Η πτώχευση του 1893
Ο Δεληγιάννης διαδέχτηκε(1885) στην πρωθυπουργία τον Χαρίλαο Τρικούπη, που είχε κυβερνήσει τη χώρα από το 1882-5. Ο Δεληγιάννης, όμως, δεν κατάφερε να ανταποκριθεί στους όρους των δανείων που είχε συνάψει για λογαριασμό του ελληνικού δημοσίου ο Τρικούπης. Επιπλέον δανείστηκε 52 εκ χρυσά φράγκα για να καλύψει τις ανάγκες της επτάμηνης επιστράτευσης(1885), προκειμένου να απελευθερώσει τη Μακεδονία από τη Τουρκία, αλλά ποτέ δεν το έκανε λόγω της απαγορευτικής παρεμβολής των Μεγάλων Δυνάμεων, πλην Γαλλίας. Ο Τρικούπης ως αντιπολίτευση συμπορεύονταν με τη κυβέρνηση για το συμφέρον της πατρίδας. Ο Δεληγιάννης παραιτείται(1886) «ηρωικά» και μετά από τις παρένθετες κυβερνήσεις Παπαμιχαλόπουλου και Βάλβη, την διακυβέρνηση αναλαμβάνει ο Τρικούπης. Μέχρι το 1890 που κυβερνά έχει αυξήσει το δημόσιο χρέος και τους εισαγωγικούς δασμούς, κυρίως στα σιτηρά, με αποτέλεσμα την αύξηση των τιμών και τη πτώση του βιοτικού επιπέδου. Καταψηφίζεται(εκλογές 1890) και επανέρχεται ο Δεληγιάννης ο οποίος ενώ ως αντιπολίτευση κατακεραύνωνε τη πολιτική του Τρικούπη ως κυβέρνηση εφάρμοσε την ίδια πολιτική με μεγαλύτερη οξύτητα. Ο Ελληνικός λαός έδωσε μεγάλη πλειοψηφία(εκλογές 03/05/1892) στον Χαρίλαο Τρικούπη, καθώς το κόμμα του εξέλεξε 180 βουλευτές σε σύνολο 207. Η νέα κυβέρνηση παρουσιάστηκε στην Βουλή με ένα σκληρό πρόγραμμα περικοπών στις δημόσιες δαπάνες ενώ ταυτόχρονα έλαβε πολλά αντιλαϊκά μέτρα αυστηρής λιτότητας που μεταφράστηκαν σε μια σειρά έμμεσους φόρους που επιβάρυναν τους καταναλωτές. Ανακοινώθηκε(15/07/1892) σχέδιο νόμου που καθιέρωνε «εκπαιδευτικά τέλη» σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης. Την ημέρα της ψήφισης του νομοσχεδίου, η σπουδάζουσα νεολαία διαδήλωνε έξω από την βουλή, ενώ ο αντιπολιτευόμενος Δημήτριος Ράλλης υπολόγιζε ότι οι σπουδές ως το πανεπιστημιακό πτυχίο θα κόστιζαν με τον νέο νόμο 1445 δρχ., ποσό που αντιστοιχούσε σε εισοδήματα ενός έτους ενός καλά αμειβόμενου δημοσίου υπαλλήλου της εποχής. Όπως αναφέραμε, το πιεστικότερο πρόβλημα που αντιμετώπιζε η Ελλάδα τότε ήταν η δημοσιονομική κατάρρευση λόγω των συσσωρευμένων χρεών από τα δάνεια του παρελθόντος. Η λύση ήταν αδύνατο να προέλθει από περικοπές δαπανών καθώς το «άνοιγμα» του Δημοσίου και οι άμεσες ταμειακές δαπάνες για εξόφληση παλαιών δανείων ήταν πολύ μεγάλες. Τα δάνεια τα οποία έληγαν τότε, είχαν χρηματοδοτήσει το φιλόδοξο πρόγραμμα δημοσίων έργων της περιόδου 1880-90(σιδηρόδρομος κτλ) τα οποία δρομολογήθηκαν από τον Τρικούπη αλλά δεν απέδωσαν αμέσως τα έσοδα που είχε προβλέψει ο Μεσολογγίτης πολιτικός. Ο Τρικούπης αποφάσισε εκείνη την στιγμή να αναχρηματοδοτήσει τα παλαιά δάνεια σε μια στιγμή που τα Ελληνικά ομόλογα έχαναν συνεχώς σε αξία στα Ευρωπαϊκά χρηματιστήρια. Για αυτό ανάθεσε προσωπικά στον στενότερο συνεργάτη του Γεώργιο Θεοτόκη να αντιπροσωπεύσει την Ελληνική κυβέρνηση στην Αγγλία για την σύναψη ενός νέου δανείου. Από το νέο αυτό δάνειο είχε εξαρτηθεί η εκτέλεση του προϋπολογισμού του Κράτους για το 1893. Όταν έφτασε στο Λονδίνο(Φεβρουάριος 1893), ο Θεοτόκης επιδόθηκε σε μια εργώδη προσπάθεια για να πείσει την αγγλική κοινή γνώμη για τις δυνατότητες της Ελληνικής Οικονομίας δίνοντας συνεχείς συνεντεύξεις σε αγγλικές εφημερίδες. Ταυτόχρονα είχε δεκάδες επαφές με τραπεζικούς και χρηματιστηριακούς παράγοντες του Λονδίνου, διαπραγματευόμενος την σύναψη του νέου δανείου. Για τις επαφές αυτές τηρούσε ενήμερο με ιδιόχειρα πολυσέλιδα υπομνήματα τον Τρικούπη. Οι Άγγλοι δανειστές όμως έθεταν ιδιαίτερα σκληρούς όρους λόγω των συσσωρευμένων Ελληνικών χρεών και της αρνητικής πορείας των ομολόγων των προηγούμενων Ελληνικών δανείων. Οι τόκοι των δανείων αυτών(που απλώς αποπλήρωναν αυτά που έληγαν τότε) έφτανε το 30% της συνολικής αξίας τους. Ο Θεοτόκης πρότεινε στον Τρικούπη να αποδεχθεί όλους τους τοκογλυφικούς όρους καθώς «αν δεν συναφθεί το δάνειο θα ναυαγήσει η πίστη της Χώρας και θα οδηγηθεί με μαθηματική ακρίβεια στην χρεοκοπία». Ένας από τους όρους που έθεταν οι τραπεζιτικοί κύκλοι του Λονδίνου ήταν το δάνειο να μην εγκριθεί από την βουλή υπό τον φόβο καταψήφισης του, αλλά απευθείας με Βασιλικό διάταγμα που θα υπέγραφε ο βασιλιάς Γεώργιος. Η αντιπολίτευση με ηγέτη τον Δηλιγιάννη επιτέθηκε με σφοδρότητα στην βουλή για τον όρο αυτό αναφέροντας πως ο δανεισμός ταπείνωνε την Ελλάδα και αναιρούσε την Εθνική της κυριαρχία. Ο Βασιλιάς κάμφθηκε από τις αντιδράσεις αυτές που είχαν μεγάλη απήχηση στην κοινή γνώμη και στον Τύπο και από επιχειρηματίες που αντιπροσώπευαν Γαλλικά συμφέροντα με τους οποίους βρισκόταν σε στενότατη επαφή(Ανδρέας Συγγρός). Ο Γεώργιος φοβήθηκε ότι επωμιζόταν όλη την ευθύνη ενός αβέβαιου και δυσβάστακτου δανεισμού έναντι της εξαγριωμένης κοινής γνώμης και αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα. Η κυβέρνηση Τρικούπη παραιτήθηκε υπό το βάρος των εξελίξεων και το άδειασμα του Βασιλιά. Η χώρα οδηγήθηκε σε πτώχευση. Στις εκλογές (1895), τη μάχη κέρδισε ξανά ο Δεληγιάννης, ο οποίος με τη βοήθεια των ξένων συμμάχων μας σύρθηκε σε πόλεμο με τους Τούρκους(Απρίλιος 1897), που κατέληξε σε πανωλεθρία για τους Έλληνες. Πριν τα τέλη Απρίλη του 1897, ανέλαβε πρωθυπουργός ο Ράλλης, τον οποίο διαδέχτηκε ο Ζαΐμης. Η συνέχεια του «δυστυχώς επτωχεύσαμεν» ήταν ο Διεθνής Οικονομικός Έλεγχος που επέβαλαν στην Ελλάδα-με το δάνειο των 150 εκ Φράγκων(1897) τις συνέπειες του οποίου πληρώνουμε ακόμη σήμερα- οι ξένοι τραπεζίτες. Αξίζει νομίζω να δούμε αναλυτικότερα τα δάνεια που συνήψε η Ελλάδα εκείνη την εποχή γιατί έτσι μπορούμε να αντιληφθούμε καλύτερα τις ανάγκες που αντιμετώπιζε η ελληνική οικονομία.
· Ένα δάνειο του 1879, ύψους 60 εκ., φράγκων για να καλυφθεί και να αποσυρθεί η αναγκαστική κυκλοφορία χρήματος με επιτόκιο 8,19%.
· Δάνειο ύψους 120 εκ, φράγκων για να καλυφθούν οι επείγουσες ανάγκες της χώρας(1881). Το επιτόκιο δανεισμού ήταν 7,35%.
· Δάνειο(1884) ύψους 100 εκ, φράγκων για τη κατασκευή σιδηροδρόμων με επιτόκιο 7,16%. Ως εγγυήσεις τέθηκαν τα έσοδα από τα τελωνεία του Βόλου και της Άρτας και τα πλεονάσματα από τα τελωνεία Πειραιά, Κατάκολου, Κεφαλληνίας και Καλαμάτας.
· Δάνειο το 1887 ύψους 135 εκ, φράγκων για την αγορά στρατιωτικού εξοπλισμού και την εξυπηρέτηση προηγούμενων δανείων. Επιτόκιο δανεισμού 6%. Εκτός από τις κανονικές εγγυήσεις οι πιστωτές δημιούργησαν επιτροπή ελέγχου για τη επίβλεψη των όρων του δανείου και τη συγκέντρωση των προσόδων(επιτροπή Edward Law).
· Δάνειο 155 εκ, για τη πληρωμή του δανείου του 1879 και την αποπληρωμή των σιδηροδρομικών εταιριών, με επιτόκιο 5,75%.
· Δάνειο 89 εκ(1890-91), για τη κατασκευή του σιδηροδρόμου Πειραιά-Λάρισας με επιτόκιο 5,7%. Ως εγγύηση δόθηκαν οι εισπράξεις από την εκμετάλλευση των γραμμών.
Την εποχή του Τρικούπη ο πληθυσμός της Ελλάδας έφτανε δεν έφτανε τα 2 εκ και τα σύνορα μόλις ανέβαιναν μέχρι τη Λάρισα. Η προσάρτηση της Θεσσαλίας(1881) απωλέσθη πρόσκαιρα με την νίκη των Τούρκων στο σύντομο πόλεμο του 1897. Αυτό είχε ως συνέπεια την επιβολή πολεμικών αποζημιώσεων προς τους Τούρκους περί των 95 εκ, χρυσών φράγκων. Αυτοί οι λιγοστοί Έλληνες κατάφεραν μετά από πραγματικά αιματηρές θυσίες να μειώσουν δραστικά το εξωτερικό χρέος πληρώνοντας 389.157.318 φράγκα(1879-1900) και μάλιστα να εμφανίσουν ένα πλεόνασμα στους κρατικούς λογαριασμούς περί των 28 εκ χρυσών δραχμών. Για να συμβεί αυτό όμως επεβλήθησαν αυξημένοι συντελεστές φορολογίας και υψηλοί εισαγωγικοί δασμοί. Η χρονική διάρκεια της αποπληρωμής έφθασε τα 18 χρόνια, εν μέσω εθνικών και πολιτικών αναταραχών, ενώ το τίμημα ήταν πτώση του ήδη χαμηλού βιοτικού επιπέδου κατά 50%. Η όλη διαδικασία της αποπληρωμής καθοδηγήθηκε φυσικά από τους ξένους πιστωτές. Επιτροπή υπό τον οικονομολόγο Edward Law, ήλεγξε την αποτελεσματικότητα σκληρών μέτρων, που μπροστά τους αυτά του ΔΝΤ και της Ευρωπαϊκής Επιτροπής θεωρούνται πουπουλένιας βαρύτητας, επιβλέποντας μάλιστα και την διαδικασία της εφαρμογής τους. Μάλιστα αφού ο λόρδος αξιολόγησε θετικά την πιστοληπτική ικανότητα της Ελλάδας, η Αγγλία προσέφερε δάνειο 3,5 εκ £ στην ελληνική κυβέρνηση. Ωστόσο η δανειακή εξάρτηση από το εξωτερικό αναγκάζει πολλούς σύγχρονους ιστορικούς, όπως ο Βουρνάς, να ισχυριστούν «πως η Ελλάδα με τον έλεγχο έμπαινε επίσημα σε κατάσταση εξάρτησης από το ξένο κεφάλαιο». Ο έλεγχος του 1897 για την αποπληρωμή του εξωτερικούς χρέους εκχώρησε στους πιστωτές 1)τις προσόδους από όλα τα μονοπώλια, ήτοι καπνού, άλατος, πετρελαίου, παιχνιδοχάρτου κλπ, και τα τέλη χαρτοσήμου δηλαδή 28,9 εκ/χρόνο, 2)τους δασμούς του τελωνείου Πειραιά που έφταναν περ. τα 10,7 εκ δρχ.. Επιβλήθηκαν φόροι επί των Ελλήνων για την αντιμετώπιση του δημοσίου ελλείμματος. Όπως τονίζουν συγγραφείς όπως ο Ανδρεάδης, ο Αγγελόπουλος κ.ά., οι φόροι(1875) ήταν 24 εκ, αυξήθηκαν σε 41,5 (1882), 64(1887), 75,2(1892) και 86,2(1893). Έφθασαν τα 120 εκ(1897). Το κατά κεφαλή χρέος ήταν 412 χρυσές δρχ. και το συνολικό τα 823.252.000. Το δημόσιο χρέος κατέβηκε στα 37.319.549 δρχ.(1900).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου