Πάνας(η αλήθεια. Πώς από θεός της Φύσης μετετράπη στα χριστιανικά χρόνια σε δαίμονα ή τον Σατανά! Απάντηση στον θαυμαστή του τελευταίου ΓΓ της ΧΡΥΣΗΣ ΑΥΓΗΣ)
Ο Πάνας(αρχ. Παν) είναι αρχαία ελληνική, ιδεατή, ανθρωπόμορφη και δευτερεύουσα θεότητα, που ήταν συνυφασμένη με την «πανίδα» της Φύσης(άνθρωποι και ζώα), σε μια αμφίδρομη σχέση προστασίας και προσωποποίηση της γενετικής δύναμης της ζωής. Συνδυάζοντας τον ανθρώπινο και ζωικό παράγοντα, ο Πάνας απεικονιζόταν έχοντας κάτω άκρα ζώου, «Θεός τραγοπόδαρος», πλέον ως προστάτης των κτηνοτρόφων, κυνηγών και των αλιέων με μόνιμη διαμονή του σε χώρους της φύσης(όρη, δάση, σπήλαια, κοιλάδες, ρεματιές κλπ). Η λατρεία του έλαβε μέγιστη ανάπτυξη παράλληλα με εκείνη του Δία και των άλλων Ολύμπιων Θεών σε όλο τον ελλαδικό χώρο και πέραν. Κατά τις κυριότερες μυθολογικές παραδόσεις των αρχαίων Ελλήνων ο Πάνας ήταν γιος:
· Αρκαδία: Του Ερμή και της νύμφης Πηνελόπης, που μετέβη αργότερα στον ουρανό ως υφάντρα του ουράνιου πέπλου και την οποία μεταγενέστεροι μυθογράφοι την ταύτισαν με τη Σπαρτιάτισσα σύζυγο του Οδυσσέα. Και είχε γεννηθεί στο όρος Κυλλήνη της αρχαίας Αρκαδίας.
· Αρκαδία: του Ερμή και της νύμφης Καλλιστούς, συνοδού της θεάς Άρτεμης στην Αρκαδία, που αργότερα μετέβη επίσης στον ουρανό σχηματίζουσα τη Μεγάλη Άρκτο.
· Του Διός και της νύμφης Καλλιστούς ή του Διός και της νύμφης Θύμβριδος, ή
· Του Ουρανού και της Γης, ή
· Του Αιθέρος και κάποιας νύμφης, ή
· Του Απόλλωνα και της Οινόης.
ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ Πιθανότερη ετυμολογία του ονόματος φέρεται εκ της ρίζας Πα = περιποιούμαι, φυλάσσω και εξ αυτού πάομαι και λατινικό pasco = βόσκω. Ο Max Müller (Γερμανός φιλόλογος, 1823-1900) δίνει ερμηνεία εκ του σανσκριτικού «Παβάνα»(= άνεμος) για αυτό ο Πάνας φέρεται να συμβολίζει το ελαφρύ άνεμο κατά τις πρωινές και απογευματινές ώρες. ΜΥΘΟΙ Η εμφάνιση του Πάνα στην ελληνική μυθολογία ανάγεται στον 7ο αι. π.Χ.. Σύμφωνα με τις επικρατέστερες παραδόσεις γεννήθηκε στο όρος Λύκαιον της Αρκαδίας. Μόλις όμως τον αντίκρισε η μητέρα του, Νύμφη Δρυόπη τον εγκατέλειψε τρομαγμένη από τη μορφή του: 2 κέρατα κατσικιού στο κεφάλι, μυτερά αυτιά, γενειοφόρος και τραγοπόδαρος. Ο Ερμής που αντιλήφθηκε τη σκηνή έσπευσε και προστάτευσε τον έκθετο Πάνα. Τον μετέφερε στον Όλυμπο και τον παρουσίασε στον Δία και τους άλλους θεούς οι οποίοι τον καλοδέχθηκαν. Στη συνέχεια επέστρεψε και ανατράφηκε από τις αρκαδικές Νύμφες και έγινε φίλος του Διονύσου. Εμφανίσθηκε πλέον ως προστάτης των γεωργών και κτηνοτρόφων και των προϊόντων τους, φίλος του κρασιού και του γλεντιού. Ήταν ο σύντροφος των Νυμφών και ακούραστος εραστής κάθε νέας ή νέου που πλησίαζε το χώρο του δηλ. την Φύση. Προστάτης του πολλαπλασιασμού των αιγοπροβάτων δεν άργησε να θεωρείται ακόμα και επιβήτοράς τους. Αγαπούσε τη φυσική υπαίθρια ζωή όπου περνούσε ώρες ατέλειωτες παίζοντας με το ποιμενικό του αυλό, τη σύριγγα. Ως πολύ καλός μουσικός, σκορπούσε στην Φύση τις μελωδίες του. Λέγεται μάλιστα ότι η Σύρριγγα(αρχαία: Σύριγξ, σουραύλι) ήταν και αυτή Νύμφη η οποία για να τον αποφύγει μεταμορφώθηκε σε καλαμιά. Τότε ο Πάνας έκοψε απ’ αυτή ανόμοια τεμάχια καλαμιού τα οποία και ένωσε σε σειρά και δημιούργησε τον αυλό του(ο «αυλός του Πανός»). Οι ερωτικές του περιπέτειες με τις Νύμφες είναι πολλές σημαντικότερη εκείνη της αποπλάνησης της Σελήνης(ιδεατή ερμηνεία της Νέας Σελήνης). Εκτός από την Σύριγγα, ήθελε να κατακτήσει και την Ηχώ, που η μαγευτική της φωνή τον σαγήνευσε. Για να την εκδικηθεί, έβαλε τους προστατευόμενούς του βοσκούς, να της επιτεθούν, γιατί τον αρνήθηκε ως άσχημο. Μόνο η Νύμφη Πίτη έμεινε δίπλα του. Όμως ο αντίζηλός του, εδώ, Βορέας οργίστηκε και την γκρέμισε από τον βράχο. Η Γη την λυπήθηκε και την μεταμόρφωσε σε πεύκο. Έτσι ο έρωτάς τους έμεινε ανεκπλήρωτος. Χαρακτηριστικός επίσης είναι και ο θρύλος ότι στη Μάχη του Μαραθώνα βοήθησε τους Έλληνες εναντίον των Περσών με δυνατές και τρομακτικές φωνές επαναλαμβάνοντας ρυθμικά το όνομά του «παν-παν-παν...» με συνέπεια οι Πέρσες, ακούγοντάς τον, καταλήφθηκαν από πανικό(λέξη που προέρχεται από το όνομα Παν) όπου και υποχώρησαν. Ήταν ο θεός γενικά όσων αγωνίζονταν δίκαια, όπως οι Έλληνες στα Μηδικά, καθώς έτρεπε τους εχθρούς σε φυγή από τον πανικό που τους προκαλούσε. ΛΑΤΡΕΙΑ ΚΑΙ ΙΕΡΑ Στην αρχή ο Πάνας λατρευόταν στην Αρκαδία στο όρος που γεννήθηκε ως ποιμενικός και νόμιος δευτερεύων θεός, εξ ου και παλαιότερα η Αρκαδία λεγόταν Πανία. Στο Λύκαιο υπήρχε ο αρχαιότερος ναός αφιερωμένος στον Πάνα και τη Σελήνη. Αργότερα στη Λυκόσουρα δημιουργήθηκε σημαντικός ναός του Πανός στον οποίο ασκούσαν, όπως σημειώνει ο Παυσανίας, και μαντική. Επίσης στη θέση Μέλπεια εκτός από τον ναό του Πανός βρέθηκαν πολυάριθμα πήλινα και χάλκινα εδώλια(6ος και 5ος π.Χ. αι.), μάλλον τάματα. Σταδιακά ο Παν λατρεύτηκε και από τους αλιείς, εξ ου και η προσωνυμία «Παν ο Ακτιος» ή «Πάν Άκτιος». Δημιουργήθηκαν παράλια ιερά κυρίως σε αλιευτικά καταφύγια της αρχαιότητας. Όταν επίσης οι Αθηναίοι τον θεώρησαν σημαντικό συντελεστή στη νίκη τους κατά των Περσών ο Πάνας απέκτησε και τον χαρακτήρα πολεμικής θεότητας. Έτσι στην Αττική πολλά σπήλαια(άντρα) και λόφοι πήραν το όνομά του. Μεταξύ αυτών ο σπήλαιο της ΒΔ πλευράς του βράχου της Ακρόπολης της Αθήνας, ένα άλλο στη Πάρνηθα, ένα 3ο στο Μαραθώνα και ένα 4ο στη Βάρη το λεγόμενο «Σπήλαιο του Νυμφολήπτου ή Αρχεδήμου». Σε όλα αυτά βρέθηκαν ανάγλυφα που παρουσιάζουν τον Πάνα τον Ερμή και τις Νύμφες και πολλά αναθήματα-ένα είναι και το αναθηματικό ανάγλυφο που εκτίθεται στη Στοά του Αττάλου-. Το Πάνειο ή Πανείο όρος, ΒΑ της Βάρης καθώς και ο λόφος ο λεγόμενος «Πανί» στη περιοχή Αλίμου ήταν αφιερωμένοι στον Πάνα. Επίσης ο Πάνας λατρευόταν σε Αίγινα, Άργος, Ψυτάλλεια, Σικυώνα, Τροιζήνα, Ωρωπό, Μεγαλόπολη, Κωρύκειο άντρο και κυρίως στην Πιάνα Αρκαδίας καθώς το χωριό πήρε την ονομασία του από το θεό. Στο τελευταίο αναφερόμενο χωριό υπάρχει και η σπηλιά του Πάνα, την οποία μπορεί κανείς να επισκεφτεί μόνο με τα πόδια ακολουθώντας το μονοπάτι, ή όπως μας ενημερώνουν και οι ταμπέλες, ένα «κατσικόδρομο» μέσω μιας διαδρομής απαράμιλλης ομορφιάς(η οποία ξεκινά από την πλατεία του χωριού) και να δει επάνω στο βράχο σχηματισμένη τη μορφή της θεότητας(κοιτάζοντας την είσοδο της σπηλιάς στο επάνω μέρος, διαγωνίως-δεξιά). Κατά το πρόσφατο παρελθόν η σπηλιά είχε χρησιμοποιηθεί από ντόπιους βοσκούς οι οποίοι έβρισκαν εκεί καταφύγιο για να προστατευθούν οι ίδιοι και τα ζώα τους από την βροχή. Το μαύρο χρώμα, που ίσως κάνει εντύπωση στον επισκέπτη, στα τοιχώματα της σπηλιάς προέρχεται από τις φωτιές που άναβαν οι βοσκοί, για να ζεσταθούν το χειμώνα. Η λατρεία όμως του Πάνα υπήρξε και εκτός ελλαδικού χώρου. Συγκεκριμένα στην αιγυπτιακή πόλη Akhmim, την «Πανόπολη» των αρχαίων Ελλήνων ο Πάνας ταυτιζόταν με τον θεό Min. Στη Ρώμη συνδυάστηκε με τον Lupercus προς τιμή του οποίου γίνονταν τα Lupercalia(από τα αρχαιοελληνικά Λύκαια, εκ του λύκος, στα λατινικά lupus). Στην ελληνιστική περίοδο οι Στωικοί και οι Ορφικοί φιλόσοφοι ανήγαγαν τον Πάνα ως θεό του «σύμπαντος κόσμου»(εκ του παν= όλος, σύμπαν) και ιδεατή προσωποποίηση της Φύσης και των δυνάμεών της. Στους ύστερους χρόνους ο Παν θεωρήθηκε θνητή δαιμονική μορφή. Έτσι με την έλευση του Χριστιανισμού η μορφή του Πανός αντί της ιδεατής μορφής της υπαίθριας ζωής υιοθετήθηκε μεν αλλά διαστρεβλωμένη ως μορφή του διαβόλου της κόλασης.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου