Benito Mussolini(1883-1945) ΜΕΡΟΣ 1ο
Ο Benito Amilcare Andrea Mussolini ήταν Ιταλός πολιτικός, ιδρυτής και ηγέτης του φασιστικού κόμματος. Διοίκησε την Ιταλία(1922-43) υπό δικτατορικό καθεστώς, μετατρέποντάς τη σε φασιστική πολιτεία. Υπήρξε σύμμαχος του Αδόλφου Hitler και οδήγησε τη χώρα του, ως δύναμη της συμμαχίας του Άξονα, στον Β’ ΠΠ. Μετά την είσοδο των συμμαχικών στρατευμάτων στην Ιταλία(1943), κατέφυγε στο βόρειο τμήμα της χώρας, όπου με τη βοήθεια της ναζιστικής Γερμανίας ίδρυσε την επονομαζόμενη «Ιταλική Κοινωνική Δημοκρατία» ή «Δημοκρατία του Salò»(Repubblica di Salò). Το καθεστώς του κατέρρευσε οριστικά (1945) και εκτελέστηκε(Απρίλιος) έτους από Ιταλούς παρτιζάνους. ΠΡΩΤΑ ΧΡΟΝΙΑ Γεννήθηκε 29/07/1883 στην κωμόπολη Varnano dei Costa κοντά στο Dovia di Predappio, ένα χωριό της ΒΑ Ιταλίας, όπου διέμενε η οικογένειά του, στην περιφέρεια του Forlì της επαρχίας Emilia-Romagna(στην εποχή του ονομαζόταν χωριό του Duce). Ο πατέρας του, Alessandro, ήταν σιδηρουργός και ανήκε στον σοσιαλιστικό συνδικαλιστικό χώρο. Η μητέρα του, Rosa Maltoni Mussolini, ήταν δασκάλα. Ήταν το μεγαλύτερο από τα 3 παιδιά της οικογένειας. Τα αδέλφια του ονομάζονταν Arnaldo and Edvige. Έλαβε το όνομα Benito(υποκοριστικό του ονόματος Βενέδικτος), λόγω του θαυμασμού του πατέρα του προς το σοσιαλιστή πρόεδρο του Μεξικού Benito Juárez. Δεν βαφτίστηκε και είχε διαμάχες με τους γονείς του για το θέμα της θρησκείας. Τα ονόματα Andrea και Amilcare τα έλαβε από τους Ιταλούς σοσιαλιστές Andrea Costa and Amilcare Cipriani. Ο πατέρας του, θαύμαζε τους επαναστατικούς σοσιαλιστές και είχε ως είδωλά του τους Ιταλούς εθνικιστές του 19ου αι. όπως οι Carlo Pisacane, Giuseppe Mazzini και Giuseppe Garibaldi. Ο μικρός Benito βοηθούσε τον πατέρα του στο σιδηρουργείο και επηρεάστηκε πολύ πολιτικά από αυτόν. Ο Alessandro είχε πολιτικές ιδέες που συνδύαζαν αναρχικές απόψεις προσωπικοτήτων όπως οι Carlo Cafiero και Mikhail Bakunin, αυταρχικές του Garibaldi και εθνικιστικές του Mazzini. Στην επέτειο θανάτου του Garibaldi(1902) ο Benito Mussolini επαίνεσε με δημόσιο λόγο του τον εθνικιστή. Στην ηλικία των 8 εκδιώκεται από την Εκκλησία, που πήγαινε η μητέρα του, ενώ 2 χρόνια αργότερα αποβάλλεται από το σχολείο Σηλεσιανών μοναχών(εσωτερικός, μετά από συμβιβασμό με την θρήσκα μητέρα του) επειδή τραυμάτισε κάποιον συμμαθητή του στο χέρι και πέταξε ένα μελανοδοχείο στον δάσκαλό του. Σε γενικές γραμμές υπήρξε καλός μαθητής και έλαβε(1901) το δίπλωμα του δημοδιδάσκαλου από το διδασκαλείο του Forlimpopoli, και τον ίδιο χρόνο διορίσθηκε δάσκαλος στο Gualtieri, σε ηλικία μόλις 18 ετών. Όμως, αισθανόμενος αποστροφή για τον μονότονο χαρακτήρα του επαγγέλματός του, παραιτήθηκε. Επιζητώντας ευρύτερους ορίζοντες για δράση, όντας ανυπότακτος και πεισματάρης, σχεδίασε στην αρχή να πάει στην Αμερική. Η ανάμειξή του στο σοσιαλιστικό κίνημα προκαλεί διάφορες διώξεις και μεταναστεύει(1902), λόγω έλλειψης χρημάτων για Αμερική, στην Ελβετία, για να αποφύγει τη στρατιωτική θητεία. Εκεί προσπαθεί να παρακολουθήσει μαθήματα γαλλικής φιλολογίας στα Πανεπιστήμια της Γενεύης και Λωζάννης και αργότερα στη Βέρνη, εργαζόμενος στην αρχή ως κτίστης, οργανώνοντας απεργίες Ιταλών μεταναστών συναδέλφων. Συλλαμβάνεται για αλητεία και αναρχική δράση και απελαύνεται από τη χώρα(1904). Αφού ολοκληρώνει τις στρατιωτικές του υποχρεώσεις στην Ιταλία, επιστρέφει και πάλι στην Ελβετία, όπου σε μια 2η απόπειρα να εξοριστεί αποπέμπεται με την παρέμβαση των σοσιαλιστών βουλευτών από τη Βέρνη στη Γενεύη ως ανεπιθύμητος από όλα τα καντόνια της χώρας. Η αρρώστια της μητέρας του τον αναγκάζει να επιστρέψει στην Ιταλία. Πάλι όμως κυνηγημένος από τις αρχές καταφεύγει(1908) στην υπό αυστριακή κατοχή περιοχή του Tirolo και εκδίδει μια τοπική σοσιαλιστική εφημερίδα. Δημοσιεύει, μεταφρασμένο στα αγγλικά και το έργο του «Claudia Particella, l'amante del Cardinal Madruzzo»(«Η ερωμένη του καρδιναλίου»). Εκδιώκεται και από τις αυστριακές αρχές και καταλήγει στο Forli, όπου εκδίδει την εφημερίδα La Lotta di Classe(Ταξική Πάλη) και εκλέγεται(1910) γραμματέας της τοπικής οργάνωσης του σοσιαλιστικού κόμματος. Παντρεύεται(1910) τη Rachele Guidi με την οποία απέκτησε 5 παιδιά. ΑΠΟ ΤΟΝ ΣΟΣΙΑΛΙΣΜΟ ΣΤΟΝ ΦΑΣΙΣΜΟ Στις αρχές του πολέμου της Ιταλίας ενάντια στην Τουρκία(1911) βρίσκεται φυλακισμένος για αντιπολεμική δράση, εξ αιτίας των ειρηνιστικών του απόψεων. Με την αποφυλάκισή του διορίζεται αρχισυντάκτης της επίσημης εφημερίδας του ιταλικού σοσιαλιστικού κόμματος Avanti!(Εμπρός!) και μετακομίζει στο Μιλάνο. Τον καιρό εκείνο στις πολιτικές του απόψεις υποχωρεί η ριζοσπαστική φιλοσοφία του Karl Marx και αρχίζει να επηρεάζεται από τη φιλοσοφία του Friedrich Nietzsche, τις επαναστατικές πεποιθήσεις του Γάλλου ριζοσπάστη διανοητή Auguste Blanqui και τη συνδικαλιστική θεωρία του Georges Sorel. Με την κήρυξη του Α’ ΠΠ το σοσιαλιστικό κόμμα τάσσεται κατά οποιασδήποτε επεκτατικής πολεμικής επιχείρησης από πλευράς του ιταλικού βασιλείου. Σε αυτή τη γραμμή τοποθετείται και ο Mussolini. Μερικούς μήνες αργότερα, όμως, αλλάζει άποψη και συμπαρατίθεται με ένα τμήμα των συνδικαλιστών του κόμματος που υποστήριζε την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο. Αυτοί διαμόρφωσαν μια ομάδα αποκαλούμενη Fasci d'azione rivoluzionaria internazionalista(Πυρήνες επαναστατικής διεθνιστικής δράσης). Η εμμονή του στην υποστήριξη του επεμβατισμού οδηγεί στην αποπομπή του από τη θέση του αρχισυντάκτη της Avanti!. Με την υποστήριξη της μετέπειτα ερωμένης του, Margherita Sarfatti, ιδρύει(Νοέμβριος 1914) την εφημερίδα Il popolo d' Italia(Ο λαός της Ιταλίας) και την ομάδα Fasci d' Azione Rivoluzionaria(Πυρήνες - Σύνδεσμοι επαναστατικής δράσης). Η πληροφορία ότι η εφημερίδα του χρηματοδοτείται από τους Γάλλους, οι οποίοι επιθυμούσαν την είσοδο της Ιταλίας στον πόλεμο και από βιομηχάνους, που ήθελαν να αποδυναμώσουν το σοσιαλιστικό κόμμα, συνοδεύεται με διαγραφή του από αυτό. Τελικά, η Ιταλία εισέρχεται στον πόλεμο(Μάιος 1915) και τον ο Mussolini επιστρατεύεται(Σεπτέμβριος). Τραυματίζεται από θραύσματα χειροβομβίδας(1917), αποστρατεύεται και επιστρέφει στο Μιλάνο συνεχίζοντας την έκδοση της εφημερίδας του. Ιδρύει(23/02/1919) το κόμμα Fasci de Combattimento(Πυρήνες του Αγώνα), αλλά αποτυγχάνει να εισέλθει στο κοινοβούλιο. Η ομάδα του, κατά τη διάρκεια του μεγάλου απεργιακού κύματος(1920-1), δρα εναντίον των εργατών, οργανώνοντας εκστρατείες τιμωρίας και έτσι κερδίζει τη συμπάθεια και τη στήριξη των βιομηχάνων. Συμμετέχει στις εκλογές(1921), εκλέγοντας 37 βουλευτές και μετονομάζει το κόμμα του σε Partito Nazionale Fascista PNF(Εθνικό Φασιστικό Κόμμα). Η πολιτική θεώρηση του Mussolini στηριζόταν στην υποτιθέμενη υπέρβαση των κατεστημένων πολιτικών οριοθετήσεων αριστεράς, δεξιάς, κέντρου, θέτοντας τον φασισμό πέρα και πάνω από αυτές. Επαγγελλόταν ριζοσπαστικές αλλαγές, χωρίς όμως ποτέ να παρουσιάζει επίσημο πρόγραμμα και τρόπους εφαρμογής τους. Η πρακτική του είχε να κάνει με τον έντονο θεατρινισμό, που εκδήλωνε, και την οξεία ρητορεία του με τάσεις υπερβολής και εντυπωσιασμού. Η είσοδός του στο ιταλικό κοινοβούλιο σήμανε την αρχή του τέλους για τον εύθραυστο ιταλικό κοινοβουλευτισμό. Σε μία επιδεικτική κίνηση υπέρβασης των πολιτικών ορίων παρέταξε τους βουλευτές του τοξοειδώς στα τελευταία έδρανα. ΑΝΟΔΟΣ ΣΤΗΝ ΕΞΟΥΣΙΑ Οι φασιστικές ομάδες Μελανοχιτώνων, που είχε οργανώσει, δρούσαν τρομοκρατικά σε όλη τη χώρα. Εισβάλλουν(03-04/10/1922) στις πόλεις της Γένοβας, του Livorno και της Ancona και εγκαθιδρύουν τοπικές φασιστικές διοικήσεις. Στη χώρα επικρατεί αναταραχή, που προοιωνίζει εμφύλιο πόλεμο. Οι διαδοχικές κυβερνήσεις των Giovanni Giolitti, Ivanoe Bonomi και Luigi Facta αδυνατούν να ανακόψουν την πορεία προς την αναρχία και την εκτροπή. Ο Mussolini οργανώνει(28/10) τη Marcia su Roma(Πορεία προς τη Ρώμη) και 100.000 Μελανοχίτωνες, μέλη των Φασιστικών Φαλάγγων, εισέρχονται(31/10) στη Ρώμη και παρατάσσονται απέναντι από την αστυνομία και τους Κυανοχίτωνες του βασιλικού στρατού. Ο Βασιλιάς Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’(Vittorio Emanuele III), αδυνατώντας να ελέγξει την κατάσταση και με την απειλή του εμφυλίου να επικρέμαται πάνω από τη χώρα, παραδίδει την εξουσία στον Mussolini, ορίζοντάς τον πρωθυπουργό. Αρχικά στο κοινοβούλιο υποστηρίχθηκε από τους φιλελεύθερους. Με τη βοήθειά τους εισήγαγε διατάξεις λογοκρισίας και τροποποίησε το εκλογικό σύστημα έτσι ώστε ήταν σε θέση(1925) να αναλάβει δικτατορικές εξουσίες και να διαλύσει όλα τα άλλα πολιτικά κόμματα και μη φασιστικά συνδικάτα. Διέλυσε το κοινοβούλιο και ίδρυσε, από τις εφεδρείες των Μελανοχιτώνων, τη Φασιστική Αστυνομία, με ευρείες αρμοδιότητες καταστολής. Ο κρατικός μηχανισμός, πλέον πλήρως στα χέρια του, χρησίμευε ως μέσο προπαγάνδας και ανάσχεσης κάθε αντιπολιτευόμενης φωνής. Η δολοφονία(1924), από φασίστες, του σοσιαλιστή βουλευτή Giacomo Matteotti, που προσπαθούσε να καταγγείλει τη δράση του Mussolini, υπήρξε η αρχή μιας παρατεταμένης πολιτικής κρίσης στην Ιταλία, η οποία έληξε(αρχές 1925), όταν ο Mussolini εγκαθίδρυσε μία προσωποπαγή ολοκληρωτική δικτατορία. ΦΑΣΙΣΤΙΚΗ ΔΙΑΚΥΒΕΡΝΗΣΗ Ο Mussolini απέδιδε τεράστια σημασία στην προπαγάνδα εντός και εκτός Ιταλίας. Ο Τύπος, το ραδιόφωνο, η εκπαίδευση και η κινηματογραφική παραγωγή εποπτεύονταν προσεκτικά, ώστε να κατασκευάσουν την πλάνη ότι ο φασισμός ήταν το δόγμα του 20ου αι. που αντικαθιστούσε τον φιλελευθερισμό και τη δημοκρατία και να καλλιεργήσουν τον μύθο του Duce(Ηγέτη), όπως αρεσκόταν να αποκαλείται. Υπέγραψε(1929) την 1η συμφωνία(κονκορδάτο) αλληλοαναγνώρισης μεταξύ του Παπικού Κράτους του Βατικανού και του Βασιλείου της Ιταλίας. Στην εξωτερική πολιτική, ο Mussolini μετατοπίστηκε από τον ειρηνόφιλο αντι-ιμπεριαλισμό της περιόδου της εξουσιαστικής του ανέλιξης, σε μια ακραία μορφή επιθετικού εθνικισμού. Πρώιμο παράδειγμα αυτού: ο βομβαρδισμός της Κέρκυρας(1923), με αφορμή δολοφονίες από αγνώστους Ιταλών στρατιωτών στα ελληνοαλβανικά σύνορα, οι οποίοι είχαν αποσταλεί για να συμμετάσχουν ως μέλη της Διεθνούς Επιτροπής για τη διευθέτηση προβλήματος μεταξύ Ελλάδας και Αλβανίας. Ο Ιταλός δικτάτορας θεώρησε υπεύθυνη την ελληνική κυβέρνηση και απαίτησε ικανοποίηση ηθική και οικονομική. Όταν η κυβέρνηση αρνήθηκε να παράσχει οποιαδήποτε ικανοποίηση, δηλώνοντας ότι η Ελλάδα δεν έχει καμία σχέση με το γεγονός, ο Mussolini διέταξε τον ιταλικό στόλο να βομβαρδίσει την Κέρκυρα. Επιπλέον, με την καταδίκη από την ΚτΕ του γεγονότος του βομβαρδισμού, απείλησε με απόσυρση της Ιταλίας από τον Οργανισμό. Λίγο αργότερα κατάφερε να εγκαθιδρύσει ένα καθεστώς φερέφωνων στην Αλβανία, υπάγοντάς την, ουσιαστικά, σε ιταλική διοίκηση, ενώ επέβαλε στη Λιβύη, σε κατάσταση χαλαρής αποικιακής εξάρτησης από την Ιταλία από το 1912, πλήρη διοικητικό έλεγχο. Στη Διάσκεψη της Stresa(1935), βοήθησε στη δημιουργία ενός αντιχιτλερικού μετώπου, με σκοπό να υπερασπίσει την ανεξαρτησία της Αυστρίας. Αλλά η καταδίκη της ιταλικής κατάληψης της Αβησσυνίας(1935) από την ΚτΕ, τον οδήγησε στη σύναψη συμμαχίας με τον Γερμανό Furher. Ο Ισπανικός Εμφύλιος Πόλεμος(1936) δίνει στον Μουσολίνι μια καλή ευκαιρία να πετύχει πολλά κέρδη με μια και μόνο κίνηση: α)Γίνεται πρωταγωνιστής του αντικομμουνιστικού αγώνα στην Ευρώπη β)Εγκαθιστά στις Βαλεαρίδες νήσους αεροναυτική βάση, που ελέγχει τη Δ Μεσόγειο και γ)Κάνει επίδειξη στρατιωτικής δύναμης για να εκφοβίσει τους μελλοντικούς του αντιπάλους. Είναι ο 1ος που προσφέρει βοήθεια στους στρατηγούς της ισπανικής Χούντας και, δεν θέτει καν όρους πληρωμής του τεράστιου υλικού που αποστέλλει. Ακολουθούν και ιταλικά στρατεύματα, δήθεν εθελοντών, που παίρνουν μέρος αμέσως στις μάχες μετά την αποβίβασή τους στη Σεβίλλη. Βρετανία και Γαλλία-παράλληλα και οι ΗΠΑ- κρατούν ουδέτερη στάση. Η Αγγλία είναι προκλητικά υπέρ των φρανκιστών. Παρά τις αποδείξεις από Ιταλούς αιχμαλώτους ότι μια ξένη χώρα εισβάλλει στην Ισπανία, η ΚτΕ, με την αφόρητη πίεση της Βρετανίας, αρνείται να εξετάσει τα στοιχεία που προσκομίζονται. Οι Ιταλοί διπλωμάτες εκείνη τη στιγμή νιώθουν να βρίσκονται στο απόγειό τους: έχουν κάνει την διεθνή διπλωματία υποχείριό τους και δηλώνουν στον Mussolini ότι αναμένεται να υποχωρήσουν στην οποιαδήποτε αξίωσή τους. Η Γαλλία, προτιμά να προσποιηθεί ότι δεν βλέπει προς κάθε κατεύθυνση. Ιταλικά βομβαρδιστικά υπερίπτανται των εδαφών των γαλλικών αποικιών Μαρόκου και Αλγερίας, βοηθώντας τον Franco χωρίς να εμποδίζονται ή να τους ζητείται άδεια διέλευσης. Στα Πυρηναία οι λαθρέμποροι οδηγούν μέσα από στενά μονοπάτια ανθρώπους που θέλουν να πολεμήσουν για τη δημοκρατία. Οι ΗΠΑ εφοδιάζουν με πετρέλαιο τον Mussolini, δηλώνοντας ότι πρόκειται για απλό «φωτιστικό υλικό, που δεν έχει σχέση με τον πόλεμο», παρ' όλο που καταλήγει στα μηχανοκίνητα άρματα των Ιταλο-Γερμανών. Οι Ιταλοί στρατιώτες δεν περιμένουν να βρουν σοβαρή αντίσταση και χάνουν αρκετές μάχες, ειδικά εκείνη στην Guadalajara, που ο Mussolini πίστευε ότι θα του ανοίξει τον δρόμο για τη Μαδρίτη. Πρόκειται για τον 1ο θρίαμβο των Δημοκρατικών, για τον οποίο έγραψε με θερμά λόγια ο ανταποκριτής Ernest Hemingway. Στην Ισπανία είχαν καταφύγει πολλοί αριστεροί Ιταλοί, το σώμα των «Garibaldi» των Διεθνών Ταξιαρχιών, οι οποίοι πολέμησαν γενναία κι αποτελεσματικά εναντίον των φασιστών Ιταλών, έχοντας ανάμεσά τους πολλούς πρώην συναδέλφους του Mussolini από την εποχή που ο Duce βρίσκονταν στις σοσιαλιστικές τάξεις. Προς το τέλος του ισπανικού εμφυλίου έχουν αναπτυχθεί ισχυρά αισθήματα μίσους μεταξύ Mussolini και Franco, που επέρριπταν ο ένας στον άλλο το φταίξιμο πολλών αποτυχημένων επιθέσεων. Αλλά ο Mussolini πρόκειται να κερδίσει ακόμα ένα διπλωματικό χαρτί με τις εξελίξεις του 1938 και 1939. Προσποιείται(1938) τον αδιάφορο, όταν ο Hitler εισέρχεται στην Αυστρία, την οποία κάποτε θεωρούσε χώρα της ιταλικής σφαίρας επιρροής, και ξεχνά ότι είχε απειλήσει με πόλεμο τον Hitler σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Όταν ο Hitler ζητά ακόμα περισσότερα από τους Αγγλογάλλους, απειλώντας για πόλεμο σε αντίθετη περίπτωση, στο παρασκήνιο οι Άγγλοι ζητούν από τον Mussolini να επέμβει και να πείσει τον Hitler να δεχτεί έναν τελευταίο συμβιβασμό. ΣΥΜΦΩΝΙΑ ΤΟΥ ΜΟΝΑΧΟΥ Η Διάσκεψη του Μονάχου(Σεπτέμβριος 1938) εξελίσσεται σε υπερθέαμα: ο Mussolini κερδίζει τη φήμη του μεγάλου ειρηνοποιού, επειδή «πείθει» τον Hitler, ενώ ο Άγγλος πρωθυπουργός Neville Chamberlain πιστεύει ότι κέρδισε μια ειρήνη διαρκείας ξεπουλώντας μία μικρή χώρα, την Τσεχοσλοβακία, στον Hitler. Πρόκειται για τραγικό σφάλμα της αγγλικής διπλωματίας, γιατί Mussolini και Hitler είχαν προσυνεννοηθεί και καταρτίσει μαζί τους όρους της Συμφωνίας εν αγνοία των Αγγλογάλλων. Οι 4 ηγέτες, Γερμανίας, Ιταλίας, Αγγλίας και Γαλλίας δεν διαπραγματεύθηκαν τίποτα, αλλά απλά υπέγραψαν όσα οι Mussolini και Hitler είχαν προετοιμάσει. Επιπλέον, ο Mussolini εξέφρασε υποκριτικά την δυσαρέσκειά του στον Άγγλο πρωθυπουργό Chamberlain, επειδή η Ιταλία δεν είχε κανένα όφελος από την όλη συμφωνία, παρά την καλή θέληση που επέδειξε. Υπάρχει σχόλιο σε αυτό το σημείο από τον Chamberlain, ο οποίος δήλωσε: «Ναι, μοιάζει σαν να ανταμείψαμε το κακό παιδί(= Hitler) και στο καλό(= Mussolini) δεν δώσαμε τίποτε». Η αλήθεια, όμως, είναι ότι ο Mussolini ήταν έτοιμος να αναζητήσει τα δικαίωματά του στο πλευρό εκείνου που υποσχόταν περισσότερα. Η υποχωρητικότητα των Αγγλογάλλων ενίσχυσε την απόφαση των 2 δικτατόρων να δράσουν περαιτέρω και εξαγγέλλεται(Μάιος 1939) το Χαλύβδινο Σύμφωνο με τον Hitler. Μέσα σ’ ένα χρόνο ο Mussolini είχε ήδη οριστικοποιήσει τα μέρη που ήθελε να κατακτήσει. Η Ελλάδα βρισκόταν, φυσικά, στην 1η σειρά και οι 2 δικτάτορες είχαν αποφασίσει τον διαμελισμό της Μακεδονίας σε Α και Δ, την οποία θα έλεγχαν Γερμανοί και Ιταλοί αντίστοιχα, χρησιμοποιώντας σαν «αστυνομικό προσωπικό» την συγκατοχή Βουλγάρων και Αλβανών, τους οποίους έλεγχαν. Αυτό μαθεύτηκε διά μέσου των Ελλήνων πρεσβευτών στη Μαδρίτη, πιθανόν από την υπηρεσία Abwehr(Διεύθυνση Κατασκοπείας και αντικατασκοπίας) του Wilhelm Canaris, ο οποίος επί χρόνια συνεργάζονταν με την αγγλική Αντικατασκοπεία και είχε ήδη βοηθήσει σε απόπειρα δολοφονίας του Hitler. Η κυβέρνηση Μεταξά μετά από αυτό το γεγονός συντάχθηκε στο πλευρό των Άγγλων στην αναμενόμενη διαμάχη, γνωστή ήδη από τότε. Οι εκδοχές ότι ο Μεταξάς ακολουθούσε φιλογερμανική πολιτική και ήθελε να παραδώσει την Ελλάδα στον Hitler προκύπτει από εκτιμήσεις ατόμων που δεν αναφέρονται σε ιστορικά γεγονότα, αλλά κρίνουν από το γεγονός ότι το καθεστώς Μεταξά ήταν, όντως, φιλοναζιστικό. Αλλά οι πολιτικές πεποιθήσεις και η εξωτερική πολιτική σχεδόν ποτέ δεν ακολουθούν η μία την άλλη. Μία υποχώρηση του Mussolini στον Hitler ήταν η δίωξη των Εβραίων και η δημιουργία καθεστώτος φυλετικών διακρίσεων στην ιταλική αυτοκρατορία. Πριν από αυτό, οι Εβραίοι δεν διώκονταν από την κυβέρνηση Mussolini, ενώ επιτρεπόταν να κατέχουν υψηλές θέσεις στο φασιστικό κόμμα. Τα μέλη της TIGR, σλοβενικής αντιφασιστικής ομάδας, σχεδίαζαν να δολοφονήσουν τον Mussolini στο Kobarid(1938), αλλά απέτυχαν. Ο Ιταλός βασιλιάς, Βίκτωρ Εμμανουήλ Γ’, αν και σοκαρίστηκε από αυτήν την πράξη, δεν τόλμησε να αρνηθεί την υπογραφή του σχετικού νόμου, απόδειξη ότι η ισχύς του Mussolini δεν αμφισβητήθηκε ποτέ από την άρχουσα ιταλική τάξη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου