ΘΑΝΑΤΟΣ ΜΑΚΡΥΓΙΑΝΝΗ(27/04/1864)
1864: Γιάννης Μακρυγιάννης, ηγετική μορφή της Ελληνικής Επανάστασης.(Γεν. 1794)
Επίκαιρο χειρόγραφο του θρυλικού Στρατηγού της Ελληνικής Επανάστασης Ιωάννη Μακρυγιάννη(1797-1864), περί πατριωτισμού, Ορθοδοξίας, κληρικών και άλλων
«Όταν μου πειράξουν την πατρίδα και τη θρησκεία μου, θα μιλήσω, θα’ νεργήσω κι’ ό,τι θέλουν ας μου κάνουν» Τότε, εκεί που καθόμουν εις το περιβόλι μου και έτρωγα ψωμί, πονώντας από τις πληγές, όπου έλαβα εις τον αγώνα και περισσότερο πονώντας δια τις μέσα πληγές όπου δέχομαι δια τα σημερινά δεινά της Πατρίδος, ήλθαν 2 επιτήδειοι, άνθρωποι των γραμμάτων, μισομαθείς και άθρησκοι, και μου ξηγώνται έτσι: «Πουλάς Ελλάδα, Μακρυγιάννη». Εγώ, στην άθλιαν κατάστασίν μου, τους λέγω: «Αδελφοί, με αδικείτε. Ελλάδα δεν πουλάω, νοικοκυραίγοι μου. Τέτοιον αγαθόν πολυτίμητον δεν έχω εις την πραμάτειαν μου. Μα και να τό’ χα, δεν τό’ δινα κανενός. Κι’ αν πουλιέται Ελλάδα, δεν αγοράζεται σήμερις, διότι κάνατε τον κόσμον εσείς λογιώτατοι, να μην θέλει να αγοράσει κάτι τέτοιο». Έφυγαν αυτοί. Κι’ έκατσα σε μίαν πέτραν μόνος και έκλαιγα. Μισός άνθρωπος καταστάθηκα από το ντουφέκι του Τούρκου, τσακίστηκα εις τις περιστάσεις του αγώνα και κυνηγιέμαι και σήμερον. Κυνηγιώνται και άλλοι αγωνιστές πολύ καλύτεροί μου, διότι εγώ είμαι ο τελευταίος και ο χειρότερος. Και οι πιο καλύτεροι όλων αφανίστηκαν. Αυτοί που θυσίασαν αρετή και πατριωτισμόν, για να ειπωθεί ελεύτερη η Ελλάδα κι’ εχάθηκαν φαμελιές ολωσδιόλου, είπαν να ζητήσουν ένα αποδειχτικόν που να λέγει ότι έτρεξαν κι’ αυτοί εις την υπηρεσίαν της Πατρίδος και Τούρκο δεν άφηκαν αντουφέκιγο. Πήγε να’ νεργήσει η Κυβέρνηση και βγήκαν κάτι τσασίτες και σπιγούνοι, που δουλεύουν μίσος και ιδιοτέλεια, και είπαν «όχι». Και είπαν και βρισιές παλιές δια τους αγωνιστές. Για να μην πάρουν το αποδειχτικόν, ένα χαρτί που δεν κάνει τίποτες γρόσια. Πατρίδα να θυμάσαι εσύ αυτούς όπου, δια την τιμήν και την λευτερίαν σου, δεν λογάριασαν θάνατο και βάσανα. Κι’ αν εσύ τους λησμονήσεις, θα τους θυμηθούν οι πέτρες και τα χώματα, όπου έχυσαν αίματα και δάκρυα. Θεέ, συχώρεσε τους παντίδους, που θέλουν να μας πάρουν τον αγέρα που αναπνέομεν και την τιμήν που με ντουφέκι και γιαταγάνι πήραμε. Εμείς το χρέος, το κατά δύναμιν, επράξαμεν. Και αυτοί βγήκαν σήμερον να προκόψουν την Πατρίδα. Μας γέμισαν φατρία και διχόνοιαν. Και την Πατρίδα δεν την θέλουν Μητέρα κοινή. Αμορόζα εις τα κρεβάτια τους την θέλουν. Γι’ αυτό περνούν και ρεθίζουν τον κόσμον με τέχνες και καμώματα. Και καζαντίσαν αυτοί πουγγιά και αγαθά και αφήκαν τους αγωνιστές, τις χήρες και τα ορφανά εις την άκρην. Αυτοί είναι οι ανθρώπινοι λύκοι, που φέραν δυστυχήματα και κίντυνον εις τον τόπον. Ας όψονται. Τότε που η Τουρκιά εκατέβαινε από τα ντερβένια και ολίγοι έτρεχαν με ολίγα ντουφέκια, με τριχιές δεμένα, να πολεμήσουν, θέλοντας λευτεριάν ή θάνατον, οι φρόνιμοι ασφάλιζαν τις φαμελιές τους εις τα νησιά κι’ αυτοί τρέχαν εις ρεματιές και βουνά, μη βλέποντας ποτέ Τούρκου πρόσωπον. Κι’ όταν ακούγαν τα ντισμπάρκα των Τούρκων, τρέχαν μακρύτερα. Τώρα θέλουν δικήν τους την Πατρίδα και κυνηγούν τους αγωνιστές. Εγίναμε θηρία που θέλουν κριγιάτα(κρέατα) ανθρωπινά να χορτάσουν. Και χωρίζουν τον κόσμον σε πατριώτες και αντιπατριώτες. Αυτοί γίναν οι σημαντικοί της Πατρίδος και οι άλλοι να χαθούν. Δεν ξηγιώνται γλυκότερα να φυλάξωμεν Πατρίδα και να δούμεν λευτερίαν πραγματικήν. Ρωμαίγικον δεν φτιάχνεται χωρίς ούλλοι να θυσιάσουν αρετήν και πατριωτισμόν. Και χωρίς να πάψει η μέσα, η δική μας τυραγνία. Και βγήκαν τώρα κάτι δικοί μας κυβερνήτες, Έλληνες, σπορά της εβραιουργιάς, που είπαν να μας σβήσουν την Αγία Πίστη, την Ορθοδοξία, διότι η Φραγκιά δεν μας θέλει με τέτοιο ντύμα Ορθόδοξον. Και εκάθησα και έκλαιγα δια τα νέα παθήματα. Και επήγα πάλιν εις τους φίλους μου τους Αγίους. Άναψα τα καντήλια και ελιβάνισα λιβάνιν καλόν αγιορείτικον. Και σκουπίζοντας τα δάκρυά μου τους είπα: «Δεν βλέπετε που θέλουν να κάμουν την Ελλάδα παλιόψαθα; Βοηθείστε, διότι μας παίρνουν, αυτοί οι μισοέλληνες και άθρησκοι, ό,τι πολυτίμητον τζιβαϊρικόν έχομεν. Φραγκεμένους μας θέλουν τα τσογλάνια του τρισκατάρατου του Πάπα. Μην αφήσετε, Άγιοί μου αυτά τα γκιντί πουλημένα κριγιάτα της τυραγνίας να μασκαρέψουν και να αφανίσουν τους Έλληνες, κάνοντας περισσότερα κακά από αυτά που καταδέχθηκεν ο Τούρκος ως τίμιος εχθρός μας». Ένας δικός μου αγωνιστής μου έφερε και μου διάβασεν ένα παλαιόν χαρτί, που έγραψεν ο κοντομερίτης μου Άγιος παπάς, ο Κοσμάς ο Αιτωλός. Τον εκρέμασαν εις ένα δέντρον Τούρκοι και Εβραίοι, διότι έτρεχεν ο ευλογημένος παντού και εδίδασκεν Ελλάδα, Ορθοδοξία και Γράμματα. Έγραφεν ο μακάριος εκείνος ότι: «Ένας άνθρωπος να με υβρίσει, να φονεύσει τον πατέρα μου, την μητέρα μου, τον αδελφόν μου και ύστερα το μάτι να μου βγάλει, έχω χρέος σαν χριστιανός να τον συγχωρήσω. Το να υβρίσει τον Χριστόν μου και την Παναγία μου, δεν θέλω να τον βλέπω». Το χαρτί του πατέρα Κοσμά έβαλα και μου το εκαθαρόγραψαν. Και το εκράτησα ως Άγιον Φυλαχτόν, που λέγει μεγάλην αλήθειαν. Θα πω να μου γράψουν καλλιγραφικά και τον άλλον αθάνατον λόγον του, «τον Πάπαν να καταράσθε ως αίτιον». Θέλω να το βλέπω κοντά στα’ κονίσματά μου, διότι τελευταίως κάποιοι δικοί μας ανάξιοι λέγουν ότι αν τα φτιάξουμε με τον δικέρατον Πάπαν, θα ολιγοστέψουν οι κίντυνοι, τα βάσανα και η φτώχεια μας, τρομάρα τους. Και είπαν οι άθρησκοι που εβάλαμεν εις τον σβέρκο μας να μη μανθάνουν τα παιδιά μας Χριστόν και Παναγίαν, διότι θα μας παρεξηγήσουν οι ισχυροί. Και βγήκαν ακόμη να’ ποτάξουν την Εκκλησίαν, διότι έχει πολλήν δύναμη και την φοβούνται. Και είπαν λόγια άπρεπα δια τους παπάδες. Εμείς, με σκιάν μας τον Τίμιον Σταυρόν, επολεμήσαμεν ολούθε, σε κάστρα, σε ντερβένια, σε μπογάζια και σε ταμπούργια. Και αυτός ο Σταυρός μας έσωσε. Μας έδωσε την νίκη και έχασε (οδήγησε σε ήττα) τον άπιστον Τούρκον. Τόση μικρότητα στον Σταυρό, τον σωτήρα μας! Και βρίζουν οι πουλημένοι εις τους ξένους και τους παπάδες μας, τους ζυγίζουν άναντρους και απόλεμους. Εμείς τους παπάδες τους είχαμε μαζί εις κάθε μετερίζι, εις κάθε πόνον και δυστυχίαν. Όχι μόνον δια να βλογάνε τα όπλα τα ιερά, αλλά και αυτοί με ντουφέκι και γιαταγάνι, πολεμώντας σαν λεοντάρια. Ντροπή Έλληνες!»
|
Ιωάννης Μακρυγιάννης ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ
Ο Ιωάννης Μακρυγιάννης (1797-1864) ήταν πολεμιστής, έμπορος, στρατηγός και ήρωας της Ελληνικής Επανάστασης του 1821. Γεννήθηκε(Ιανουάριος 1797) στο συνοικισμό Αβορίτι του Κροκυλείου Δωρίδας. Ήτανε παιδί μιας φτωχής οικογένειας τσομπάνηδων και γεωργών της Ρούμελης, που ανακηρύχθηκε, χάρη στο ήθος και την ανδρεία του, σε αρχιστράτηγο. Το οικογενειακό του όνομα ήταν Τριανταφύλλου ή Τριανταφυλλοδημήτρης. Οι συμπολεμιστές του έδωσαν, λόγω του αναστήματος του, το επίθετο Μακρυγιάννης. Ήταν σχεδόν συνομήλικος του Σολωμού, ένα χρόνο μεγαλύτερος του. Ο πατέρας του, Δημήτρης, φονεύθηκε σε συμπλοκή με τους Τούρκους όταν ο Μακρυγιάννης ήταν ενός έτους. Σε ηλικία 4 ετών, μετά από επιδρομή των Τούρκων, αναγκάστηκε να εγκαταλείψει τον Αβορίτι μαζί με την μητέρα του Βασιλική και τα αδέρφια του και να εγκατασταθεί στη Λειβαδιά. Τον προσέλαβε(1811) ο γραμματέας του Αλή Πασά, Αθανάσιος Λιδωρίκης, κοντά στον οποίο μεγάλωσε στην Άρτα και τα Γιάννενα. Άρχισε να ασχολείται με το εμπόριο(1817) και μέσα σε τρία χρόνια απέκτησε σημαντική περιουσία από αυτό. Μυήθηκε(1820) στη Φιλική Εταιρεία και στάλθηκε στην Πάτρα για να συμμετάσχει σε προετοιμασίες για την Επανάσταση. Κατά τη διάρκεια αυτής είχε σημαντική πολεμική δράση. Αγωνίστηκε με θάρρος, σύνεση και προνοητικότητα σε Πελοπόννησο και Στερεά Ελλάδα. Ο στρατός του Ιμπραήμ επιτέθηκε(1825) στους Μύλους Άργους με +4.000 στρατό και ο Μακρυγιάννης με 300 στρατιώτες κατάφερε να τον αντιμετωπίσει. Υπερασπίστηκε με πάθος την Ακρόπολη(1826) προβάλλοντας αντίσταση στον Κιουταχή, καθώς για περισσότερο από ένα χρόνο είχε οριστεί φρούραρχος. Κατά τη διάρκεια των μαχών είχε τραυματιστεί 5 φορές και τα τραύματα του αυτά τον βασάνισαν μέχρι το τέλος της ζωής του. Τραυματίστηκε πολλές φορές, με αποκορύφωμα τη μάχη της Αθήνας(Ακρόπολη-περιοχή Ηρωδείου), όπου σε ένα βράδυ τραυματίστηκε 3 φορές κατά τη διάρκεια υπεράσπισης ενός συμπολεμιστή του. Συνήθιζε με τα τεχνάσματα και τις στρατηγικές του ανταρτοπόλεμου να εξαπατά τον αντίπαλο. Αν και ήταν ένας απλός άνθρωπος με χαμηλό μορφωτικό επίπεδο, επέδειξε πατριωτισμό και συνέβαλε με το δικό του μοναδικό και ιδιοφυή τρόπο στην ομόνοια μεταξύ των Ελλήνων(Πολιτικών και Στρατιωτικών), ειδικά σε περιόδους όπου ο ένοπλος διχασμός υπονόμευε την τύχη της Επανάστασης. Αυτός ήταν ο λόγος που κέρδισε κατά τη διάρκεια της Επανάστασης το σεβασμό και την εμπιστοσύνη των μεγάλων στρατιωτικών και πολιτικών ηγετών. Είχε όμως πάντα το θάρρος της γνώμης του και πολλές φορές γινόταν επικριτικός και αυστηρός προς οποιαδήποτε κατεύθυνση, όταν θεωρούσε ότι κάποιος ήταν ιδιοτελής και αδιαφορούσε για το σκοπό του Αγώνα. Ένα από τα μέγιστα πατριωτικά του προτερήματα: όσες φορές του προτάθηκε από τις προσωρινές κυβερνήσεις(κατά τη διάρκεια της Επανάστασης) η παραχώρηση περιουσίας, μεγάλης ή μικρής, αυτός τις απαρνήθηκε στο όνομα της ελευθερίας της πατρίδας και της ανιδιοτέλειας. Ιδιαίτερη σχέση εμπιστοσύνης και αναγνώρισης είχε χτίσει με τους περισσότερους Αθηναίους και Υδραίους, λόγω αυτής του της ανιδιοτέλειας. Μετά το τέλος της Επανάστασης άρχισε να γράφει(αυτοδίδακτος συγγραφέας) τα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ του, σημαντικότατη, μοναδική και πολυτιμότατη ιστορική πηγή. Οι γραμματικές του γνώσεις ήταν τα 24 γράμματα της αλφαβήτου, χωρίς τόνους, πνεύματα και σημεία στίξης και όμως άφησε αυτό το αριστούργημα. Μετά την Επανάσταση συμμετείχε ενεργά και στα πολιτικά πράγματα. Μετά την αναδιοργάνωση του Ελληνικού Κράτους διατέλεσε μέλος του Δημοτικού Συμβουλίου της Αθήνας. Ήρθε σε αντίθεση με τους οπαδούς του Καποδίστρια και αργότερα με τον Όθωνα. Πρωτοστάτησε στην Επανάσταση της 3ης Σεπτεμβρίου για παραχώρηση Συντάγματος, μετά την επέμβαση των Μ. Δυνάμεων στα εσωτερικά της Ελλάδας-άλλη μια φορά-, λόγω της οικονομικής ένδειας και σπατάλης. Καταδικάστηκε(1852) σε θάνατο με την κατηγορία ότι σχεδίαζε την δολοφονία του Όθωνα(εσχάτη προδοσία), μετά η ποινή μετετράπη σε κάθειρξη 10 ετών και αφέθηκε ελεύθερος(1854). Ονομάστηκε(1864) αντιστράτηγος και πέθανε λίγο μετά, σε ηλικία 67 ετών. Αποσπάσματα από τα ΑΠΟΜΝΗΜΟΝΕΥΜΑΤΑ του: «Εκεί οπούφκιαχνα τις θέσες εις τους Μύλους (Κοντά στο Ναύπλιο) ήρθε ο Ντερνυς (Derigny Anri Gautier, Γάλλος ναύαρχος) να με ιδή. Μου λέγει. 'Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες. Τι πόλεμον θα κάνετε με τον Μπραϊμη αυτού;' - Του λέγω, είναι αδύνατες οι θέσεις κι' εμείς, όμως είναι δυνατός ο Θεός όπου μας προστατεύει. Και θα δείξωμεν την τύχη μας σ' αυτές τις θέσεις τις αδύνατες. Κι αν είμαστε ολίγοι εις το πλήθος του Μπραϊμη, παρηγοριόμαστε μ' ένα τρόπον, ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθεν και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε. Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν. Κι όταν κάνουν αυτήνη την απόφασιν, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν» Η ΓΕΝΝΗΣΗ ΤΟΥ ΚΑΤΑ ΤΟΝ ΙΔΙΟ «Η πατρίς της γεννήσεώς μου είναι από το Λιδορίκι· χωριό του Λιδορικιού ονομαζόμενον Αβορίτη. [...] Οι γοναίγοι μου πολύ φτωχοί, και η φτώχεια αυτήνη ήρθε από την αρπαγή των ντόπιων Τούρκων και των Αρβανίτων του Αλήπασα. Πολυφαμελίτες οι γοναίγοι μου και φτωχοί, και όταν ήμουνε ακόμα στην κοιλιά της μητρός μου, μιαν ημέρα πήγε για ξύλα στο λόγγο. Φορτώνοντας τα ξύλα στον ώμο της, φορτωμένη στο δρόμο, στην ερημιά, την έπιασαν οι πόνοι και γέννησε εμένα. Μόνη της η καημένη κι αποσταμένη, εκιντύνεψε κι αυτήνη τότε κι εγώ. Ξελεχώνεψε μόνη της και συγυρίστη, φορτώθη λίγα ξύλα και έβαλε και χόρτα απάνου στα ξύλα και από πάνου εμένα και πήγε στο χωριό»(Β' 11-12). ΑΛΛΟ ΑΠΟΣΠΑΣΜΑ «Η πατρίδα του κάθε ανθρώπου και η θρησκεία είναι το παν και πρέπει να θυσιάζη και πατριωτισμόν και να ζη αυτός και οι συγγενείς του ως τίμιοι άνθρωποι εις την κοινωνία. Και τότε λέγονται έθνη, όταν είναι στολισμένα με πατριωτικά αιστήματα, το αναντίον λέγονται παλιόψαθες των εθνών και βάρος της γης. Και δια τούτο ως πατρίδα γενική του κάθε ενού και έργο των αγώνων του μικρότερου και αδύνατου πολίτη, έχει κι' αυτός τα συμφέροντά του εις αυτείνη την πατρίδα, εις αυτείνη την θρησκεία ...'Οσα έπαθε η πατρίς δια τους «νόμους» και το καλό αυτεινών και όσα παληκάρια σκοτώθηκαν, δεν τάπαθε η πατρίς εις τον αγώνα των Τούρκων. Κατοικίσαμεν τους κατοίκους μέσα τα σπήλαια και ζούνε με τα θερία και ρημώσαμε τους τόπους και εγίναμε η παραλυσία του κόσμου. 'Ολα αυτά μου δώσαν αφορμή να μάθω γράμματα εις τα γεράματα, να τα σημειώσω όλα. 'Ενας από αυτούς ήμουν και εγώ. Ας γράψη άλλος δια 'μένα ό,τι γνωρίζη. Εγώ την αλήθεια θα την ειπώ γυμνή. 'Οτι έχω το μερίδιό μου, 'σ αυτείνη την πατρίδα θα ζήσω εγώ και τα παιδιά μου. 'Οτ' ήμουν νέος και στραβογέρασα από αυτά τα δεινά της πατρίδας, πέντε πληγές πήρα εις το σώμα μου εις διάφορους αγώνες της πατρίδος και αποκαταστάθηκα μισός άνθρωπος και τον περισσότερον καιρό είμαι εις τα ρούχα αστενής από αυτά. Δοξάζω τον Θεόν οπού δεν μου σήκωσε την ζωή μου και ευκαριστώ και την πατρίδα μου οπού με τίμησε βαθμολογώντας κατά την τάξη, κατά τις περίστασες, ως τον βαθμόν του τρατηγού και ζω ως άνθρωπος μ' εκείνο οπού ευλόγησε ο Θεός χωρίς να με τύπτη η συνείδησή μου, χωρίς να γυμνώσω κανέναν ούτε μίαν πιθαμή γης.»'Ηρθαν και οι 2 έξω, συναχτήκαμε όλ' οι αρχηγοί κι' απλοί στρατιωτικοί 'σ ένα μέρος κι' ο Δυσσέας μαζί, διαβάσαμε τις διαταγές της Κυβερνήσεως. τους είπαμε: «Στο στρατόπεδον φέρνουν ζαϊρέ οι δημογέροντες κι' ό,τι άλλα του πολέμου κάνη χρεία. Αν έχετε τα μέσα, χρήματα, ακολουθάτε την δουλειά σας, όμως να μην είστε άδειγοι από τα μέσα, και τότε θ' αμελήσουνε και οι δημογέροντες, και μείνη το στρατόπεδον απρομήθευτον και διαλυθή, ότι οι Τούρκοι ξαπλώθηκαν πολλοί και μας ήρθαν πολλά πλησίον, πιάσαν όλα τα στενά κ' ετοιμάζονται να μπούνε μέσα. Κι' αφού περάσουνε από τα στενά, δεν τους βαστούμε. Και καθεμέρα έχομε πόλεμον μ' αυτούς και οι άνθρωποι μπαϊλντισαν, και να μην μείνουν και νηστικοί και διαλυθούνε και κιντυνέψη Ρούμελη και Πελοπόννησο όλη. 'Οτ' είναι πολλή Τουρκιά κι' όλο συνάζονται. Κι' αν έχετε τα μέσα, καθίστε και 'νεργάτε, ειδέ, αγροικηθήτε με την Κυβέρνησιν να σας ευκολύνη τα μέσα κι' αναφέρετε κι' ό,τι σας είπαμε». Αναφέρθηκαν τόσες φορές χωρίς να λάβουν απάντησιν. Σηκώθηκαν και πήγαν οπίσου εις την Κυβέρνησιν να της πούνε την κατάστασιν των στρατεμάτων και το προχώρεμα των Τούρκων, και οι άνθρωποι ακατάπαυτα πολεμούν, και τρέξιμον νύχτα και ημέρα, μπαϊλντίσαμεν να βαστούμε τους Τούρκους εις τα στενώματα, να μην περάσουνε κι' αφανιστή ο τόπος. Αφού φύγαν αυτείνοι δια την Κυβέρνησιν να μιλήσουνε κι' ό,τι τους διατάξουν ν' ακολουθήσουνε..»
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου