Νικηταράς(σαν σήμερα 18/05/1821 ονομάστηκε «Τουρκοφάγος», αλλά πέθανε ζητιανεύοντας περήφανος για την «ελεύθερη» Ελλάδα που «απολάμβανε»)
Ο Νικήτας Σταματελόπουλος ή Νικηταράς ή Τουρκοφάγος(1782-1849) γεννήθηκε στη Νέδουσα(Μεγάλη Αναστάσοβα), ένα μικρό χωριό στους πρόποδες του Ταϋγέτου, 25 km από την Καλαμάτα. Καταγόταν από το χωριό Τουρκολέκα, του δήμου Φαλαισίας της Μεγαλόπολης. Ήταν ανιψιός του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη. Υπέγραφε και με το όνομα Τουρκολέκας ή Τουρκολακιώτης. Μ’ αυτό αναφέρεται σε μερικά δημοτικά τραγούδια. Τελικά όμως επικράτησε το επώνυμο Σταματελόπουλος από το βαπτιστικό όνομα του πατέρα του(Σταματέλος). Κατά τον ανηλεή διωγμό των κλεφταρματολών της Πελοποννήσου, ο πατέρας του σκοτώθηκε(1805) από τους Τούρκους και ο Νικηταράς ακολούθησε τον θείο του Κολοκοτρώνη στα Επτάνησα, όπου εντάχθηκε στα ρωσικά τάγματα και μετέβη στην Ιταλία για να πολεμήσει κατά του στρατού του Ναπολέοντα. Στη συνέχεια επέστρεψε στα Επτάνησα και υπηρέτησε τους Γάλλους, οι οποίοι στο μεταξύ τα είχαν καταλάβει με τη συνθήκη του Tilsit(σημ. Sovetsk Ρωσίας). Ήταν ένας από τους σημαντικότερους αγωνιστές της Επανάστασης του 1821. Συντηρούσε δικό του σώμα ενόπλων με άνδρες που προέρχονταν από διάφορα μέρη της Ελλάδας. Με την έκρηξη της Επανάστασης, στην 1η μάχη στο Βαλτέτσι Αρκαδίας(12-13/05/1821, είχε προηγηθεί μια συμπλοκή στο Λεβίδι τον Απρίλη), ο Νικηταράς που κρατούσε με 200 άντρες τα Άνω Δολιανά, κατάφερε να αποκρούσει 6.000 Τούρκους που επιτίθεντο με πυροβολικό. Επειδή έπεσαν πολλοί Τούρκοι από το χέρι του σ' εκείνη τη μάχη, οι άντρες του τον ονόμασαν Τουρκοφάγο. Διακρίθηκε και στις μάχες που ακολούθησαν, όπου συνεργάστηκε με το θείο του, κυρίως στην πολιορκία και την άλωση της Τρίπολης(23/09/1821). Νικηταρά- Νικηταρά πού' χεις στα πόδια σου φτερά και στην καρδιά ατσάλι Όταν η Τρίπολη καταλήφθηκε από τους Έλληνες, δε ζήτησε κανένα λάφυρο για τον εαυτό του και όταν του πρόσφεραν ένα αδαμαντοκόλλητο σπαθί, το έκανε δώρο στην προσωρινή κυβέρνηση. Όταν οι Έλληνες κατέστρεψαν τη στρατιά του Δράμαλη στα στενά των Δερβενακίων, ο Νικηταράς μαζί με τους Δημήτριο Υψηλάντη και Παπαφλέσσα, είχε καταλάβει τη χαράδρα γύρω από τον Άγιο Σώστη, απ' όπου θα περνούσαν οι Τούρκοι και τους προκάλεσε μεγάλη καταστροφή. Καθώς ο Δράμαλης υποχωρούσε προς το Άργος, ο Νικηταράς κατέλαβε την οχυρή θέση Αγινόρι και σκότωσε πολλούς Τούρκους που προσπάθησαν να διαφύγουν μέσω αυτής. Συνετέλεσε στο να υποχωρήσει τελικά ο Δράμαλης, υφιστάμενος πανωλεθρία. Στη μάχη αυτή πήρε το όνομα Τουρκοφάγος, καθώς, σύμφωνα με ιστορικές πηγές, έσπασε 3 πάλες(σπαθιά) με τη δύναμη με την οποία χτυπούσε. Στο τέλος της μάχης το χέρι του είχε μαρμαρώσει και δεν μπορούσε να αφήσει την πάλα(26-28/07/1822). Ο Νικηταράς πήρε μέρος σε πολλές ακόμη μάχες μέχρι που απελευθερώθηκε η χώρα. Επί Καποδίστρια και Όθωνα ανήκε στο κόμμα των Ναπαίων (Ρωσόφιλων). Η ελληνική κυβέρνηση, φοβούμενη ότι το ρωσόφιλο κόμμα επεδίωκε να αντικαταστήσει τον βασιλιά Όθωνα με κάποιον Ρώσο πρίγκιπα, συνέλαβε το Νικηταρά(1839) και τον καταδίκασε, αν και παντελώς αθώο, σε ενάμιση χρόνο φυλακή, την οποία εξέτισε στις φυλακές της Αίγινας. Όταν αποφυλακίστηκε, ήταν σχεδόν τυφλός. Έζησε λίγα ακόμη χρόνια με μια μικρή σύνταξη και πέθανε(1849) στον Πειραιά. Οι πολιτικές έριδες, το κομματικά πάθη και τα κάθε είδους συμφέροντα της εποχής που ακολούθησαν την Απελευθέρωση, δημιούργησαν ένα νοσηρό κλίμα στα πλαίσια του οποίου, αρκετοί ήρωες που έδωσαν τα πάντα στον Αγώνα, κατέληξαν να οδηγούνται στο περιθώριο και τη φυλακή(όπως ο Κολοκοτρώνης). Ένας απ’ αυτούς τους ήρωες, που είχαν αυτή την «τύχη» ήταν κι ο Νικηταράς, ο οποίος έκανε «θητεία» αρχικά στο Παλαμήδι και στην συνέχεια στις φυλακές τις Αίγινας, βάσει ανυπόστατων κατηγοριών περί συνωμοσίας εναντίων του βασιλιά Όθωνα. Αναφέρεται ένα χαρακτηριστικό περιστατικό, το οποίο αναδεικνύει το ήθος αυτού του ήρωα και στον αντίποδα την αχαριστία και την αγνωμοσύνη του κράτους. Όταν αποφυλακίστηκε ο Νικηταράς(1841), ήταν τόσο φτωχός που κατάντησε ζητιάνος στα σοκάκια του Πειραιά. Η πενιχρή σύνταξη που έπαιρνε, χάριν μια θέσης γερουσιαστή που του εδόθη, δεν έφτανε «ούτε για ζήτω». Η αρμόδια αρχή η οποία χορηγούσε θέσεις επαιτείας, είχε ορίσει μια ορισμένη μέρα στον ήρωα επαίτη μια θέση μια μέρα της εβδομάδος κοντά στην εκκλησία της Ευαγγελίστριας και του επέτρεπε(!) να επαιτεί κάθε Παρασκευή! Όταν αυτά έφτασαν στα αυτιά του πρέσβη Μεγάλης Δύναμης, αυτός απεστάλη από την κυβέρνηση του στο σημείο όπου επαιτούσε ο μεγάλος οπλαρχηγός. Μόλις ο Νικηταράς αντελήφθη τον ξένο μάζεψε αμέσως το απλωμένο χέρι του.
- Τι κάνετε στρατηγέ μου; ρώτησε ο ξένος.
- Απολαμβάνω ελεύθερη πατρίδα, απάντησε υπερήφανα ο ήρωας.
- Μα εδώ την απολαμβάνετε, καθισμένος στον δρόμο; επέμενε ο ξένος.
- Η πατρίδα μου έχει χορηγήσει σύνταξη για να ζω καλά, αλλά έρχομαι εδώ για να παίρνω μια ιδέα πως περνάει ο κόσμος, απάντησε περήφανα ο Νικηταράς.
Ο ξένος κατάλαβε, και διακριτικά, φεύγοντας άφησε να του πέσει ένα πουγκί με χρυσές λίρες. Ο σχεδόν τυφλός Νικηταράς άκουσε τον ήχο, έπιασε το πουγκί και φώναξε στον ξένο: «Σου έπεσε το πουγκί σου. Πάρε το μην το βρει κανένας και το χάσεις!». Στις 25 Σεπτεμβρίου του 1849, ο γενναίος και έντιμος αυτός ήρωας, πεθαίνει ξεχασμένος και πάμφτωχος.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου