ΠΩΣ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΕ ΤΟΝ Β’ ΠΠ(συγκυρίες που έφεραν τον Hitler στην εξουσία νόμιμα, με εκλογές) ΜΕΡΟΣ 2ο
Η ΚΡΙΣΗ ΣΤΗΝ ΕΥΡΩΠΗ ΚΑΙ Η ΓΕΡΜΑΝΙΑ.
Η Γερμανία έχει ηττηθεί(1918) στον Α’ ΠΠ που προκάλεσε και της έχει επιβληθεί η-επίπονη- Συνθήκη των Βερσαλλιών Συνθήκη των Βερσαλλιών(1919). Αυτή τερμάτισε επίσημα τον Α’ ΠΠ. ανάμεσα σε Αντάντ(Entente) και Γερμανική Αυτοκρατορία. Μετά από 6 μήνες διαπραγματεύσεων, στη Διάσκεψη Ειρήνης του Παρισιού, η συνθήκη υπεγράφη ως συνέχεια της ανακωχής(11/11/1918) του δάσους της Κομπιένης. Υπήρχαν πολλές διατάξεις στη Συνθήκη. Όμως μία από τις πιο σημαντικές όριζε ότι η Γερμανία αποδεχόταν την πλήρη ευθύνη για την έναρξη του πολέμου και(άρθρα 231-248), αποδεχόταν να πληρώσει πολεμικές αποζημιώσεις σε διάφορες χώρες. Οι διαπραγματεύσεις ανάμεσα στους συμμάχους άρχισαν(18/01) στην Αίθουσα Καθρεπτών του Ανακτόρου των Βερσαλλιών. 70 αντιπρόσωποι 26 εθνών διαπραγματεύθηκαν τους όρους της Συνθήκης. Γερμανία, Αυστρία, Ουγγαρία και Ρωσία αποκλείστηκαν από τις διαπραγματεύσεις. Τον πιο σημαντικό ρόλο για τη συγγραφή των όρων της συνθήκης είχαν οι τακτικές διαβουλεύσεις των «10 Μεγάλων», που περιελάμβαναν τους 7 κύριους νικητές(ΗΠΑ, Γαλλία, Μ. Βρετανία, Ρωσία, Ιταλία, Βέλγιο και Σερβία). Αργότερα η Ρωσία και άλλες 5 χώρες εγκατέλειψαν τις διαβουλεύσεις, οπότε έμειναν μόνο οι «4 Μεγάλοι». Αφού αποχώρησε και η Ιταλία, οι τελικοί όροι καθορίστηκαν από τους «3 Μεγάλους»: ΗΠΑ, Γαλλία και Μεγάλη Βρετανία. Η γερμανική αντιπροσωπεία υπό την ηγεσία του Υπουργού Εξωτερικών Κόμητος Ulrich Graf von Brockdorff-Rantzau έμαθε(29/04), επιτέλους, τους όρους της ειρήνης. Περιελάμβαναν την απώλεια εδαφών, την απώλεια όλων των αποικιών και τον περιορισμό των στρατιωτικών δυνάμεων της Γερμανίας. Καθώς δεν επιτρεπόταν στη γερμανική αντιπροσωπεία να λάβει μέρος στις διαπραγματεύσεις, η γερμανική κυβέρνηση δημοσίευσε έγγραφη διαμαρτυρία για τους, κατά τη γνώμη της, άδικους όρους, και σύντομα αποχώρησε από τις διεργασίες του συνεδρίου. Δημιουργήθηκε νέα κυβέρνηση(20/06) υπό τον Καγκελάριο Gustav Bauer, αφού παραιτήθηκε ο Philipp Scheidemann. Η Γερμανία τελικά συμφώνησε(23/06) με τους όρους με 237 ψήφους υπέρ και 138. Οι Hermann Müller, νέος Γερμανός Υπουργός Εξωτερικών, και ο Υπουργός Μεταφορών, Johannes Bell(28/06/1919) συμφώνησαν να υπογράψουν τη Συνθήκη, που επικυρώθηκε από την ΚτΕ(πρόδρομος ΟΗΕ, 1919-46)(10/01/1920). Στη Γερμανία η Συνθήκη προκάλεσε σοκ και αισθήματα ταπείνωσης, γιατί πολλοί Γερμανοί θεωρούσαν άδικο να επωμιστεί μόνον η Γερμανία και οι σύμμαχοί της την ευθύνη για την έναρξη του πολέμου. Οι «Τρεις Μεγάλοι» που διαπραγματεύθηκαν τη συνθήκη: ο Βρετανός Υπουργός Εξωτερικών Lloyd George, ο Γάλλος Πρωθυπουργός Georges Clemenceau και ο Aμερικανός Πρόεδρος Woodrow Wilson. Ο Ιταλός Πρωθυπουργός Vittorio Orlando διαδραμάτισε δευτερεύοντα ρόλο. Η Γερμανία δε συμμετείχε διόλου σε αυτές. Στις Βερσαλλίες ήταν δύσκολο να αποφασιστεί μία κοινή θέση, γιατί οι επιδιώξεις των νικητριών χωρών συγκρούονταν μεταξύ τους. Αποτέλεσμα ήταν ένας «δυσχερής συμβιβασμός». ΟΡΟΙ Η συνθήκη όριζε την ίδρυση της ΚτΕ, γεγονός μείζονος σημασίας για τον Αμερικανό Πρόεδρο Wilson. Η ΚτΕ επρόκειτο να διαιτητεύει τις διεθνείς διαφορές και να αποφεύγει μελλοντικούς πολέμους. Μόνο 3 από τα 14 σημεία του Wilson πραγματοποιήθηκαν, αφού ο αμερικανός Πρόεδρος αναγκάστηκε να συμβιβαστεί με τους Clemenceau, George και Orlando σε μερικά σημεία για να επιτύχει την έγκρισή τους, για να ιδρυθεί το 14ο(ΚτΕ). Η καθιερωμένη άποψη: ο Clemenceau ήθελε εκδίκηση σε βάρος της Γερμανίας, καθώς μεγάλο μέρος του πολέμου διαδραματίστηκε στη ΒΑ Γαλλία με καταστροφικές συνέπειες για τη χώρα. Αυτή η συνθήκη θεωρήθηκε υπέρμετρα αυστηρή καθώς έριχνε όλο το βάρος της ευθύνης στην Γερμανία. Όμως, πολλοί σύγχρονοι ιστορικοί θεωρούν αυτή την άποψη υπεραπλουστευτική. ΑΠΩΛΕΙΕΣ ΕΔΑΦΩΝ ΓΙΑ ΤΗΝ ΓΕΡΜΑΝΙΑ Αλσατία Λωρραίνη(Alsace-Lorraine). H Γερμανία τα είχε κερδίσει σύμφωνα με την προκαταρκτική συνθήκη ειρήνης(Βερσαλλίες, 26/02/1871) και με τη συνθήκη της Φρανκφούρτης(10/05/1871). Τα εδάφη αυτά επανήλθαν υπό γαλλική κυριαρχία χωρίς δημοψήφισμα από την ημέρα της ανακωχής(11/11/1918). Β. Schleswig, με τις γερμανικές πόλεις Tondern, Apenrade, Sonderburg, Hadersleben και Lügum στο Schleswig-Holstein. Ενσωματώθηκαν στην Δανία μετά από δημοψήφισμα. Πρωσικές επαρχίες του Posen, σήμ. Poznań και Δ. Πρωσίας, που είχαν προσαρτηθεί με τον Διαμερισμό της Πολωνίας(1772-95), αποδόθηκαν στην νεοδημιουργηθείσα Πολωνία. Τα εδάφη είχαν ήδη απελευθερωθεί από τον αυτόχθονα πολωνικό πληθυσμό κατά τη Μεγάλη Εξέγερση της Πολωνίας(1918-9). Η Δ. Πρωσία αποδόθηκε στην Πολωνία για να έχει διέξοδο στη θάλασσα, παρότι η περιοχή είχε σημαντικό γερμανικό πληθυσμό. Έτσι, δημιουργήθηκε ο λεγόμενος Πολωνικός Διάδρομος ή Διάδρομος του Danzig. Περιοχή Hlučínsko Hulczyn της Άνω Σιλεσίας. Παραχωρήθηκε στην Τσεχοσλοβακία. Το Α. τμήμα της Άνω Σιλεσίας στην Πολωνία, παρότι το 60% ψήφισε υπέρ της Γερμανίας στο δημοψήφισμα. Οι γερμανικές πόλεις Eupen και Malmedy με τις γύρω περιοχές παραχωρήθηκαν στο Βέλγιο. Η περιοχή Soldau στην Α. Πρωσία(σταθμός του τρένου στη διαδρομή Βαρσοβία-Gdańsk(γερμ. Danzig)) στην Πολωνία. Το Β τμήμα της Α Πρωσίας με την πόλη Memel(γερμ. Memelland) πέρασε υπό γαλλικό έλεγχο, ενώ αργότερα έγινε τμήμα της Λιθουανίας χωρίς δημοψήφισμα. Warmia και Masuria αποδόθηκαν στην Πολωνία. Η περιοχή του Saar πέρασε υπό την επικυριαρχία της ΚτΕ για 15 χρόνια, στη συνέχεια θα ακολουθούσε δημοψήφισμα, με το οποίο οι κάτοικοι θα επέλεγαν αν η περιοχή θα αποδιδόταν στην Γερμανία ή στην Γαλλία. Για αυτό το διάστημα η Γαλλία είχε δικαίωμα να εξορύσσει τον άνθρακα. Το λιμάνι του Danzig, με το δέλτα του ποταμού Βιστούλα στη Βαλτική δημιούργησε την Ελεύθερη Πόλη του Danzig υπό την προστασία της ΚτΕ. Οι γερμανικές αποικίες περιήλθαν υπό την επικυριαρχία της ΚτΕ: η Γερμανική Α. Αφρική στη Βρετανία, η Γερμανική ΝΔ. Αφρική στη Ν. Αφρική, Καμερούν και Τόγκο σε Βρετανία και Γαλλία, η Γερμανική Σαμόα στη Ν. Ζηλανδία, η Γερμανική Ν. Γουινέα στην Αυστραλία, τα νησιά Marshall και τα νησιά του Ειρηνικού Β του Ισημερινού στην Ιαπωνία. Στη Συνθήκη περιλαμβανόταν ο όρος ότι η Γερμανία αναγνωρίζει και σέβεται την ανεξαρτησία της Αυστρίας. Οι γερμανικές κτήσεις στο Shandong της Κίνας μεταβιβάζονταν στην Ιαπωνία αντί να επιστραφούν στην Κίνα(άρθρο 156). Οι Κινέζοι εξοργίστηκαν με αυτήν την διάταξη και πραγματοποίησαν διαδηλώσεις. Δημιουργήθηκε το λεγόμενο κίνημα της 4ης Μαρτίου, που συνέβαλε στην άρνηση της Κίνας να υπογράψει την συνθήκη. Η Κίνα ανακοίνωσε το τέλος του πολέμου με την Γερμανία(Σεπτέμβριος 1919) και υπέγραψε χωριστή συνθήκη μαζί της(1921). ΑΛΛΟΙ ΟΡΟΙ Η συνθήκη όριζε επίσης: Οι Γερμανοί έχασαν τα προνόμια και τα εμπορικά τους δικαιώματα σε Κίνα, Αίγυπτο και Μ. Ανατολή. Αποστρατιωτικοποίηση της Ρηνανίας και του νησιού Heligoland. Ο γερμανικός στρατός περιοριζόταν σε 100.000 άνδρες χωρίς υποβρύχια και εναέριες δυνάμεις. Απαγορευόταν η χρήση βαρέος πυροβολικού, θωρακισμένων αρμάτων και χημικών όπλων. Απαγορευόταν, επίσης, η ναυπήγηση πολεμικών σκαφών εκτοπίσματος άνω των 10.000 κόρων. Στρατιωτική κατοχή από τους Συμμάχους της Δ όχθης του Ρήνου, της Κολωνίας, του Koblenz και του Mainz από τον Ιανουάριο του 1920. Η Συνθήκη του Brest-Litovsk(σημ. Brest, Λευκορωσία, 03/03/1918) θεωρούνταν άκυρη. Η Γερμανία έπρεπε να εκκενώσει τα εδάφη που ανήκαν στις Βαλτικές χώρες και όλα τα υπόλοιπα κατεχόμενα εδάφη. Ο Κανονισμός της ΚτΕ ήταν ενσωματωμένος στην συνθήκη. Η Γερμανία αποδεχόταν το άρθρο της «πολεμικής ενοχής», αποδεχόταν να πληρώσει αποζημιώσεις και συμφωνούσε ότι ήταν ο υπεύθυνος για την έκρηξη του πολέμου. Τα οικονομικά προβλήματα λόγω της αποπληρωμής και η γερμανική οργή για τους όρους της Συνθήκης αναφέρονται συχνά ως 2 από τους αποφασιστικούς λόγους που οδήγησαν στην κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης, την άνοδο του Hitler και την έκρηξη του Β’ ΠΠ. Η άποψη αυτή υποστηρίχθηκε από πολλούς ιστορικούς καθώς και από διανοούμενους διεθνούς φήμης όπως ο John Keynes και ο Bertrand Russell. Ορισμένοι ιστορικοί διαφώνησαν με αυτή την άποψη. Η Margaret McMillan έγραψε: «...από την αρχή, η Γαλλία και το Βέλγιο επιχειρηματολογούσαν ότι τα αιτήματα για την αποκατάσταση των άμεσων ζημιών θα έπρεπε να λάβουν προτεραιότητα έναντι της διανομής των λοιπών αποζημιώσεων. Το Βέλγιο είχε λεηλατηθεί πλήρως. Στο βιομηχανοποιημένο Β της Γαλλίας, οι Γερμανοί έπαιρναν ό,τι επιθυμούσαν και κατέστρεφαν τα υπόλοιπα. Ακόμα και όταν υποχωρούσαν(1918), οι γερμανικές δυνάμεις βρήκαν τον χρόνο να ανατινάξουν μερικά από τα πιο σημαντικά ορυχεία άνθρακα της Γαλλίας.» Το άρθρο 231 της Συνθήκης(το επονομαζόμενο «άρθρο της πολεμικής ενοχής») όριζε ότι η Γερμανία ήταν αποκλειστικά υπεύθυνη για όλες τις «απώλειες και ζημίες» που είχαν υποστεί οι Σύμμαχοι στη διάρκεια του πολέμου και έθετε τη βάση των αποζημιώσεων. Το συνολικό ποσό που αποφασίστηκε από τη Διασυμμαχική Επιτροπή Αποζημιώσεων ορίστηκε(Ιανουάριος 1921) στα 269 εκ. χρυσά μάρκα(2.970 χρυσά μάρκα αντιστοιχούσαν σε 1 gr. καθαρού χρυσού), περίπου £6.6 δις. η $32 δις.. Η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Πολλοί οικονομολόγοι έκριναν το ποσό υπερβολικό. Αργότερα τον ίδιο χρόνο, το ποσό περιορίστηκε στα 132 δις. μάρκα, που παρέμενε αστρονομικό σύμφωνα με τους περισσότερους Γερμανούς παρατηρητές, λόγω του ύψους του ποσού και γιατί η Γερμανία θα έπρεπε να πληρώνει μέχρι το 1984. Ο Κarl Melchior στρατιωτικός και Γερμανός επενδυτής της «M. M. Warburg & Co», μέλος της γερμανικής αντιπροσωπείας, θεώρησε σκόπιμο να αποδεχτεί η Γερμανία το βάρος αστρονομικών αποζημιώσεων(1921). Όπως είπε: «Μπορούμε να τα καταφέρουμε τα 2-3 πρώτα χρόνια με δάνεια από το εξωτερικό. Μετά από αυτό το διάστημα, τα ξένα κράτη θα έχουν συνειδητοποιήσει ότι αυτές οι αποζημιώσεις μπορούν να πληρωθούν μόνο με τεράστιες γερμανικές εξαγωγές και ότι αυτές οι εξαγωγές θα καταστρέψουν το εμπόριο στην Αγγλία και την Αμερική, οπότε οι ίδιοι οι πιστωτές θα πιέσουν για μετατροπή των όρων.» Το σχέδιο Dawes άλλαξε(1924) τις γερμανικές πληρωμές αποζημιώσεων. Το σχέδιο Young(Μάιος 1929) περιόρισε ακόμη περισσότερο τις γερμανικές πληρωμές στα 112 δις. χρυσά μάρκα (US $26,35 δις.) και για περίοδο 59 ετών(1988). Το σχέδιο αυτό διαίρεσε την ετήσια πληρωμή(2 εκ. χρυσά μάρκα, US$ 473 εκ.) σε 2 μέρη: ένα «απαραβίαστο» μέρος, που ισοδυναμούσε με το 1/3 και ένα που επιδεχόταν αναβολής και που ισοδυναμούσε με τα 2/3. Παρόλα αυτά, το Κραχ του Χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης(Οκτώβριος 1929), και η μεγάλη οικονομική κρίση ανάγκασαν τους Συμμάχους να θέσουν μορατόριουμ πληρωμών (1931-2), κατά τη διάρκεια του οποίου η Συνδιάσκεψη της Λωζάννης(1923) ψήφισε υπέρ της κατάργησης των αποζημιώσεων. Μέχρι τότε, η Γερμανία είχε πληρώσει μόνο το 1/8 του ποσού που απαιτούνταν από τη Συνθήκη των Βερσαλλιών. Εν τούτοις, η Συμφωνία της Λωζάννης προϋπέθετε ότι οι ΗΠΑ θα συμφωνούσαν επίσης στην παύση των πληρωμών των δανείων που όφειλαν οι Δ κυβερνήσεις. Το σχέδιο τελικά απέτυχε γιατί το Κογκρέσο των ΗΠΑ διαφώνησε με την παύση των πληρωμών, αλλά, οι Γερμανοί σταμάτησαν πλέον στην πράξη να πληρώνουν αποζημιώσεις. Εκ 1ης όψεως, η πληρωμή των αποζημιώσεων μοιάζει αδύνατη. Όμως, σύμφωνα με τον William R. Keylor, στο Versailles and International Diplomacy, «η αύξηση της φορολογίας και ο περιορισμός της κατανάλωσης στη Δημοκρατία της Βαϊμάρης θα είχε δημιουργήσει το απαραίτητο πλεόνασμα εξαγωγών για τη δημιουργία ξένου συναλλάγματος και την πληρωμή των αποζημιώσεων.» Όμως προφανώς, μια τέτοια πολιτική θα είχε δημιουργήσει μια δυσχερή πολιτική κατάσταση. Στο American Reparations to Germany 1919-33, ο Stephen Schuker θεωρεί ότι η Δημοκρατία της Βαϊμάρης κατέληξε να μην πληρώνει καθόλου καθαρές αποζημιώσεις, παίρνοντας αμερικανικά εμπορικά δάνεια για να πληρώνει για τις αποζημιώσεις, προτού τις αποκηρύξει πλήρως(αρχές δεκαετίας 1930). ΕΠΙΔΙΩΞΕΙΣ «ΤΡΙΩΝ ΜΕΓΑΛΩΝ» ΓΑΛΛΙΚΕΣ Η Γαλλία είχε υποστεί πολύ σημαντικές απώλειες στον Α’ ΠΠ(περ. 1.24 εκ. στρατιώτες και 40.000 πολίτες νεκροί). Η ΒΑ Γαλλία υπήρξε ένα από τα επίκεντρα των πολεμικών συγκρούσεων. Η Γαλλία επιθυμούσε τον έλεγχο των γερμανικών εργοστασίων. Με αυτή την επιδίωξή του ο Clemenceau απλώς εξέφραζε τις απαιτήσεις της γαλλικής κοινής γνώμης. Ο άνθρακας της βιομηχανικής περιοχής του Ruhr μεταφερόταν στη Γαλλία σιδηροδρομικώς. Ο γαλλικός στρατός κατέλαβε γερμανικές πόλεις με στρατηγική σημασία όπως το Gau Algesheim, αφήνοντας τους κατοίκους άστεγους. Οι υπάλληλοι των γερμανικών σιδηρόδρομων σαμποτάριζαν τη μεταφορά άνθρακα στη Γαλλία. Περ. 200 Γερμανοί σιδηροδρομικοί υπάλληλοι εκτελέστηκαν για σαμποτάζ από τους Γάλλους. Οι προθέσεις του Clemenceau: αυστηρές αποζημιώσεις και η αποδυνάμωση του γερμανικού στρατού σε τέτοιο βαθμό ώστε να μην είναι ποτέ ξανά σε θέση να εισβάλει στη Γαλλία. Επίσης επιθυμούσε να καταστρέψει συμβολικά την παλιά, μιλιταριστική Γερμανία με το να ζητά να απαγορευτεί στους προπολεμικούς πολιτικούς να επιστρέψουν στα δημόσια πράγματα και να απαιτεί τον απαγχονισμό του Κάιζερ(είχε παραιτηθεί και ζούσε στην Ολλανδία). Επιθυμούσε επίσης να προστατεύσει τις μυστικές συμφωνίες και να επιβάλει ναυτικό αποκλεισμό στη Γερμανία, ώστε η Γαλλία να ελέγχει τις εισαγωγές και τις εξαγωγές της. Η Γαλλία θεωρούσε ότι η Γερμανία έπρεπε να τιμωρηθεί και εδαφικά. Επιδίωκε την επιστροφή της Αλσατίας-Λωρραίνης και την αποστρατιωτικοποίηση του Ρήνου. Οι γερμανικές αποικίες έπρεπε να διανεμηθούν στους νικητές. Ο Clemenceau-παρατσούκλι ο «Τίγρης»(le tigre)-, ήταν ο πιο ριζοσπαστικός από τους «Τέσσερις Μεγάλους». ΒΡΕΤΑΝΙΚΕΣ Συχνά θεωρείται ότι ο Lloyd George εξέφραζε τη μέση οδό ανάμεσα στον ιδεαλιστή Wilson και τον εκδικητικό Clemenceau. H στάση του υπήρξε πιο λεπτή απ’ ό,τι φαίνεται εκ 1ης όψεως. Η βρετανική κοινή γνώμη επιθυμούσε την τιμωρία της Γερμανίας όσο και η γαλλική. Oι συντηρητικοί(συμμετείχαν στην κυβέρνηση συνασπισμού) πίεζαν για σκληρή τιμωρία της Γερμανίας, ώστε να αποφευχθεί ο πόλεμος στο μέλλον και να διατηρηθεί η Βρετανική Αυτοκρατορία. Ο Βρετανός πρωθυπουργός κατόρθωσε να αυξήσει το συνολικό ποσό των αποζημιώσεων, ζητώντας αποζημιώσεις για τις χήρες, τα ορφανά και τους άνδρες που έμειναν άνεργοι λόγω αναπηρίας. Ήθελε να διατηρήσει και αυξήσει τις βρετανικές αποικίες και τόσο αυτός όσο και ο Clemenceau ένιωθαν άβολα με την αρχή της αυτοδιάθεσης του Αμερικανού Προέδρου- άμεση απειλή για τις αποικίες τους-. Όπως και ο Clemenceau, υποστήριξε την διατήρηση των μυστικών συμφωνιών και την ιδέα του ναυτικού αποκλεισμού. Εν τούτοις, ο Lloyd George κατανοούσε τους κινδύνους που μπορούσαν να προέλθουν από μια πικραμένη Γερμανία και θεωρούσε ότι μια λιγότερο σκληρή συνθήκη αύξανε μακροπρόθεσμα τις πιθανότητες για ειρήνη. Ένας άλλος σημαντικός παράγοντας ήταν ότι η Γερμανία ήταν ο 2ος εμπορικός εταίρος της Βρετανίας και μία κατεστραμμένη γερμανική οικονομία θα ήταν καταστροφική για το βρετανικό εμπόριο. O Lloyd George(και ο Clemenceau) αναγνώριζε ότι οι ΗΠΑ ήταν πλέον η νέα οικονομική υπερδύναμη και γι’ αυτό επιθυμούσε «να πάει με τα νερά της». Η Βρετανία ήθελε να διατηρήσει την ισορροπία δυνάμεων στην Ευρώπη. Αν οι επιθυμίες της Γαλλίας πραγματοποιούνταν, θα γινόταν αυτή η νέα ευρωπαϊκή υπερδύναμη και αυτό ήταν αντίθετο με τα βρετανικά συμφέροντα. Οι βρετανικές επιδιώξεις: α) υπεράσπιση των βρετανικών συμφερόντων μέσω της διατήρησης της βρετανικής ναυτικής υπεροχής και τη διατήρηση και πιθανή επέκταση της αποικιακής αυτοκρατορίας β)μείωση της γερμανικής στρατιωτικής ισχύος και επιβολή αποζημιώσεων. γ)αποφυγή της δημιουργίας μιας «πικραμένης» Γερμανίας, που μακροπρόθεσμα θα εξελισσόταν και πάλι σε απειλή για την ειρήνη δ)να βοηθήσει τη Γερμανία να ανακάμψει οικονομικά ώστε να ξαναγίνει ο ισχυρός εμπορικός εταίρος της Βρετανίας. ΑΜΕΡΙΚΑΝΙΚΕΣ Οι ΗΠΑ είχαν, πιο ιδεαλιστική τάση, σε έντονη αντίθεση με τον ευρωπαϊκό ρεαλισμό και την γαλλική επιθυμία να καταβληθεί πλήρως η Γερμανία. Ο Πρόεδρος Wilson παρουσίασε 14 σημεία, πάνω στα οποία θα έπρεπε να βασιστεί η μεταπολεμική ειρήνη. Στόχος του Αμερικανού Προέδρου ήταν «να κάνει τον κόσμο ασφαλή για την δημοκρατία». ΚΑΤΑΣΤΡΑΤΗΓΗΣΗ Εκτός από την παύση της πληρωμής αποζημιώσεων, η Συνθήκη άρχισε να καταστρατηγείται (1933), όταν την εξουσία ανέλαβε ο Hitler. Eξέδωσε Διάταγμα(16/03/1935) με το οποίο η στρατιωτική δύναμη της Γερμανίας αυξανόταν στις 36 μεραρχίες. Ήταν η 1η σαφέστατη καταστρατήγηση της Συνθήκης, χωρίς να υπάρξει καμία διαμαρτυρία από την άλλη πλευρά(πλαίσια της «Πολιτικής του Κατευνασμού»). Χαρακτηριστικά, το αμερικανικό περιοδικό THE NATION(τεύχος 16/03/1935) είχε άρθρο με τίτλο «Η διάλυση της Συνθήκης των Βερσαλλιών»(The Liquidation of Versailles). Η ναζιστική προπαγάνδα εξέδωσε το φυλλάδιο Versailles in Liquidation, με το οποίο προσπαθούσε να αιτιολογήσει την καταστρατήγηση της Συνθήκης από την Γερμανία. Μέχρι την έναρξη του Β’ ΠΠ όλα τα περί εξοπλισμού της Γερμανίας άρθρα θα έχουν μονομερώς καταργηθεί, και πάλι χωρίς αντίδραση από την άλλη πλευρά. Ένας ακόμα παράγοντας που έφερε τον Hitler στην εξουσία ήταν η «Δημοκρατία της Βαϊμάρης». Είναι το όνομα που δίνεται από τη γερμανική ιστοριογραφία στη Γερμανία(1919-33). Κατά τη διάρκειά της το γερμανικό Ράιχ(Reich, κράτος) είναι ομοσπονδιακό. Το σύνταγμα καθορίζει ένα πολιτικό σύστημα με στοιχεία της κοινοβουλευτικής και της προεδρευόμενης δημοκρατίας. Το κοινοβούλιο είναι το Reichstag και πρωτεύουσα το Βερολίνο. Η 1η αυτή γερμανική δημοκρατία παίρνει το όνομά της από την πόλη Βαϊμάρη(Weimar), όπου συνήλθε η Γερμανική Εθνοσυνέλευση για να δημιουργήσει ένα νέο Σύνταγμα μετά την κατάλυση της Γερμανικής Αυτοκρατορίας. Επιλέχθηκε η Βαϊμάρη για την υπογραφή του, καθώς το Βερολίνο(επανάσταση 1918) ήταν πολύ επικίνδυνο για την εθνική συνέλευση. Η δημιουργία του κράτους αυτού είναι άμεση συνέπεια του Α’ ΠΠ. Η πτώση του συνδέεται άμεσα με την άνοδο στην εξουσία των εθνικοσοσιαλιστών(ναζί, 1933).
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου