Γεώργιος Καραϊσκάκης ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ(1792-1827) ΜΕΡΟΣ 1ο
Ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ή Καραΐσκος ήταν Έλληνας επαναστάτης. Αρχικά ήταν σπουδαίος αρματολός και στρατηγός της Επανάστασης του 1821. Το επίθετό του είναι υποκοριστικό του Καραΐσκος. Απαντάται ως οικογενειακό επώνυμο στις επαρχίες Βάλτου, Καρπενησίου, Φαρσάλων, Καρδίτσας, Βόνιτσας κ.α. Κατά μια εκδοχή το οφείλει στον πιθανολογούμενο πατέρα του, τον αρματολό Δημήτριο Καραΐσκο. Σύμφωνα με άλλη εκδοχή «το όνομα Καραϊσκάκης αποτελεί σύνθεση από τη λέξη καρά(μαύρος στα τούρκικα) και ίσκα, εξαιτίας του αψίκορου χαρακτήρα του». ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ Γεννήθηκε σε μια σπηλιά πλησίον του χωριού Μαυρομάτι Καρδίτσας(1782). Νόθος γιος της Ζωής Διμισκή ή Ντιμισκή, από τη Σκουληκαριά Αρτας, ανιψιάς του αρματολού των Ραδοβυζίων Γώγου Μπακόλα. Η μητέρα του, μετά τον θάνατο του Ιωάννη Μαυροματιώτη, ο 1ος σύζυγός της, έγινε καλόγρια(του έμεινε η προσωνυμία «ο γιος της καλογριάς»). Για την ταυτότητα του πατέρα του δεν υπάρχει βεβαιότητα. Πιθανότερο ήταν ο αρματολός του Βάλτου Δημήτριος Καραΐσκος. Απ’ όλους τους ιστορικούς αναφέρεται ως «γιος της καλογριάς» Ζωής Διμισκή(ανιψιά του περίφημου κλεφταρματολού της Άρτας Γώγου Μπακόλα και χήρα του Γιαννάκη Μαυροματιανού που πέθανε νωρίς). Για κάποιους, πατέρας του ήταν ο κλεφταρματωλός του Βάλτου Δημήτρης Ίσκος(Φωτιάδης) ή Καραΐσκος(Περραιβός, Γαζής, Βλαχογιάννης), για κάποιους άλλους ο κλέφτης Αραπόγιαννος, ενώ για κάποιους άλλους παραμένει μυστήριο. Υπάρχει όμως και μία σημαντική μαρτυρία του υπαρχηγού του Ναπολέοντος Ζέρβα και του ΕΔΕΣ Μιχάλη Μυριδάκη που θα πρέπει να ληφθεί σοβαρά υπ’ όψιν για την πατρική του καταγωγή. Στο βιβλίο του «Η Εθνική Αντίσταση ΕΔΕΣ-ΕΘΕΑ 1941-44 τόμος Α΄», αναφέρει ότι όταν βρισκόταν στο χωριό Σκουληκαριά της Ηπείρου πολεμώντας τους Ιταλούς, συνομιλούσε με κατοίκους του χωριού. Ένας απ’ αυτούς του είπε για την καταγωγή του Καραϊσκάκη: «Εγνώριζα ότι ο Καραϊσκάκης καταγόταν απ’ την Σκουληκαριά αλλά μου έκανε εντύπωση, όταν μου είπαν, ότι πρώτα είχε αρχίσει αυτός τον εθνικό αγώνα απ’ τον Άη Λιά. Όταν, ερώτησα αυτόν πως το γνωρίζει αυτός μου απήντησε, ότι απ’ τις ιστορίες παλαιοτέρων συγχωριανών του και από ένα μικρό βιβλίο που είχαν εκδώσει(1843) 12 δημογέροντες της Σκουληκαριάς, δηλ. 18 έτη μετά απ’ τον θάνατό του, σχετικά με τον τρόπο που εγεννήθη απ’ τους γονείς του και την ιστορία των πρώτων χρόνων της ζωής του. […] Μου είπε ότι ο Γεώργιος Καραϊσκάκης ήταν νόθο παιδί μιας πεντάμορφης κοπέλας της Σκουληκαριάς της Διαμάντως Διμισκή και ενός αρματωλού του Νικολάου Πλακιά κι αυτού κατοίκου της Σκουληκαριάς και ότι εγεννήθη μέσα σ’ ένα κελί του μοναστηριού της Παναγίας της Σκουληκαριάς. Εκεί είχαν κλείσει την Διαμάντω οι 2 κλέφτες αδελφοί της, Κώστας και Γιώργος, για ν’ αποφεύγει τις ενοχλήσεις των Τούρκων, που είχαν μόνιμα εγκαταστημένα καρακόλια στο χωριό. Γι’ αυτό τον λόγο αυτή ύστερα από απόφαση της μάνας της και των αδελφών της ζούσε στο μοναστήρι και φορούσε ράσα χωρίς να είναι καλογριά. Η Διαμάντω όταν ζούσε στο μοναστήρι εσυνδέθη ερωτικά με τον αρματολό συγχωριανό της Νικόλαο Πλακιά απ’ τον οποίο και έμεινε παράνομα έγκυος και η εγκυμοσύνη της είχε μείνει μυστική ακόμα και απ’ τον ηγούμενο του μοναστηριού, Καλλίνικο, συγγενή της Διαμάντως. Ύστερα από 40 μέρες μετά την γέννηση του παιδιού ο ηγούμενος του μοναστηριού με κάθε μυστικότητα και με το όνομα Ζωή, έστειλε αυτήν και το νεογέννητο στον φίλο του ηγούμενο του μοναστηριού του Αγίου Γεωργίου στο Μαυρομμάτι της Καρδίτσας, που πριν με επιστολή του τον είχε ειδοποιήσει. Εκείνος για να την προστατεύσει την πήρε χωρίς ράσα βέβαια για να εργάζεται στην υπηρεσία του μοναστηριού και να μεγαλώνει το παιδί της. Μετά από 8 έτη ξαναγύρισε στην περιοχή του τόπου της γεννήσεώς της. Εγκαταστάθηκε σαν Ζωή πάλι στο χωριό Δούνιτσα του Βάλτου γειτονικό χωριό της Σκουληκαριάς. Εκεί δούλευε και είχε μαζί της τον γιο της Γεώργιο στο αρχοντικό του Δημητρίου Ίσκου, που σαν τραυματία τον είχε περιποιηθεί στο μοναστήρι τ’ Άη Γιώργη της Καρδίτσας. Επειδή το παιδί δούλευε σαν παραγιός του Ίσκου και είχε πολύ μαύρο δέρμα, τα παιδιά της Δούνιτσας τον φώναζαν Καρά(από την τουρκική λέξη kara= μαύρος, πολύ μελαχρινός) του Ίσκου. Λόγω του ότι το μυστικό είχε μαθευτεί οι κλέφτες αδελφοί της Διαμάντως σκότωσαν τον σπιούνο Νικόλαο Πλακιά μέσα στον συνοικισμό Γιαννιώτη, όταν αυτός οδηγούσε τούρκικο ασκέρι εναντίον τους». Σύμφωνα με αυτή την μαρτυρία ο Καραϊσκάκης, ούτε γιος καλόγριας υπήρξε(«επίσημη» ιστορία), ούτε πατέρα είχε τον Ίσκο ή τον Αραπόγιαννο. Οι 1οι βιογράφοι του, Γεώργιος Γαζής(1795-1855, Επαναστάτης και συγγραφέας), Δημήτριος Αινιάν(1800-81· Πατέρας του ήταν ο Ζαχαρίας Αινιάν, ιερέας και διδάσκαλος. Αρχικά λεγόταν Οικονόμου ή Αναγνώστου ή Αναγνωστόπουλος, αλλά άλλαξε το επίθετό του σε Αινιάν, από τους αρχαίους κατοίκους της Υπάτης, τους Αινιάνες) και Κων/νος Παπαρρηγόπουλος(1815-91, ιστορικός) γράφουν, πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Οι αγωνιστές του ’21 Νικόλαος Κασομούλης(1795-1872) και Λάμπρος Κουτσονίκας γράφουν, ότι «Ο Καραϊσκάκης κατήγετο από το Ραδοβύζι» εννοώντας, βέβαια, τη Σκουληκαριά. Οι ξένοι Ιστορικοί F. Pouqueville(1770-1838), Μ. Bartholdi και ο Αύγουστος Fabre γράφουν πως ο Καραϊσκάκης είναι Αρτινός και γεννήθηκε στη Σκουληκαριά. Ο ίδιος δεν μίλησε ποτέ και σε κανέναν για τον πατέρα του. Αποκαλούσε τον εαυτό του περήφανα και σαρκαστικά μπάσταρδο ή μούλο. Πέρασε πολύ δύσκολα παιδικά χρόνια, τρώγοντας «ξύλο και μπομπότα». Ντύνονταν με κουρέλια με ήλιο και με χιόνι. Ξυπόλητος χειμώνα καλοκαίρι συνήθισε να περπατάει στις πέτρες και στα χιόνια στ’ αγκάθια και στις τσουκνίδες, ανέβαινε τα βουνά πιο γρήγορα από τα κατσίκια που φύλαγε, έγινε ένα με αυτά έμαθε τα κατατόπια και τα περάσματα σκαρφάλωνε μαζί τους εκεί που δεν πήγαινε άνθρωπος, γιατί μαζί τους αισθάνονταν πιο άνετα. Στα 8 του, έχασε την μητέρα του τον μόνο άνθρωπο που του φέρονταν ανθρώπινα. Η ζωή του έγινε κόλαση. Οι ξένοι τον καταφρόνεσαν περισσότερο από ποτέ και γύρευαν μ’ αδιάκοπη δούλεψη να τους πληρώνει το ξεροκόμματο που του έδιναν να φάει. Όταν τσακώνονταν με κάποιο άλλο παιδί μαζευόντουσαν όλοι μαζί, τον έδερναν και τον αποκαλούσαν μπάσταρδο άσχετα αν είχε δίκιο η όχι. Ήταν φιλόνικος, βλάσφημος και βωμολόχος, χαρακτηριστικά που απέκτησε από αυτά τα δύσκολα παιδικά του χρόνια. Όταν μεγάλωσε δεν ξέχασε την μιζέρια την φτώχεια και την αδικία που πέρασε στα παιδικά του χρόνια. Γι’ αυτό συμπονούσε τον αδύνατο και κατηγορούσε όσους του φέρνονταν άδικα. Συχνά, όταν πια μεγάλωσε έλεγε: «Όποιος γίνεται αφέντης χωρίς να γίνει δούλος, είναι μπάσταρδος αφέντης κι αλίμονο στο δούλο». Η φτώχια, η μιζέρια και η αδικία ήταν η μόνη του συντροφιά. Κάποια στιγμή πηγαίνει στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο). Εκεί έξω από το χωριό βρίσκει μια σπηλιά(σπηλιά του Λώλου) και κατασκηνώνει. Στη σπηλιά κοιμόταν στο χώμα και σκεπάζονταν με κλαριά και κουρέλια. Έκλεβε ότι χρειάζονταν για να να ζήσει. Ήταν τέτοια η ζωή του που οι μανάδες όταν ήθελαν να μαλώσουν τα παιδιά τους έλεγαν: «Σαν τον Καραϊσκάκη θα καταντήσατε, βρε!». Όταν πήγε στην Γράλιστα αρχικά τα παιδιά του χωριού τον κυνήγησαν άγρια αλλά σιγά-σιγά συνειδητοποίησαν ότι ο Καραϊσκάκης ήταν αρκετά έξυπνος και πιο γρήγορος. Έτσι, άρχισαν να τον κάνουν παρέα. Με τον καιρό το ταλαιπωρημένο αλλά πανέξυπνο παιδί κατάφερε να τους επιβληθεί, να γίνει αρχηγός τους και να φτιάξουν μια ψευτοσυμμορία. Στην αρχή η ομάδα του Καραϊσκάκη ξεκίνησε με πετροπόλεμο με τα παιδιά από τα διπλανά χωριά, έπειτα άρχισαν να κλέβουν φρούτα, αργότερα άρχισαν να κλέβουν κότες και αργότερα γίδια και πρόβατα. Οι κλεψιές μεγάλωναν συνέχεια και η φήμη ότι η συμμορία του Καραϊσκάκη έκλεβε ζώα και ότι έκανε τον καπετάνιο πέρασε τα σύνορα της Γράλιστας και η τοπική κοινωνία ζήτησε την βοήθεια της τουρκικής εξουσίας. Κάποια στιγμή ένα τουρκικό απόσπασμα έφτασε στη Γράλιστα. Πέρασε από το δάσος της Αγίας Μαρίνας, με σκοπό να φθάσει στον Άη Θανάση να κυκλώσει το χωριό για να συλλάβει τον Καραϊσκάκη και τους συντρόφους του. Αλλά ο Καραϊσκάκης τους αντιλήφθηκε και βγήκε πιο μπροστά στον Άη Θανάση. Τους άφηνε να πλησιάσουν και έδωσε το 1ο πολεμικό του πρόσταγμα: «Βαράτε παλικάρια!». 3 τσοχαντζαραίοι σκοτώθηκαν και οι άλλοι το ‘βαλαν στα πόδια. Κατά τη ντόπια παράδοση ο Καραϊσκάκης ήταν τότε 18 χρονών. Μετά τη μάχη μάζεψαν τα τουφέκια και ότι άλλο είχαν οι σκοτωμένοι Τούρκοι, τους έκοψαν και τα κεφάλια και γύρισαν στο χωριό. Εκεί υποχρέωσαν το μοναδικό γύφτο(σιδηρουργό), να γδάρει τα τούρκικα κεφάλια και να τα γεμίσει με χόρτο για να τα στείλουν πίσω στον Πασά. Ο γύφτος από τον φόβο του τρελάθηκε. Το 2ο κατόρθωμά του έγινε σε κάτι βαφτίσια(2η μέρα του Πάσχα) στη Γράλιστα (Ελληνόπυργο), όπου πήγαν να διασκεδάσουν. Άμυαλα ακόμα καθώς ήταν, καταφρόνησαν τον κλέφτικο νόμο πως ποτέ δεν πρέπει να μένουν το βράδυ εκεί όπου πέρασαν τη μέρα τους. Δώσανε οι τσασίδες(κατάσκοποι) είδηση στο ντερβέναγα και σε λίγο πλάκωσε η Τουρκιά και περικύκλωσε το σπίτι(του Αηδόνη) όπου μένανε. Τότες 1η φορά άστραψε το πολεμικό δαιμόνιο του Καραϊσκάκη. «Πάρτε, λέει στ’ άλλα κλεφτόπουλα, ότι κάπες είναι κι’ άμα ανοίξω την πόρτα να τις πετάξετε όξω όλοι με μιας». Όπως το ‘πε έγινε. Ακούνε οι Τούρκοι ν’ ανοίγει η πόρτα και μισοξεχωρίζουν μέσα στο σκοτάδι τις κάπες κι αδειάζουν πάνω τους με μιας όλα τους τα ντουφέκια. Ώσπου να τα ξαναγεμίσουν, ορμούν όξω τα κλεφτόπουλα και γίνονται άφαντα. Μα στον Καραϊσκάκη δεν έφτασε πως γλίτωσε. Ήθελε κιόλας να ξευτελίσει τον ντερβέναγα. Οδηγεί απ’ άλλον δρόμο τους συντρόφους του, πιάνει ένα ψήλωμα στις πλάτες των Τούρκων και τους ρίχνει από κει 2-3 κοροϊδευτικές μπαταριές. Ο Καραϊσκάκης μετά από τα γεγονότα δεν μπορούσε πλέον να μείνει στη Γράλιστα. Ανέβηκε πιο ψηλά στ’ Άγραφα. Από την παιδική του ηλικία, κάνει τα πρώτα βήματά του ως κλέφτης λοιπόν. Γίνεται περισσότερο γνωστός μετά την ενηλικίωσή του. Νεαρός έπεσε στα χέρια του Αλή Πασά(1744-1822) των Ιωαννίνων και φυλακίσθηκε για παράνομες πράξεις, εκεί όμως έμαθε κάποια γράμματα. Έτσι υπηρέτησε στην αυλή του Αλή και τον ακολούθησε στην εκστρατεία του κατά του Πασβάνογλου, φίλου του Ρήγα Φεραίου(1757-98). Στη εκστρατεία εκείνη ο Καραϊσκάκης αιχμαλωτίσθηκε από τις δυνάμεις του Πασβάνογλου και κρατήθηκε. Στη συνέχεια επέστρεψε στην αυλή του Αλή Πασά. Η πιο σκοτεινή περίοδος της ιστορίας του Καραϊσκάκη θεωρείται η παραμονή του στην αυλή του Αλή, μέχρι που λιποτάχτησε και πήγε στον Κατσαντώνη(Γιάννης Βλαχογιάννης, (1775(;)-1808)). Λέγεται πως όταν ο Αλή Πασάς ρώτησε κάποτε τον Καραϊσκάκη τι θα ήθελε να του προσφέρει, εκείνος του απάντησε: «Αν με γνωρίζεις άξιο για αφέντη, κάνε με αφέντη, αν για δούλο, κάνε με δούλο». Κατά την 1η παραμονή του στην αυλή του Πασά παντρεύτηκε τη Γκόλφω από την οικογένεια των Ψαρογιαννέων από το χωριό Σίντου και απέκτησε την πρωτότοκη θυγατέρα του Πηνελόπη, κατόπιν σύζυγο του Ανδρέα Νοταρά(1810-93) υπουργού του Όθωνα. Στη 2η διαμονή του ασχολήθηκε με το εμπόριο σφαγίων. Τα καλοκαίρια διέμενε οικογενειακά κοντά στην Καλαμπάκα. Από μικρός υπέφερε από φυματίωση και τακτικά μετέρχονταν με γιατροσόφους αλλά και Έλληνες και ξένους γιατρούς. Στην Επανάσταση πήγε στα Επτάνησα για να συμβουλευθεί γιατρούς. Νοσοκόμα του ήταν η Μαριώ, νεοφώτιστη Τουρκοκόρη που τον ακολουθούσε σε όλες τις μετακινήσεις και επιχειρήσεις. Γι’ αυτό θεωρήθηκε ερωμένη του, πράγμα που δεν ανταποκρίνεται στην ιστορική έρευνα. Λίγο καιρό αργότερα πήγε στον Κατσαντώνη και έγινε το πρωτοπαλίκαρό του. Ήταν ένας από τους 3 που πυροβόλησαν και σκότωσαν τον Βεληγκέκα, πρωτοπαλίκαρο του Αλή πασά, από την νεανική του ηλικία(Καταγόταν από την πόλη Σκόδρα της Αλβανίας. Ήταν πολύ γνωστός σε Θεσσαλία, Δ. Στερεά και αργότερα όλη τη χώρα για τη σκληρότητα και τραχύτητά του. Έζησε τα χρόνια των κατορθωμάτων του Κατσαντώνη. Θέλοντας να δείξει τη παλικαριά του περιφρονούσε τον Κατσαντώνη, όπως τον προκάτοχό του, Κοντογιάννη. Συχνά τον περιγελούσε για το κοντό του ανάστημα και την ιδιόμορφη φωνή του και τον καλούσε σε μονομαχία. Ο Κατσαντώνης τον κάλεσε σ’ ένα μέρος, όπου έγινε μονομαχία και τον σκότωσε(αρχές 19ου αι.). Τραγουδήθηκε πολύ με δημοτικά τραγούδια, για την αγριότητα του. Στο θέατρο σκιών είναι ο δυνάστης των Ελλήνων.). Δίπλα στον Κατσαντώνη, ο Καραϊσκάκης έμαθε τα μυστικά του ανταρτοπόλεμου. Μετά τον θάνατο του Κατσαντώνη ο Καραϊσκάκης και οι λίγοι κλέφτες που είχαν απομείνει προσκύνησαν τον Αλή πασά και διέμειναν στην Αυλή του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου