ΑΝΤΑΛΛΑΓΗ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ(1913-23)
Κατά το Διεθνές Δίκαιο ανταλλαγή πληθυσμών νοείται η δια «συμβάσεως» υποχρεωτική ή ελεύθερη(εκούσια ή ακούσια) μετανάστευση υπηκόων, που ανήκουν σε φυλετικές (εθνικές), θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες από το ένα κράτος σε άλλο(ως επί το πλείστον όμορο). Η μεγαλύτερη ανταλλαγή πληθυσμών που έχει γίνει κατ’ επανάληψη, στην ευρωπαϊκή πολιτική ιστορία είναι στη Βαλκανική χερσόνησο. ΑΛΛΑΓΕΣ ΠΛΗΘΥΣΜΩΝ ΣΤΑ ΒΑΛΚΑΝΙΑ Μετά τους Βαλκανικούς πολέμους(1912-3) πολλοί εκ των κατοίκων της «τέως» Ευρωπαϊκής Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, στη συνέχεια Τουρκίας, μη θέλοντας να γίνουν υπήκοοι των χωρών που περιήλθαν τα εδάφη τους, με τις Συνθήκες Κωνσταντινούπολης, Λονδίνου, Βουκουρεστίου και Αθηνών, μετανάστευσαν αμοιβαία στις χώρες που πίστευαν ότι ανήκουν. Έτσι Μουσουλμάνοι από Ελλάδα Βουλγαρία και Σερβία μετοίκησαν προς μόνιμη εγκατάσταση στη Τουρκία, Βούλγαροι από Ελλάδα και Σερβία στη Βουλγαρία και Έλληνες από Βουλγαρία και Σερβία στην Ελλάδα. Το αυτό και οι Σέρβοι. Από τις παραπάνω χώρες η Τουρκία αντιμετώπιζε τον μεγαλύτερο αριθμό μεταναστών που έπρεπε να βοηθήσει στη νέα τους εγκατάσταση, όπως και ότι για λόγους εθνικής της σκοπιμότητας εφήρμοσε ταυτόχρονα πιεστικά μέτρα εναντίον άλλων φυλετικών, θρησκευτικών υπηκόων μειονοτήτων της, προς εξαναγκασμό σε εκπατρισμό. ΣΥΝΘΗΚΗ 1913 Μπρος στο οδυνηρό μέτρο του βίαιου ή εκούσιου εκπατρισμού τα εμπλεκόμενα κράτη συνάψανε συνθήκες προς μείωση των εξ αυτού δεινών. Έτσι συνάπτεται (Σεπτέμβριος 1913) η 1η συνθήκη μεταξύ Τουρκίας-Βουλγαρίας. Κατά το Βαλκανικό όμως πόλεμο η συνθήκη αυτή νομιμοποίησε τις όποιες βίαιες ενέργειες(των Βουλγάρων κατά των Τούρκων και των Τούρκων κατά των Βουλγάρων της Θράκης). Η Συνθήκη όμως αυτή έδωσε τη 1η διεθνή νομική υπόσταση του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» η οποία ακόμη και όταν εμφανίζεται ως εκούσια είναι ένας «ωραιοποιημένος» βίαιος εκπατρισμός. Στο με αριθ. 1 πρωτόκολλο της Συνθήκης Ειρήνης του Σεπτεμβρίου 1913 αναφέρονται τα εξής(στη δημοτική): «Οι 2 Κυβερνήσεις είναι σύμφωνες όπως διευκολύνουν την αμοιβαία ανταλλαγή των Βουλγάρων και Μουσουλμάνων κατοίκων καθώς και των κτημάτων αυτών σε ζώνη 15 km το ανώτερο, κατά μήκος των κοινών συνόρων. Η ανταλλαγή θα γίνει σε ολόκληρα χωριά. Η δε των αστικών και αγροτικών κτημάτων θα γίνει με την αιγίδα των δύο Κυβερνήσεων που θα προβούν σε ανταλλαγή και αποζημίωση, από τα προερχόμενα από την ανταλλαγή, κτημάτων χωρίων και ιδιωτών.» ΣΥΝΘΗΚΗ 1914 «Οι πληθυσμοί των ελληνικών χωρίων Θράκης και νομού Σμύρνης μέχρι των Στενών ανταλλαχθήσονται έναντι Μουσουλμάνων χωρικών Μακεδονίας και Ηπείρου, η δε ανταλλαγή γενήσεται ταυτοχρόνως και μετά πιστοποίησιν της αυθορμήτου αυτών επιθυμίας προς μετανάστευσιν. Η ανταλλαγή γενήσεται υπό την προστασίαν των δύο κυβερνήσεων μετά πλήρη συνεννόησιν κλπ.». Συνέπεια αυτής της Συμφωνίας ήταν ο βίαιος εκπατρισμός στην Ελλάδα άνω των 250.000 Ελλήνων από Μικρά Ασία και Θράκη. Πολλές χιλιάδες Ελλήνων βρήκαν το θάνατο συνέπεια διωγμών και ταλαιπωριών(1915-8). Στο κύμα αυτό των πρώτων από Βουλγαρία και δεύτερο από Τουρκία εκπατρισθέντων Ελλήνων ήρθαν να προστεθούν και οι εκδιωχθέντες μετά τους Βαλκανικούς πολέμους. Όλοι αυτοί είχαν ανάγκη κάποιας προστασίας και βοήθειας αυτή που προτίθετο να τους εξασφαλίσει η Συνθήκη του Νεϊγύ. ΣΥΝΘΗΚΗ ΝΕΪΓΥ(1919) Σύμφωνα με τη Συνθήκη του Νεϊγύ(27/11/1919), η Βουλγαρία υποχρεωνόταν να αναγνωρίσει τα μέτρα εκείνα με τα οποία οι προέχουσες και συνασπισμένες Σύμμαχοι Δυνάμεις ήθελαν κρίνουν πρόσφορα σε σχέση προς την αμοιβαία και εθελουσία μετανάστευση των φυλετικών μειονοτήτων. Σ’ αυτή τη Συνθήκη διατυπωνόταν η απόφαση των Συμμάχων όπως «η αμοιβαία και εθελουσία μετανάστευση των φυλετικών, θρησκευτικών ή γλωσσικών μειονοτήτων εις Ελλάδα και Βουλγαρία κανονισθεί δια συμβάσεως μεταξύ των δύο τούτων κρατών, συνομολογούμενης επί τη βάσει των όρων που αποφασίσθηκαν κατά την ως άνω ημέρα». Σε εκτέλεση της Σύμβασης αυτής ψηφίσθηκε ο νόμος 2680/1922 και ο από 06/03/1922 σχετικός Κανονισμός που κυρώθηκε με το από 18/06/1922 Βασιλικό Διάταγμα. Αμφότερες οι Πράξεις αυτές που ρύθμιζαν υποχρεώσεις του Βουλγαρικού Κράτους ψηφίσθηκαν και δημοσιεύθηκαν ταυτόχρονα και στη Βουλγαρία. Κατά τις διατάξεις της εν λόγω Σύμβασης, των κυρωτικών αυτής Νόμων και Κανονισμών, αναγνωρίζονταν στους υπηκόους, του ενός κράτους που άνηκαν σε φυλετικές, θρησκευτικές ή γλωσσικές μειονότητες το δικαίωμα της ελεύθερης μετανάστευσης στη χώρα του άλλου, με το δικαίωμα να συναποκομίσουν ή μεταφέρουν τη κινητή τους περιουσία. Η ακίνητος περιουσία τους και εκείνη των Εκκλησιών, Μονών, νοσοκομείων και οποιασδήποτε φύσεως ιδρυμάτων θα πωλείτο ή εκκαθαρίζονταν με το δικαίωμα των δικαιούχων επί της αξίας της. Μικτή τετραμελής επιτροπή(τα 2 μέλη διόρισε η ΚτΕ) εξασφάλιζε την εκτέλεση της Σύμβασης και την ελεύθερη άσκηση των εξ αυτής δικαιωμάτων. Βάσει της παραπάνω Σύμβασης περί τους 50.000 Έλληνες περ. μετανάστευσαν από Βουλγαρία στην Ελλάδα και 90.000 Βούλγαροι από Ελλάδα στη Βουλγαρία. Κατά τις επίσημες στατιστικές παρέμειναν στην Ελλάδα 41.017 σλαβόφωνοι που δεν επιθυμούσαν να μεταναστεύσουν. ΣΥΝΘΗΚΗ ΛΩΖΑΝΝΗΣ(1923) Μετά τη γενοκτονία των Ποντίων(1921-3) και τη Μικρασιατική Καταστροφή(1922) το αποκορύφωμα του μέτρου της «ανταλλαγής πληθυσμών» αποτέλεσε το Σύμφωνο για την ανταλλαγή πληθυσμών μεταξύ Ελλάδος και Τουρκίας(30/01/1923), το οποίο στη συνέχεια κατέστη μέρος της Συνθήκης της Λωζάννης(24/07) δυνάμει του άρθρου 142 της τελευταίας. Κατά τη Σύμβαση αυτή η ανταλλαγή δεν ήταν πλέον εκούσια και ελεύθερη αλλά υποχρεωτική και αποτέλεσμα όρου πολεμικής ήττας. Στη Συνδιάσκεψη της Λωζάννης η Ελλάδα, μολονότι αντιτίθονταν στη άποψη και της εκούσιας ανταλλαγής(καταστροφική για τον ευημερούντα Ελληνισμό της Μικράς Ασίας), εντούτοις πιεζόμενη από το ατυχές αποτέλεσμα του πολέμου, δήλωσε να συζητήσει εκούσια και αμοιβαία ανταλλαγή. Η Τουρκία δεν δέχθηκε ούτε εκούσια ούτε αμοιβαία αλλά υποχρεωτική. Μάταια το Οικουμενικό Πατριαρχείο διαμαρτυρήθηκε για κήρυξη της Εκκλησίας «εν διωγμώ». Και οι διαμαρτυρίες της τότε ελληνικής κυβέρνησης προς τη Τουρκία και τις Μεγάλες Δυνάμεις υπήρξαν ατελέσφορες. Η Συνδιάσκεψη απεφάνθη ότι αν και μισητό μέτρο της υποχρεωτικής ανταλλαγής ήταν το μόνο ενδεδειγμένο στη περίπτωση και συνέστησε την αποδοχή αυτής με τον όρο να εξαιρεθούν οι Έλληνες κάτοικοι της Κωνσταντινούπολης και οι Μουσουλμάνοι της Δ Θράκης. Τότε η Ελλάδα που είχε εγκαταλειφθεί απ’ όλους τους Συμμάχους αναγκάσθηκε να υποκύψει και να υπογράψει την παραπάνω Σύμβαση της υποχρεωτικής ανταλλαγής με την οποία χιλιάδες Έλληνες της Μικράς Ασίας , μεταξύ αυτών και ο Πατριάρχης Κωνσταντίνος ΣΤ΄, εξαναγκάσθηκαν σε εκπατρισμό. Στην Σύμβαση καθορίζονταν τα εις την υποχρεωτική ανταλλαγή υποκείμενα πρόσωπα, η ιθαγένειά τους, ο χρόνος της ανταλλαγής, η εκκαθάριση των περιουσιών τους και η τύχη των εξαιρουμένων της ανταλλαγής προσώπων. Στη συνθήκη αυτή υπάχθηκαν και οι μετά την 12/10/1912 αποχωρήσαντες εκ των εδαφών που χαρακτηρίστηκαν «ανταλλάξιμοι». Οι κινητές και ακίνητες περιουσίες των ευαγών ή θρησκευτικών ιδρυμάτων που ανήκαν σε ανταλλάξιμους ή πρόσωπα που κατοικούσαν εκτός των εδαφών τους, υπάχθηκαν επίσης σε ανταλλαγή. Σε μικτή επιτροπή εκ της συμβάσεως ανετέθη η εκτίμηση και εκκαθάριση των περιουσιών που εγκαταλείφθηκε. Η αξία τους μετά την εκτίμηση περιέρχεται στο κράτος όσο παραμένουν-ανταλλάξιμη περιουσία- και αυτό(το κράτος) καθίσταται οφειλέτης των δικαιούχων. Οι αξίες θα συνοψίζονταν και όση προέκυπτε διαφορά αυτή θα καταβάλλονταν από το οφειλόμενο κράτος στο έτερο. Η Σύμβαση αυτή άρχισε να εφαρμόζεται από τον Αύγουστο του 1923 και η μικτή επιτροπή περάτωσε το έργο της το 1925. Για την εκτέλεσή της εκδόθηκε σωρεία νόμων, διαταγμάτων, αποφάσεων, ενώ πλείστες Υπηρεσίες δημιουργήθηκαν για τη περαίωση του όγκου της εργασίας προς εγκατάσταση των εκατοντάδων χιλιάδων ομοεθνών προσφύγων, την εκκαθάριση των περιουσιών τους και την τακτοποίηση των αξιώσεών τους.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου