος και σε μια στιγμή μέσα βρέθηκα από νικητής ηττημένος. Και όχι μόνο ηττημένος, αλλά και κατακτημένος. Υπήρχε λοιπόν ένα αίσθημα αδικίας, αγανάκτησης, λύπης, πικρίας και πόνου. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν αρχίσει ήδη τις προετοιμασίες και από ό,τι μαθαίναμε και από τις εφημερίδες είχαν αρχίσει της επιχειρήσεις δια θαλάσσης για να καταλάβουν την Κρήτη. Είδαμε την αποτυχία, είδαμε ότι βουλιάξανε και πλοία όχι μόνο των Γερμανών αλλά και των Εγγλέζων, πολεμικά πλοία από την Αεροπορία τη γερμανική και γινόταν μάχη στη Μεσόγειο. Ξέραμε λοιπόν ότι έτσι θα αρχίσει η μάχη της Κρήτης. Και κατά τις 20 του μηνός περίπου, 19, 20 του μηνός, δε θυμάμαι ακριβώς, άρχισε η επίθεση με αλεξιπτωτιστές, με βομβαρδισμούς και εν συνεχεία με αλεξιπτωτιστές, από ό,τι μαθαίναμε δηλ. και από το BBC. Εν τω μεταξύ οι Γερμανοί είχαν απαγορεύσει κάθε εκπομπή ξένη κτλ., είχαν κάνει προειδοποιήσεις ότι άν τα αισθήματα του ελληνικού πληθυσμού δεν είναι φιλικά προς τους Γερμανούς στρατιώτες, θα ληφθούν αυστηρά μέτρα κτλ. Μια μέρα που ήμαστε πάλι όλοι μαζί εκεί επάνω στο Ζάππειο και μιλούσαμε, ήταν λιακάδα, η μάχη της Κρήτης εξελισσόταν και κοιτάζαμε προς την Ακρόπολη και βλέπαμε αυτή την τεράστια πολεμική σημαία επάνω στην Ακρόπολη. Σε μια στιγμή ο Μανόλης ο οποίος ήταν στραμμένος προς την Ακρόπολη μου λέει: «Λάκη κοίταξε εκεί επάνω, κοίταξε να δεις τι γίνεται εκεί πάνω». Κοιτάω λοιπόν, βλέπω τη σημαία. Εν τω μεταξύ είχαμε συζητήσει ιδιαίτερα με το Μανόλη με τον οποίο ήμαστε πιο συνδεδεμένοι, είχαμε συζητήσει ότι κάτι πρέπει να κάνουμε. Αλλά τι να κάνουμε; Το να πειράξουμε έναν Γερμανό στρατιώτη να του αρπάξουμε το πιστόλι κτλ. θα μας σκοτώνανε επί τόπου και θα ήταν ένα απλό συμβάν, δηλ. με το να χτυπήσουμε έναν Γερμανό στρατιώτη δεν έβγαινε τίποτα, δεν είχε σημασία συμβολική που να πειράξει τους Γερμανούς, εμείς θέλαμε να κάνουμε κάτι που να πειράξει τους Γερμανούς, κάτι που είχε σχέση με ιδεαλισμό. Και μόλις μου είπε ο Μανόλης και γύρισα και κοίταξα, όπως ήταν έτσι με τον ήλιο επάνω και είδα τη σβάστικα διότι είχε αέρα και κυμάτιζε η σημαία τους, η οποία ήταν μια τεράστια σημαία με τον αγκυλωτό σταυρό και πάνω αριστερά είχε τον γοτθικό στρατό του Κάιζερ, του Α ΠΠ, του λέω «ναι, έχεις δίκιο, αυτό είναι, αυτό πρέπει να τους κάνουμε εάν μπορούμε». Από κει και πέρα, αμέσως μετά φύγαμε, ξεχωρίσαμε από τους άλλους και αρχίσαμε να συζητάμε εντατικά τι θα κάνουμε και πώς θα το μεθοδεύσουμε. Η 1η λοιπόν σκέψη ήταν να πάμε στην εγκυκλοπαίδεια, γιατί ήμαστε άνθρωποι μορφωμένοι και βιβλιοφάγοι. Και πήγαμε στη Μπενάκειο Βιβλιοθήκη, ανοίξαμε την εγκυκλοπαίδεια στη λέξη «Ακρόπολις» και πήραμε όλα τα σχεδιαγράμματα και διαβάσαμε τα πάντα. Είδαμε λοιπόν την ιστορία, πότε γκρεμιστήκανε, πότε ξαναφτιαχτήκανε, πότε την καταλάβανε οι Τούρκοι, πότε οι Έλληνες, πότε έτσι, πότε αλλιώς. Καταλήξαμε λοιπόν στο σημείο ότι το μόνο μέρος στο οποίο υπήρχε μια ρωγμή, το μέρος αυτό, η σπηλιά της Ανάγνου το οποίο είχε μια ρωγμή από ένα βάθρο που ήταν στο βορινό μέρος του Ερεχθείου μέχρι κάτω και από ένα σημείο και μετά είχε ένα ξεροπήγαδο εις το οποίο κατά τη μυθολογία ήταν το άνδρο, η φωλιά του Εριχθόνιου, ο οποίος ήταν ο ιερός όφις της Αθηνάς, ο φύλακας της Ακρόπολης, ήταν αυτός που φύλαγε τους ιερούς ναούς της Ακρόπολης, αυτό το φίδι που έχει στην ασπίδα της η θεά Αθηνά, και ο οποίος κατά τη μυθολογία οι ιέρειες των ναών του ρίχνανε μελόπιτες μια φορά το μήνα για να διατηρείται, να τρώει και να φυλάει τα ιερά. Αυτό ήταν μια μεγάλη ρωγμή η οποία είχε ένα άνοιγμα όμως στη βορινή πλευρά προς τη μεριά των Αέρηδων, τη βορινή πλευρά. Το θέμα ήταν ότι από το βάθρο, από τη οπή που είχε στη βορινή πλευρά στο τείχος της Ακροπόλεως μέχρι επάνω οπυ ήταν το βάθρο στη βάση του Ερεχθείου, εάν μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Είχαμε δει λοιπόν ότι εκεί είχαν κάνει ανασκαφές οι Γάλλοι αρχαιολόγοι. Πήγαμε λοιπόν και αρχίσαμε να κάνουμε κατόπτευση το απογευματάκι. Είχε ένα αλσύλλιο, δεντράκια, από έξω ένα συρματόπλεγμα με μια πόρτα και επάνω ήταν ο τοίχος. Σε μια στιγμή είχαμε μια ξύλινη παλιά πόρτα σα σανίδες, η οποία ήταν κλεισμένη επάνω σε ένα μέρος του βράχου. Και καταλάβαμε ότι εκεί υπήρχε μια οπή. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε την ίδια μέρα, καθίσαμε εκεί, είχε ένα καφενεδάκι στον περίγυρο της Ακρόπολης, παρακάτω είναι και μια εκκλησία που λέγεται «η Σταύρωση του Χριστού», κάπως έτσι, και πήγαμε λοιπόν εκεί, καθίσαμε, πέρασε η ώρα, πηδήξαμε τα συρματοπλέγματα, ανεβήκαμε μέσα από τα δέντρα και φτάσαμε στην πόρτα αυτή. Εκεί είδαμε ότι υπάρχει ένα λουκέτο σκουριασμένο το οποίο προσπαθήσαμε και του βγάλαμε τις στρόφιγγες, ανοίξαμε την πόρτα και είδαμε μια οπή. Δεν είχαμε όμως μαζί μας φανάρι για να δούμε, μέσα ήταν σκοτάδι, υπήρχαν και κάτι νυχτερίδες κτλ., την κλείσαμε πάλι την πόρτα, φύγαμε και πήγαμε την άλλη μέρα πάλι αργά το βράδυ. Δηλ. η κυκλοφορία είχε απαγορευθεί από τις 11 μέχρι το πρωί στις 6. Πήγαμε λοιπόν από τις 9, μπήκαμε, αυτή τη φορά είχαμε κι ένα μικρό φανάρι και ρίξαμε μέσα και είδαμε στη δεξιά μεριά, πράγματι υπήρχε ένα πλάτωμα με πέτρες και χώματα κι αυτά, και παραπέρα ήταν η οπή που ήταν το ξεροπήγαδο. Δεξιά όμως στο βράχο επάνω είχε μαδέρια, το οποίο ήταν το ένα έτσι, το άλλο έτσι και ανεβαίνανε προς τα πάνω. Αυτά τα μαδέρια είχαν μείνει από τις ανασκαφές τις οποίες είχαν κάνει οι Αρχαιολόγοι. Δεν ξέραμε όμως αν κρατάνε τα μαδέρια. Έτσι λοιπόν ανεβήκαμε στα πρώτα μαδέρια να δούμε αν κρατάνε. Και είδαμε ότι κρατάνε το βάρος μας. Μετά φύγαμε, κλείσαμε πάλι την πόρτα και την Κυριακή, την επόμενη Κυριακή, μετά 3 μέρες δηλ., ανεβήκαμε επάνω στην Ακρόπολη ως επισκέπτες, ότι πάμε να δούμε την Ακρόπολη. Πήγαμε λοιπόν, πήγαμε σιγά-σιγά όταν δε μας παρακολουθούσε κανένας προς το Ερεχθείο, πήγαμε προς τα κάτω και είδαμε το βάθρο, τα σκαλιά που κατεβαίνουν και είδαμε την οπή πάλι. Πήγαμε λοιπόν εκεί, κατεβήκαμε στα σκαλιά σιγά- σιγά και κοιτάξαμε και είδαμε ότι τα μαδέρια αυτά ήταν μισό μέτρα από το τελευταίο σκαλί. Και είδαμε ότι μπορούσαμε να φτάσουμε μέχρι εκεί. Έτσι λοιπόν, αποφασίσαμε ότι από εκεί θα ανέβουμε. Το θέμα είναι ότι μπροστά από το στρογγυλό το μπελβεντέρε που επάνω στον μεγάλο αυτό ιστό υπήρχε η γερμανική πολεμική σημαία, για το κάτω υπήρχε μια σκοπιά ξύλινη η οποία έμπαινε ο σκοπός όταν έβρεχε ή είχε άσχημο καιρό. Εν τω μεταξύ στα Προπύλαια κάτω, εκεί που βγάζουν τα εισιτήρια κτλ., εκεί ήταν ο στρατωνισμός της διμοιρίας που φύλαγε τη σημαία. Υπήρχε μια διμοιρία Γερμανών στρατιωτών. Ολόκληρη διμοιρία φύλαγε τη σημαία. Ολόκληρη διμοιρία βέβαια είχαν, γιατί είδαμε πολλούς, δεν ξέραμε πόσοι είναι. Μετά κατεβήκαμε και φύγαμε. Εν τω μεταξύ μέρες είχαν περάσει και στις 29 του μηνός το βράδυ αργά, βγάλανε ανακοίνωση οι Γερμανοί και την άλλη μέρα το πρωί βγήκαν και εφημερίδες, αλλά από το ραδιόφωνο έκαναν ανακοίνωση ότι η μάχη της Κρήτης έληξε με νίκη των γερμανικών στρατιωτικών δυνάμεων της Βέρμαχτ κτλ. και έλεγαν διάφορα μέτρα, ότι έγιναν εγκλήματα κατά των Γερμανών, τα δικά τους κτλ. Αμέσως ήρθε ο Μανόλης και μου χτύπησε την πόρτα, βγήκα έξω, μου λέει «Λάκη πρέπει να πάμε, πότε να πάμε;» Του λέω «να πάμε αύριο. Απόψε δε μπορούμε να πάμε, έχει περάσει η ώρα» ήταν 10 και κάτι η ώρα. Μου λέει «εντάξει». Αυτός του οποίου την κηδεία θα πάμε σήμερα στις 5 η ώρα, ήταν ο 3ος άνθρωπος, ο Αντώνης ο Μοσχοβάκης, ο οποίος είχαμε σκοπό να του πούμε αν μπορεί να έρθει μαζί μας. Τελικά δεν έγινε αυτό το πράγμα και πήγαμε μόνοι μας την άλλη μέρα. Να σας ρωτήσω: Ενώ ήσασταν μεγάλη παρέα και ενώ βρισκόσασταν κάθε απόγευμα στο Ζάππειο και σε αυτή την περιοχή, εσείς τα είπατε αυτά τα σχέδιά σας σε κάποιον άλλον; Πώς τηρήσατε δηλαδή αυτή τη συνωμοτικότητα που απαιτείτο; Πρώτα-πρώτα αυτό ήταν ένα εγχείρημα επειδή εμείς ήμαστε γνώστες της συμβολικής σημασίας που θα είχε για το γερμανικό στρατό ο οποίος ήταν ένας στρατός περήφανος και υπερφίαλος ας πούμε και πολύ βάρβαρος, και ήταν και πολεμιστής, ότι η προσβολή αυτή στη σημαία τους ήταν μεγάλη προσβολή, γιατί όπως ξέρουμε η σημαία είναι το σύμβολο. Στη μάχη όταν σκοτωθεί ο στρατιώτης που κρατάει τη σημαία όταν γίνεται επίθεση, αμέσως την παίρνει άλλος κτλ. και η σημαία πρέπει να είναι πάντα ψηλά. Επειδή ξέραμε ότι ήταν θανάσιμο αυτό, εάν λοιπόν τα καταφέρναμε ξέραμε ότι οι Γερμανοί αν μας πιάσουν καταρχήν θα μας σκοτώσουν. Και μάλιστα καλύτερα ήταν να σκοτωθούμε μόνοι μας γιατί θα μας βασανίζανε κιόλας. Αλλά δε μπορούσαμε να εμπιστευθούμε σε κανέναν. Όμως για το ζήτημα του συνωμοτισμού που λες, αυτό το μεταξύ μας, αυτό είχε προϊστορία διότι όπως είπα προηγουμένως εμείς είχαμε βγάλει το 4ο Γυμνάσιο Αρρένων Αθηνών όπου υπήρχαν 2 συμμαθητές μας, ο ένας ήταν από την Αίγυπτο, ελληνικής καταγωγής που είχε έρθει για να βγάλει το Γυμνάσιο εδώ και να σπουδάσει Νομικά, και ο άλλος ήταν από τη Δωδεκάνησο, από τη Ρόδο και είχε έρθει εδώ, τον στείλανε οι γονείς του για να σπουδάσει Ελληνικά. Αυτός λοιπόν μας διηγείτο την κατοχή των Ιταλών στη Δωδεκάνησο που οι Ιταλοί προσπαθούσαν να εξιταλίσουν τα ελληνόπουλα εκεί και απαγορεύανε, βάζανε ως κύρια γλώσσα την Ιταλική στα σχολεία κτλ. Επειδή λοιπόν το καθεστώς εδώ όπως σας είπα ήταν και κάνω μια παρέκβαση τώρα αντίγραφο του καθεστώτος του φασιστικού της Ιταλίας και είχε δημιουργήσει και νεολαία που χαιρέταγε κατά αυτό τον τρόπο, με το χέρι τεταμένο κτλ. αλά Ιταλία, εν τω μεταξύ οι πατεράδες μας εμάς ήταν άνθρωποι δημοκρατικοί διότι ήταν με το Βενιζέλο τότε κτλ., είχαμε δημιουργήσει μια κατάσταση, δηλ. λέγαμε διάφορα, ένα είδος νεαρών δημοκρατικών ας πούμε ενάντια στο καθεστώς. Ακόμη μας πιέζανε και με τις διάφορες συγκεντρώσεις τις οποίες κάνανε με τη νεολαία, μας υποχρέωναν να φοράμε μια μπλε στολή, να χαιρετάμε έτσι, να πηγαίνουμε στις παρελάσεις, πράγματα τα οποία εμείς δεν τα θέλαμε, οι νέοι άνθρωποι ας πούμε και ήμαστε εναντίον αυτής της κατάστασης. Υπήρχε λοιπόν ένα είδος τέτοιου συνωμοτισμού, δηλ. είχε δημιουργηθεί η κατάσταση. Τώρα λοιπόν που βρισκόμαστε και στα δύσκολα, σε καταστάσεις πολεμικές πλέον και ξέραμε τι σημασία συμβολική θα είχε η προσβολή αυτή εναντίον των Γερμανών, γι’ αυτό προσπαθούσαμε. Τώρα το γιατί οι 2 μας; Γιατί έτσι, ταιριάζαμε με το Μανόλη, έχουμε την ίδια ιδιοσυγκρασία, ήμαστε λιγάκι διαφορετικοί σε άλλα πράγματα, αλλά στο ζήτημα του θάρρους ας το πούμε, της παλικαριάς, της ανδρειοσύνης κτλ. ήμαστε ίδιοι, δεν υπήρχε δηλ.περίπτωση να λυγίσουμε με τίποτα. Και αυτό ήταν αυθόρμητο, δεν το κάναμε διότι κάναμε τον παλικαρά. Μάλιστα εκείνο το οποίο έχει σημασία είναι ότι όταν μάθανε μετά τον πόλεμο οι άλλοι συμμαθητές μας που ζούσαν ακόμη, γιατί ορισμένοι σκοτωθήκανε κι αυτοί στον πόλεμο, όταν μάθανε τα 2 παιδιά αυτά γιατί ήμαστε από τα πιο ήσυχα παιδιά της τάξης ήταν αυτά που έκαναν αυτό το κατόρθωμα, έμειναν έκπληκτοι. Και εκτός από αυτό, εμείς κάναμε το κατόρθωμα και μετά πήγαμε στην Αντίσταση. Και μείνανε με το στόμα ανοιχτό, «μα αυτοί; Αυτοί δεν είναι ούτε καυγατζήδες ούτε τίποτα». Να φανταστείς δεν καπνίζαμε κιόλας, οι άλλοι καπνίζανε κιόλας κρυφά. Εμείς τότε δεν καπνίζαμε κιόλας. Ήσασταν καλά παιδιά… Ναι. Είχαμε λοιπόν μια προδιάθεση για αυτό. Αποφασίσαμε λοιπόν με το Μανόλη να πάμε την άλλη μέρα και πήγαμε. Πραγματικά μπήκαμε μέσα, ανεβήκαμε, βγήκαμε επάνω από το τελευταίο μαδέρι, κατορθώσαμε και φτάσαμε, ανεβήκαμε. Είχε ένα τέταρτο σελήνης και υπήρχε ησυχία, ηρεμία. Το θέμα ήταν τώρα εάν ο σκοπός ήταν μέσα ή έξω από τη σκοπιά. Εν τω μεταξύ ακούγαμε χάχανα κτλ. από κάτω, γιορτάζανε για την Κρήτη, τη νίκη της Κρήτης. Επειδή ήταν σκοτάδι και νύχτα, αυτοί γλεντάγανε και ακουγόταν πολύ. Για να δούμε λοιπόν αν υπήρχε σκοπός μέσα χωριστήκαμε, ο ένας πήγε από τη μεριά του Παρθενώνα κι ο άλλος από την άλλη και πετάγαμε πέτρες, ούτως ώστε αν είναι μέσα στη σκοπιά να βγει να δει τι είναι. Είδαμε λοιπόν ότι δεν υπάρχει σκοπός. Και τότε ανεβήκαμε επάνω από τα σκαλιά, λύσαμε το συρματόσκοινο και προσπαθήσαμε να την κατεβάσουμε. Αυτή η σημαία είχε 3 μεγάλα σύρματα τα οποία είχαν στρόφιγγες από έξω από το βράχο και κρατάγανε τη σημαία η οποία όταν είχε αέρα, ήταν μια τεράστια σημαία έτρεμε όλος ο ιστός. Η σημαία λοιπόν κατέβαινε μέχρι το τελευταίο, εκεί στον κόμβο που ήταν τα 3 σύρματα και από εκεί δεν κατέβαινε. Φτάναμε μέχρι εκεί, σκαρφαλώναμε, την πιάναμε, την τραβάγαμε, τίποτα. Ο μόνος τρόπος για να κατεβεί η σημαία ήταν να ανοίξουν τα τρία σύρματα, όπως είναι στο γαϊτανάκι. Ο μόνος τρόπος λοιπόν ήταν ή θα φεύγαμε και θα την αφήναμε έτσι ή θα έπρεπε να βγάλουμε τα σύρματα. Και αποφασίσαμε να κάνουμε αυτό. Πήγαμε λοιπόν και σιγά-σιγά, κατορθώσαμε και ξεμπλέξαμε τα σύρματα αλλά εν τω μεταξύ είχε περάσει μιάμιση ώρα και είχε περάσει η κυκλοφορία, είχε φτάσει 00.30 η ώρα και στο τέλος κατέβηκε η σημαία, την κόψαμε με ένα μαχαιράκι που είχα εγώ, κόψαμε από ένα κομμάτι από τον αγκυλωτό σταυρό, το βάλαμε στον κόρφο μας και τη μαζέψαμε κι έγινε ένας μπόγος τέτοιος, τον οποίο μπόγο όμως δε μπορούσαμε πλέον να τον πάρουμε μαζί μας που θα φεύγαμε, διότι πώς θα τον παίρναμε μαζί μας; Θα μας βλέπανε. Πού να τον πάμε; Και σκεφτήκαμε ότι το μόνο μέρος που μπορούσαμε να το πάμε είναι κάτω στο ξεροπήγαδο να το ρίξουμε και μάλιστα κάναμε και καλαμπούρι για να το φυλάει ο Εριχθόνιος. Αφήσαμε εν τω μεταξύ, για να δείτε ότι ήμαστε πολύ ώριμοι για την ηλικία μας τότε, επειδή ξέραμε ότι οι Γερμανοί είναι μεθοδικός λαός και είναι άνθρωποι της λεπτομέρειας και μεθοδικοί, βάλαμε τα αποτυπώματά μας και ο ένας και ο άλλος επάνω στον ιστό της σημαίας. Άσε που σκαρφαλώνοντας προηγουμένως οπωσδήποτε θα υπήρχαν τα αποτυπώματα. Αυτό όμως έσωσε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους της Ακροπόλεως, τους οποίους τους συλλάβανε όλους την άλλη μέρα. Αλλά επειδή ήταν τέτοιοι ακριβώς, καλέσανε και τον Έλληνα Εισαγγελέα των Πρωτοδικών τότε ο οποίος λεγόταν Μικρουλέας. Ο δε γιος του τώρα είναι και αυτός δικηγόρος και τον βρήκαμε μετά όταν κάναμε μια εκπομπή τότε με τον συχωρεμένο το Φρέντυ Γερμανό, ο Φρέντυ τον βρήκε το γιο του τότε Εισαγγελέα, ο οποίος μάλιστα προσπαθούσε να σαμποτάρει όσο μπορούσε. Οι Γερμανοί όμως ανακριτές ήταν τυπικοί, είδαν ότι τα αποτυπώματα δεν ταιριάζανε και αφού τους κρατήσανε τους φύλακες και τους αρχαιολόγους, τους αφήσανε. Τους δικούς τους όμως τους τουφεκίσανε. Φεύγουμε λοιπόν, κατεβαίνουμε, ρίχνουμε τη σημαία, ρίχνουμε από πάνω πέτρες και χώματα, ανοίγουμε την πόρτα και φεύγουμε. Και πάμε τώρα τοίχο-τοίχο, είναι η ώρα 1.30, τοίχο, τοίχο περνάμε από την Αδριανού κάτω, πάμε Μητροπόλεως, μόλις μπαίνουμε στην πλατεία που είναι η Μητρόπολη, εκεί αριστερά, ήταν ένα Ταμείο Δημόσιο και το φύλαγε ένας Αστυφύλακας. Και ξαφνικά όπως περπατάγαμε τοίχο, τοίχο, στο φανάρι με το πιστόλι μας λέει «ψηλά τα χέρια, ποιοι είσαστε;» Αλλά ελληνικά. Είδαμε λοιπόν ότι είναι Έλληνας. Τον είδαμε μετά, ήρθε κοντά, είδαμε ότι είναι Αστυφύλακας. Εγώ ευτυχώς είχα την ταυτότητα της Νομικής στην τσέπη μου. Ο Μανόλης δεν είχε τίποτα. Βγάζω λοιπόν την ταυτότητα, «ποιοι είσαστε;» μας λέει. Του λέμε «είμαστε φοιτητές και είχαμε πάει σε ένα γλέντι και πέρασε η ώρα και τώρα επειδή οι δικοί μας ανησυχούν, πάμε..» Λέει, «καλά, δεν ξέρετε ότι οι Γερμανοί, οι Γερμανοί θα σας σκοτώσουν. Στο δρόμο τέτοια ώρα; Πού είναι τα σπίτια σας;» «Εδώ κοντά είναι, παρακάτω». «Μπορείτε να πάτε; Προσέξτε καλά. Για να δω». Τους κάνω έτσι λοιπόν, δεν την πήρε την ταυτότητα, είδε όμως τη λέξη «Πανεπιστήμιο» και μου λέει «καλά, εντάξει, φύγετε και να προσέχετε άλλη φορά» κτλ. Αυτός ο άνθρωπος μάθαμε εκ των υστέρων, τότε που κάναμε την εκπομπή με το Φρέντυ Γερμανό ο οποίος ήταν πολύ τρομερός δημοσιογράφος, ψάξανε να βρουν τι έγινε. Αυτός ήταν πατριώτης. Αυτός είχε πεθάνει εν τω μεταξύ και βρήκαν τη γυναίκα του στη Σαλαμίνα, η οποία είπε, και το είπαμε αυτό στην εκπομπή που κάναμε, είπε τα εξής: Ότι την άλλη μέρα αυτός, όταν οι Γερμανοί έβγαλαν την ανακοίνωση, η οποία ανακοίνωση την άλλη μέρα έγραφε τα εξής στο Γερμανό. Μισό λεπτό, πείτε μου λίγο για αυτόν και μετά θα μου πείτε για τη γυναίκα του. Αυτός είπε λοιπόν στη γυναίκα του ότι «αυτά τα παιδιά που σταμάτησα εχθές το βράδυ, πρέπει να έχουν κάτι να κάνουν με αυτό το ζήτημα των Γερμανών, της πολεμικής σημαίας. Αλλά δεν ξέρω με ποιους ήταν και τι ήταν κτλ., αλλά πάντως πρέπει να ήταν εκεί. Διότι ήταν ιδρωμένοι», εγώ φορούσε ένα άσπρο κουστούμι και ήταν λερωμένο κτλ. «Αυτοί έρχονταν από κει, αυτοί είχαν κάτι να κάνουν». Αλλά της λέει της γυναίκας του: «Πρόσεξε μη τυχόν και πεις κουβέντα σε κανέναν γιατί θα τους σκοτώσουν». Αυτουνού του Αστυφύλακα του έχουν τη φωτογραφία στη Γενική Διεύθυνση της Αστυνομίας και τον έχουν ως ήρωα, διότι πραγματικά ήταν πατριώτης. Και το έγραψε και η «Αστυνομική Επιθεώρηση» μετά. Θυμάστε το όνομά του; Όχι, δεν το θυμάμαι αλλά άμα δείτε την εκπομπή το Φρέντυ Γερμανού θα το βρείτε εκεί. Φεύγουμε λοιπόν σιγά, σιγά, περνάμε από του Ψυρρή μέσα, κατεβαίνουμε και φτάνουμε, φτάνω πρώτα εγώ στο δικό μου και παρακάτω ήταν ο Μανόλης. Φτάνουμε λοιπόν, εγώ ανεβαίνω επάνω, ο πατέρας μου, ήταν όλοι όρθιοι και περίμεναν. Ο πατέρας μου, η μάνα μου, μητριά μου δηλ. ήταν και η αδερφή μου η μεγάλη. «Παιδί μου τι έγινε, πού ήσουνα;» Βγάζω λοιπόν κι μόλις το βλέπει ο πατέρας μου λέει: «Πω-πω συμφορά! Όχι μόνο θα μας σκοτώσουν οι Γερμανοί, θα μας εξανδραποδίσουν. Τη σημαία τους;» Εν τω μεταξύ ο πατέρας μου ήταν ένας άνθρωπος ο οποίος είχε πολεμήσει στους Βαλκανικούς πολέμους, είχε πολεμήσει στη Μικρά Ασία, είχε τραύματα, ήταν έφεδρος Αξιωματικός και μόλις του είπα «σημαία», «θα μας κάψουν όλους, όλοι, μέχρι τρίτη γενεά» μου λέει. «Τη σημαία τη γερμανική;» Περιμέναμε λοιπόν την άλλη μέρα το πρωί. Εν τω μεταξύ όλος ο κόσμος την άλλη μέρα το πρωί είχε βγει στις ταράτσες και κοίταζε επάνω. Ήταν μόνο η ελληνική σημαία, ο ιστός ήταν σκέτος χωρίς τη σημαία τη γερμανική και ο κόσμος εν τω μεταξύ είχε αρχίσει και διαδίδετο ότι φεύγουν οι Γερμανοί, θα κάνουν απόβαση οι Εγγλέζοι, έγινε αυτό, εκείνο, το άλλο, φεύγουν οι Γερμανοί κτλ. Ο κόσμος στα παράθυρα, γινόταν της κακομοίρας, στα καφενεία. Κατά τις 12 η ώρα λοιπόν, αρχίζει το ραδιόφωνο πρώτα. Ανακοίνωση από το ραδιόφωνο και αμέσως βγήκε έκτακτη έκδοση οι εφημερίδες. Αφού είχατε κάνει αυτό που είχατε συμφωνήσει με το Μανόλη το Γλέζο και είχατε πάρει το κομματάκι του ο καθένας, είχατε κατέβει, τι λέγατε ο ένας στον άλλον; Δηλ. τι συναίσθημα είχατε, τι συζητούσατε εκεί, αν συζητούσατε κάτι. Δηλ. αν όπως πηγαίνατε προς τα σπίτια σας λέγατε κάτι, πιο ήταν τη συναίσθημά σας; Λέγαμε τι θα γίνει την άλλη μέρα. Δεν ξέραμε. Λέγαμε διάφορα ας πούμε. Τα είχατε καταφέρει θέλω να πω. Ναι, καλά, ήμαστε ικανοποιημένοι, ψύχραιμοι. Και μάλιστα για να σου δείξω πόσο ψύχραιμοι είμαστε, επειδή τότε είχε τραμ, πρώτα-πρώτα προσπαθούσαμε να καλύψουμε τα ίχνη μας, που φύγαμε από εκεί. Αλλά δε μπορούσαμε να κάνουμε τίποτε στους δρόμους. Αλλά τι σκεφτήκαμε: Ότι αν τυχόν έχουν σκυλιά, επειδή βλέπαμε και τα κινηματογραφικά έργα τι είναι το μυαλό του ανθρώπου σκεφτήκαμε επειδή αν είχαν σκυλιά και με τη μυρωδιά μας ακολουθούσαν, αρχίσαμε και περπατάγαμε ο ένας στη μία και ο άλλος στην άλλη στις γραμμές του τρένου, ούτως ώστε την άλλη μέρα το πρωί που θα ξεκινούσαν τα τραμ, να καλύψουν τη μυρωδιά κτλ. Μέχρι εκεί είχαμε φτάσει. Και τελικά φτάσαμε στα σπίτια μας βέβαια. Μια ερώτηση: Εργαλεία είχατε πάνω; Είχα εγώ ένα μαχαιράκι, αυτό με το οποίο κόψαμε τη σημαία και ένα μικρό κλεφτοφάναρο που το είχαμε μια μικρή σχισμή, είχα βάλει λευκοπλάστη δεξιά κι αριστερά και είχα μια μικρή σχισμή για να βλέπουμε την ώρα που ανεβαίναμε από τα μαδέρια επάνω και την ώρα που κατεβαίνανε. Γιατί κάτω ήταν 34 m περίπου όπως είδαμε εκ των υστέρων από πάνω μέχρι κάτω. 34 m βράχια που αν πέφταμε δεν υπήρχε περίπτωση να γλιτώσουμε. Αλλά θέλω να πω, ούτε ένα κατσαβίδι; Τίποτα. Ένα μαχαιράκι μόνο που κόψαμε τα σύρματα. Τίποτε άλλο. Και με τα χέρια σας λύσατε; Και με τα χέρια, γιατί ήταν ματωμένα τα χέρια μας όταν λύσαμε τις στρόφιγγες οι οποίες ήταν σκουριασμένες. Αλλά ευτυχώς ήταν πρόσφατες, επειδή είχαν βάλει τα σύρματα οι Γερμανοί. Γι αυτό τα λύσαμε, αλλιώς δε θα μπορούσαμε. Την επόμενη μέρα λοιπόν, θέλω να μου πείτε για την ανακοίνωση των Γερμανών. Οι Γερμανοί λοιπόν έβγαλαν μια ανακοίνωση που έλεγε το εξής: «Τη νύχτα της 30ης προς την 31η Μαΐου, άγνωστοι δράστες υπεξαίρεσαν τη γερμανική πολεμική σημαία από το βράχο της Ακροπόλεως. Οι δράστες θα τιμωρηθώσι δια της ποινής του θανάτου. Οι γνωρίζοντες ποιοι είναι οι δράστες και δεν το καταγγέλλουν στα στρατεύματα κατοχής, θα τιμωρηθώσι επίσης δια της ποινής του θανάτου. Απολύονται όλοι οι Διοικηταί Τμημάτων από τα Τμήματα που είναι στον περίβολο σε απόσταση…. περιορίζεται η κυκλοφορία αμέσως από τις 8 η ώρα», 8, 9, δε θυμάμαι ακριβώς «μέχρι το πρωί. Όποιος συναντάται στο δρόμο θα τουφεκίζεται. Θέλουμε να προειδοποιήσουμε τον ελληνικό λαό ότι τα γερμανικά στρατεύματα είναι φιλικώς διακείμενα προς τον ελληνικό πληθυσμό, αλλά εάν τυχόν εθνικές πράξεις εναντίον των στρατευμάτων λάβουν χώρα, θα ληφθούν αυστηρότατα μέτρα». Από κάτω, Von Stumme, ο στρατηγός. Και μετά πλακώσανε.. Πρώτα-πρώτα ήρθε εδώ για να δει την Ακρόπολη κτλ και μάλιστα τον έχει και φωτογραφία στο βιβλίο του ο Βρετανός αυτός που έγραψε το «Η Αθήνα της κατοχής», ο Καθηγητής ο νεαρός τον οποίο γνώρισα μάλιστα, με είχε καλέσει ο Βασίλης Βασιλικός την ημέρα που βγάλανε το βιβλίο, είχε έρθει κι αυτός, ο von Brauchitsch, ο στρατάρχης. Μετά έστειλε ο Hitler τον Himmler, τον Υπαρχηγό του, Αρχηγό των SS μαζί με 3 επιτελείς, τον οποίο τον έχω και φωτογραφία, τον έστειλε στη Ακρόπολη να κάνει ανακρίσεις και υπάρχει μια φωτογραφία που κοιτάει ακριβώς το βάθρο από το οποίο βγήκαμε εμείς. Τον έχει πάρει ο πολεμικός ανταποκριτής από κάτω μαζί με 2 δικούς του. Αυτά είπαν οι Γερμανοί, αυτή ήταν η ιστορία. Την επόμενη μέρα υπήρχε αυτό το ράδιο αρβύλα ότι φεύγουν οι Γερμανοί, έρχονται οι Άγγλοι; Ναι, εμείς δε μπορούσαμε να πούμε τίποτα. Ο πατέρας σας; Ο πατέρας μου το 1ο πράγμα που έκανε, έκαψε το κομμάτι της σημαίας, τουλάχιστον να μην το βρουν. Το ίδιο έκανε και η μάνα του Μανόλη. Σε αυτό καλά κάνανε βέβαια, γιατί θα το βρίσκανε αυτοί. Επειδή μετά μας πιάσανε σε μια άλλη επιχείρηση, αλλά όχι οι Γερμανοί, η Gestapo, το Ναυτικό κάτω, είχαμε πάει σε ένα πλοίο μέσα να μπούμε και μας πιάσανε οι Γερμανοί, βάζανε τις λόγχες και στα πατώματα… Επίσης για τα παιδιά ήθελα να σας πω το εξής: Όταν πηγαίνω στα σχολεία να μιλήσω, μετά μου βάζουν γραμματάκια, ποιηματάκια, ζωγραφίζουν κτλ. Εν τω μεταξύ κάθονται και ακούνε όταν τους λέω την ιστορία για τη σημαία. Πώς μπήκαμε, για τον Εριχθόνιο, με ρωτάνε για τον Εριχθόνιο, αν ήταν μεγάλος ο όφις. Ένας από αυτούς λοιπόν καθόταν μπροστά, ήταν πιτσιρικάς, πρωτάκι. Μου λέει «θέλω να σου πω». Του λέω «έλα εδώ». Ήρθε λοιπόν και του λέω: «Λέγε». Ήρθε λοιπόν κοντά στο αυτί μου, δεν ήθελε να τον ακούσουν οι άλλοι, μου λέει «δε φοβήθηκες;» Του λέω «Πώς; Βεβαίως και φοβήθηκα. Αμα δεις κανέναν και σου πει ότι δε φοβάται, λέει ψέματα. Όλοι φοβόμαστε. Όλοι. Αλλά όταν πρέπει να γίνει, πρέπει να το κάνουμε. Εκεί ξεχωρίζουν οι άνθρωποι. Εντάξει;» «Εντάξει». «Δώσε μου ένα φιλάκι τώρα» Αυτά είναι τα παιδιά, τα Ελληνόπουλα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου