Θεόκλητος Φαρμακίδης ΠΕΘΑΝΕ ΣΑΝ ΣΗΜΕΡΑ 26/04/1860
Κληρικός, θεολόγος και συγγραφέας, ένας από τους εκδότες του Λογίου Ερμή. Δίδαξε στην Ιόνιο Ακαδημία και διετέλεσε διευθυντής του Εθνικού Τυπογραφείου και της Επισήμου Εφημερίδος, έφορος του Ορφανοτροφείου της Αίγινας, καθηγητής στο Πανεπιστήμιο και γραμματέας της Ιεράς Συνόδου. Ήταν υπέρμαχος της κήρυξης του Αυτοκεφάλου της ελληνικής Εκκλησίας. Ο Θεόκλητος Φαρμακίδης, κατά κόσμο Θεοχάρης Φαρμακίδης(Νιμπεγλέρ(Νίκαια) της Θεσσαλίας(1784-1860). Διδάσκαλος του Γένους, κορυφαίος Νεοέλληνας διαφωτιστής, αγωνιστής της Ελληνικής Επανάστασης, λόγιος κληρικός και πρωτοπόρος δημοσιογράφος. ΒΙΟΓΡΑΦΙΑ Έλαβε τη βασική μόρφωση στο χωριό του πιθανότατα από κάποιο ιερωμένο και σε ηλικία 17 χρονών μετά τον θάνατο τον γονέων του(1800), αναχώρησε για τη Λάρισα. Εκεί χειροτονήθηκε διάκονος(1802) λαμβάνοντας το όνομα Θεόκλητος. Μετέβη στην Κωνσταντινούπολη όπου βρισκόταν κάποιος θείος του Μητροπολίτης και φοίτησε στη Μεγάλη του Γένους Σχολή (1804-6).Ο καθηγητής Δημήτριος Μπαλάνος σημειώνει : «Αλλ' ο Φαρμακιδης δεν απεκόμισεν αγαθές εντυπώσεις εκ Κωνσταντινουπόλεως τόσον λόγω του πολυτάραχου και εκλύτου βίου της μεγαλουπόλεως, όσον και λόγω του αυταρχικού πνεύματος, όπερ διέγνωσεν επικρατών εν τοις πατριαρχείοις». Συνέχισε τις σπουδές του στη Σχολή των Κυδωνιών και στην Ακαδημία του Ιασίου(1806-11). Αφού παρέμεινε ελάχιστα στο Βουκουρέστι όπου χειροτονήθηκε πρεσβύτερος, διορίστηκε(1811) εφημέριος του Ι. Ναού Αγίου Γεωργίου της ελληνικής παροικίας στη Βιέννη(1811-8) συμπληρώνοντας τη φιλολογική του μόρφωση μαθαίνοντας λατινικά, γαλλικά και γερμανικά όπου και μετέφρασε τη τετράτομη εγκυκλοπαίδεια του Jacobs(1η έκδοση, Κέρκυρα 1819). Μετά τον ιδρυτή Άνθιμο Γαζή(1816-8), σε συνεργασία μαζί με τον Κωνσταντίνο Κοκκινάκη συνέχισαν την έκδοση του περιοδικού «Λόγιος Ερμής», βασικό δημοσιογραφικό όργανο της παράταξης του Αδαμάντιου Κοραή. Υποβάλει παραίτηση(1817) από τη θέση του υπεφημέριου του Αγίου Γεωργίου, εξαιτίας του πολέμου από τα μέλη της ελληνικής κοινότητας της Βιέννης για τα γραφόμενα του «Λόγιου Ερμή». Συμμετείχε στη Φιλική Εταιρεία. Ο ευεργέτης του, φιλέλληνας Guilford, του εξασφάλισε τις δαπάνες των σπουδών του στο πανεπιστήμιο του Göttingen στη Γερμανία(1819). Με την κήρυξη της Ελληνικής Επανάστασης, μετέβη(Μάιος 1821) στην ηπειρωτική Ελλάδα, από εκεί στις Σπέτσες, στο στρατόπεδο των Βερβαίνων όπου και εντάχθηκε στο επιτελείο του πρίγκιπα Δημήτριου Υψηλάντη. Βρίσκεται στην Καλαμάτα(Αύγουστος 1821) όπου και εκδίδει την 1η ελληνική εφημερίδα που κυκλοφόρησε σε ελλαδικό έδαφος, χειρόγραφη την «Ελληνική Σάλπιγξ». Διέκοψε την έκδοσή της, μετά από 3 μόνο φύλλα, εξ αιτίας της διαφωνίας του με τη λογοκρισία που επεχείρησε να επιβάλλει ο Υψηλάντης. Έλαβε μέρος στις 2 πρώτες Εθνοσυνελεύσεις, διορίστηκε μέλος του Αρείου Πάγου Α. Ελλάδος, Έφορος της Παιδείας και της Ηθικής Ανατροφής των Παίδων(05/07/1823) και δίδαξε(1823-5) στην Ιόνιο Ακαδημία της Κέρκυρας. Διορίστηκε(1825) από την κυβέρνηση αρχισυντάκτης της «Γενικής Εφημερίδος της Ελλάδος»(Ναύπλιο) της μετέπειτα «Εφημερίδος της Κυβερνήσεως». Παραιτήθηκε από αυτή τη θέση(1827) αντιδρώντας στις κατηγορίες που του απέδιδαν. Επιβάλει φιλελεύθερη γραμμή στα πρότυπα των παραδόσεων του Διαφωτισμού, γεγονός που θα προκαλέσει τη σύγκρουσή του με τους πολίτικους(Σπ. Τρικούπης), γι΄ αυτό και θα αντικατασταθεί. Όντας υποστηρικτής του «αγγλικού κόμματος» του Μαυροκορδάτου διαφώνησε εξ αρχής με τον Κυβερνήτη Ιωάννη Καποδίστρια, τον οποίο θεωρούσε όργανο της ρωσικής πολιτικής. Η κυβερνητική λογοκρισία ανακάλυψε επιστολή του με επικριτικό περιεχόμενο για το πρόσωπο του Κυβερνήτη και γι’ αυτό δικάστηκε και φυλακίστηκε. Έπειτα πέρασε στην Ύδρα όπου ενώθηκε με την αντικαποδιστριακή παράταξη. Μετά τη δολοφονία του Καποδίστρια (1832), διορίστηκε έφορος του εν Αιγίνη Γενικού και Προκαταρκτικού Σχολείου (14/04/1832). Με την έλευση του ανήλικου Βασιλέα Όθωνα χρησιμοποιήθηκε από τον αντιβασιλέα Mauer ως βασικός σύμβουλός του σε εκκλησιαστικά ζητήματα. Με ενέργειες του Φαρμακίδη(23/07/1832) εξεδόθη Βασιλικό Διάταγμα για την κήρυξη του αυτοκέφαλου της Ελλαδικής Εκκλησίας και την ανεξαρτησία της από το Πατριαρχείο Κωνσταντινουπόλεως. Βασικό επιχείρημα του: δεν μπορούσε το ελεύθερο ελληνικό κράτος να εξαρτά την εκκλησιαστική του διοίκηση από έναν Πατριάρχη δέσμιο του Τούρκου Σουλτάνου. Ταελικώς επιβλήθηκε με το Διάταγμα της 23ης Ιουλίου/4ης Αυγούστου 1833. Η φιλελεύθερη αυτή θέση του πήγαζε από την πεποίθηση πως σκοπός της επανάστασης ήταν η αποτίναξη της οθωμανικής τυραννίας και επομένως η πατριαρχική εξουσία θα εγκυμονούσε κινδύνους επεμβάσεως στα εσωτερικά ζητήματα του νέου κράτους. Οι συντηρητικοί εκκλησιαστικοί κύκλοι, που ανήκαν στο «ρωσικό κόμμα»( υποστήριζε το ενιαίο εκκλησιαστικό κέντρο, επί τη βάσει των πανσλαβιστικών σχεδίων της Ρωσικής Αυτοκρατορίας) εξεμάνησαν εναντίον του ασκώντας του εντονότατη πολεμική για πάνω από 2 δεκαετίες. Επικεφαλής αυτών των κύκλων υπήρξε ο κληρικός Κωνσταντίνος Οικονόμος ο εξ Οικονόμων, έμμισθος σύμβουλος των Ρώσων και κύρια όργανά του η εφημερίδα «Αιών» και το περιοδικό «Ευαγγελική Σάλπιγξ». Υπήρξε στενός φίλος του έτερου μεγάλου διαφωτιστή Θεόφιλου Καΐρη και μετέβη πολλών προσπαθειών για να τον μετακινήσει από τις ύστερες θεοσοφιστικές πεποιθήσεις του. Ως γραμματέας της Συνόδου πρότεινε, για να σώσει τον Καΐρη, να του επιτραπεί η έξοδος από την Ελλάδα, ώστε να σταματήσω η υπόθεση εκεί και να λυθεί το ζήτημα. Είχε την άποψη ότι η Αγία Γραφή έπρεπε να μεταγλωττιστεί στην απλοελληνική ώστε να γίνεται κατανοητή από τα ευρύτερα λαϊκά στρώματα, θέση που του κόστισε νέα πολεμική από τους ίδιους συντηρητικούς κύκλους. Συνδέθηκε φιλικά με τον Ιωνά(Jonas) King. Διορίστηκε(1833) Γραμματέας της Ιεράς Συνόδου της Εκκλησίας του Βασιλείου της Ελλάδος(τότε η Εκκλησία της Ελλάδος) και του δόθηκε(1837) η θέση του τακτικού καθηγητή Θεολογίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών, στο οποίο όμως δεν δίδαξε ποτέ. Αργότερα διορίστηκε καθηγητής στη Φιλοσοφική Σχολή(1839). Συγχρόνως παύεται από τη θέση του γραμματέα της Ιεράς Συνόδου. Εκδίδει (1840) την «Απολογία» του, έργο με το οποίο υπεραμύνεται των ιδεών και των πράξεών του. Επαναδιορίζεται(1843) καθηγητής στη Θεολογική Σχολή στην οποία δίδαξε μέχρι τον θάνατό του, ενώ λίγο αργότερα ο Σπ. Τρικούπης τον ορίζει πάλι γραμματέα της Ιεράς Συνόδου. Όταν το Οικουμενικό Πατριαρχείο εξέδωσε(29/06/1850) Τόμο ανακήρυξης του αυτοκέφαλου της Εκκλησίας της Ελλάδος, ο Φαρμακίδης, θεωρώντας τους όρους του Τόμου αντικανονικούς και περιοριστικούς για την άσκηση ελεύθερης διοίκησης, εξέδωσε ως «Αντιτόμο» το σύγγραμμα «Ο Συνοδικός Τόμος ή περί αληθείας»(23/04/1852) με τις θέσεις του, έργο που επηρέασε καταλυτικά την νομολογία και πρακτική του ελληνικού κράτους έναντι της Εκκλησίας και το εσωτερικό τυπικό της. Σε αυτό υποστήριζε ότι : «κατεφρονήθη η Ελλάς, περιεπαίχθη, εξυβρίσθη, εξηυτελίσθη παρά ξένης Εκκλησιαστικής Αρχής, υπό τον Σουλτάνον των Οθωμανών τελούσης και κατά τας διαταγάς αυτού ενεργούσης». Στην προσπάθειά του ν’ αναβιώσει την αρχαία παράδοση των Πατέρων της Εκκλησίας, για μια Βιβλική θεολογία, προέβη στην επανέκδοση(1842-3) των Σχολίων του ερανιστού των Πατέρων Οικουμενίου(10ος αι.), στην Καινή Διαθήκη. Κατά τη διάρκεια του Κριμαϊκού πολέμου, φοβούμενος τη ρωσική επεκτατικότητα τον κίνδυνο του πανσλαβισμού, τις γεωπολιτικές βλέψεις και τα μακραίωνα συμφέροντα της Ρωσίας στα Βαλκάνια, υιοθέτησε ουδετερόφιλη στάση. Υπήρξε πιστός υπερασπιστής των ιδεών του νεοελληνικού διαφωτισμού, που είχε ως βασικό εκφραστή τον Κοραή και ιδιαίτερα ταπεινός στο φρόνημα. Στα γραπτά του Αναστασίου Γούδα διαβάζουμε ότι το σπίτι του Φαρμακίδη στην Αθήνα τα απογεύματα ήταν γεμάτο κόσμο, η συναναστροφή δε μαζί του, ήταν ευχάριστη, διασκεδαστική καθώς ο οικοδεσπότης, εκτός των άλλων, συνδύαζε ευφράδεια λόγου και πνεύματος. Ξεχωριστή αναφορά γίνεται στην αφιλοχρηματία για την οποία ο βιογράφος καταθέτει προσωπικές και άμεσες μαρτυρίες, καθώς σε πάρα πολλές περιπτώσεις διαθέτει τα χρήματά του για την θεραπεία απόκληρων και καταφρονεμένων. Τα λίγα χρήματα που από το μισθό του κρατούσε για τον εαυτό του, τα διέθετε για την αγορά βιβλίων. Ιδιαίτερα ταπεινός στο φρόνημα, ώστε και όταν ακόμη του προσφέρθηκε ο «Μεγαλόσταυρος του Σωτήρος» ως αναγνώριση των υπηρεσιών του στο έθνος, ο Φαρμακίδης αρνήθηκε να τον παραλάβει λέγοντας:
« Εάν τι καλόν έπραξα, το εμόν καθήκον εξετέλεσα
Ικανή δε μοι έσεται αμοιβή η συνείδησις, ότι εξεπλήρωσα τούτο».
Εκοιμήθη σε πλήρη ένδεια στην Αθήνα(1860).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου