Γεώργιος Καραϊσκάκης ΤΟ ΛΙΟΝΤΑΡΙ ΤΗΣ ΡΟΥΜΕΛΗΣ(1792-1827) ΜΕΡΟΣ 2ο
ΔΡΑΣΗ ΠΡΙΝ ΤΟ 1821 Όταν πολιορκήθηκε(καλοκαίρι 1820) ο Αλή Πασάς από τα σουλτανικά στρατεύματα, ο Καραϊσκάκης παρέμεινε μαζί του και αγωνίσθηκε υπέρ του. Αργότερα προσχώρησε στους πολιορκητές, αλλά γρήγορα απομακρύνθηκε. Κατάφερε τότε να αποσύρει από τα πολιορκούμενα Ιωάννινα την οικογένειά του και να τη στείλει στη νήσο Κάλαμο, τότε ασφαλές μέρος για τους Έλληνες αμάχους. Προσπάθησε(αρχές 1821) να εξεγείρει σε επανάσταση την περιοχή της Βόνιτσας, στην αρχή ανεπιτυχώς διότι οι προύχοντες της περιοχής θεωρούσαν πως δεν ήταν ακόμη κατάλληλος ο καιρός. Στη συνέχεια πήγε στα Τζουμέρκα όπου ύψωσε τη σημαία της Επανάστασης, η οποία διαδόθηκε γρήγορα στις όμορες επαρχίες και από εκεί στο Μακρυνόρος όπου και συμμετείχε ο ίδιος στις εκεί συμπλοκές. ΔΡΑΣΗ 1821-3 Μόλις ξέσπασε η Επανάσταση ο Γώγος Μπακόλας και ο Καραϊσκάκης έκαψαν τον οχυρό πύργο του χωριού Καλύβια του Μάλιου(επαρχία Ραδοβυζίου). Τα Άγραφα και το αρματολίκι αυτών στα τελευταία χρόνια πριν την Επανάσταση τα κατείχαν οι απόγονοι του περίφημου Γιάννη Μπουκουβάλα (πέθανε το 1872). Ο Καραϊσκάκης από νεαρής ηλικίας φιλοδοξούσε να γίνει κάποια μέρα καπετάνιος των Αγράφων και το κατόρθωσε(1821) βοηθούμενος και από τον Γιαννάκη Ράγκο και τους περί αυτόν Βαλτινούς, αναγνωρισθείς ακόμη και από τις σουλτανικές αρχές της Λάρισας. Κάτοχος πλέον των Αγράφων, στην αρχή απέφυγε να προσβάλει τους Τούρκους, υποκρινόμενος υποταγή στον Σουλτάνο για να αποφύγει επιδρομές Τούρκων στη περιοχή του. Στο μεταξύ είχε μυηθεί στα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. Αντιπροσώπευε τα Άγραφα σε σύσκεψη την Εταιρεία για την έναρξη του απελευθερωτικού αγώνα-Λευκάδα, 1ο δεκαήμερο του Ιανουαρίου 1821-. Δεν πήρε μέρος στα πρώτα χρόνια της Επανάστασης, γιατί η Διοίκηση και κυρίως ο Μαυροκορδάτος(
- Η πατρίδα, του λέει ο Ζαΐμης, γυρεύει σήμερα από μας να μονοιάσουμε.
- Ναι, το γυρεύει! Αποκρίνεται ο Καραϊσκάκης και ρίχνεται στην αγκαλιά του Ζαΐμη, φιλήθηκαν και ξέχασαν τα περασμένα.
Σε τούτη τη σκηνή έλαχε να βρίσκεται κι ο Υδραίος μεγαλονοικοκύρης Βασίλης Μπουντούρης.
- Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει, ο Θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός…
- Καραϊσκάκη, δεν έκαμες ως τώρα όσο έπρεπε το χρέος σου στην πατρίδα, του λέει, ο Θεός να σε φωτίσει να το κάμεις από δω κι εμπρός…
- Δεν το αρνούμαι! Απαντάει ο μεγαλόκαρδος άντρας. Όταν θέλω γίνουμαι άγγελος κι όταν πάλι θέλω γίνουμε διάβολος. Από τώρα έχω σκοπό να γίνω άγγελος».
Ο Καραϊσκάκης δεν ζήτησε ούτε άνδρες, ούτε χρήματα από τη Διοίκηση. Το μόνο που αξίωσε ήταν η δυνατότητα να διορίζει στα διάφορα στρατιωτικά αξιώματα άτομα της δικής του επιλογής. Όταν το αίτημά του έγινε αποδεκτό, ξεκίνησε την προετοιμασία για την εκστρατεία του στην Αττική. Παρά την προσπάθεια που κατέβαλε, η επίτευξη του κύριου στόχου του, δηλαδή η συνένωση των διαφόρων ομάδων αγωνιστών, στάθηκε εντελώς αδύνατη. Ο Καραϊσκάκης επικεφαλής 680 περ. ανδρών και μαζί με λιγοστούς καπεταναίους(Νάκος Πανουργιάς, Κωνσταντίνος Βέρης, Γιαννάκης Φραγκίστας και ο αδελφός του Οδυσσέα Ανδρούτσου Γιαννάκης), ξεκίνησε(19/07/1826) από το Ναύπλιο για την Στερεά στην οποία είχε εισβάλει ο Ομέρ Πασάς(της Καρύστου) και ο Κιουταχής(από Θήβα). Σύντομα ο Κιουταχής, λόγο της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών πολιορκούμενος. Πολύ σύντομα ο Κιουταχής, ένεκα της στρατιωτικής δεινότητας του Καραϊσκάκη, βρέθηκε από πολιορκών πολιορκούμενος. Με υπόδειξη του Καραϊσκάκη συγκροτήθηκε στην Ελευσίνα γενικό ελληνικό στρατόπεδο. Επήλθε(05-07/08) η 1η αψιμαχία στο Χαϊδάρι, την οποία ακολούθησαν κι άλλες. Φοβούμενος ο Κιουταχής την κατά μέτωπο επίθεση από τα κυκλωτικά πάντα σχέδια του Καραϊσκάκη. Στις αψιμαχίες εκείνες ο Καραϊσκάκης και ο Φαβιέρος(Charles Nicolas Fabvier, 1783-1855) διαφώνησαν περί της τακτικής του πολέμου. Όταν όμως ο Κιουταχής κατέλαβε την κάτω πόλη των Αθηνών, ο Καραϊσκάκης ενίσχυσε την φρουρά της Ακρόπολης με περιορισμένο σώμα υπό τον Κριεζώτη που κατάφερε και εισήλθε(10/10/1826). 15 μέρες μετά(25/10) ο Καραϊσκάκης εκστράτευσε σε Βοιωτία, Φθιώτιδα και Φωκίδα, απ' όπου και απέκοψε τις τουρκικές εφοδιοπομπές, ολοκληρώνοντας έτσι τον αποκλεισμό του ανεφοδιασμού των Τούρκων.
1791-1865), τον υποψιαζόταν πως ήταν σε συνεννόηση με τους Τούρκους. Ήλθε(1822) σε έντονες προστριβές με τον Γιαννάκη Ράγκο που αξίωνε και αυτός την αρχηγία των Αγράφων. Με την εισβολή των Τούρκων στη Στερεά Ελλάδα(Νοέμβριος 1822) ο Καραϊσκάκης ειδοποίησε από τα Άγραφα τον γέροντα Πανουργιά «ότι διαπραγματεύθηκε προσωρινά με τους Τούρκους να αρχηγέψει στα Άγραφα και έτσι αυτοί να μην έλθουν και τα «δικαιώματα» θα τα έστελνε ο ίδιος σ’ εκείνους». Έτσι ενωμένοι ο Καραϊσκάκης με Στορνάρη και Γρηγόρη Λιακατά προβήκαν σε συμφωνία με τον Βαλή της Ρούμελης Χουρσίτ Πασά((;-1822) Καυκάσιος, χριστιανικής καταγωγής(γιος ιερέα) πασάς, από την σημ. Γεωργία. Αυτοκτόνησε(1822) μετά την αποτυχία του στην Τριπολιτσά (Σεπτέμβριος 1821), για να μην τον θανατώσει ο Σουλτάνος) αγοράζοντας και εξαγοράζοντας τον καιρό περιμένοντας τα αποτελέσματα των εκστρατειών κατά του Μεσολογγίου, της Α. Ελλάδας και της εκστρατείας του Δράμαλη((1780-1822) Αρχιστράτηγος και αρχηγός της οθωμανικής εκστρατείας κατά της επαναστατημένης Ελλάδας(1822). Γεννήθηκε στην Δράμα, εξ ου και το όνομά του, Δράμαλης. Γιος τοπάρχη. Απέκτησε στρατιωτική πείρα σε εκστρατείες στα Βαλκάνια. Έλαβε υψηλά αξιώματα, λόγω και της εύνοιας της μητέρας του Σουλτάνου Μαχμούτ Β’ και του Μεγάλου Βεζίρη Χαλέτ. Έγινε τοπάρχης της Δράμας(1808) και είχε πολλές επιτυχίες σε Θράκη και Μακεδονία. Ήταν φιλοχρήματος και ζούσε με μεγάλη χλιδή. Κατέστρεψε το ανάκτορό του(1818) ο Αλή Πασάς, γιατί στήριζε τον αντίπαλό του Ισμαήλ Πασόμπεη. Κατέπνιξε τις εξεγέρσεις σε ΝΑ Θεσσαλία και Άγραφα(Μάιος-Ιούνιος 1821). Αναμείχθηκε σε πολλές ένδοξες μάχες του Αγώνα και αντιμετωπίστηκε από τους μεγάλους Επαναστάτες. Η πανωλεθρία του ήρθε στα Δερβενάκια. Μετά από αυτή πέθανε στην Κόρινθο(Οκτώβριος 1822)). Και «αν χρειάζονται στρατιωτική βοήθεια να τους πέμψει» έγραφε τότε ο Καραϊσκάκης. Μετά τη λύση της πρώτης πολιορκίας του Μεσολογγίου(31/12/1822) όταν μέρος του στρατού του Ομέρ Βρυώνη(μέλος της Αυλής του Αλή Πασά. Βοήθησε τον Μωχάμετ Άλη της Αιγύπτου και κατόπιν τον Αλή κατά των ανταγωνιστών πασάδων και του Σουλτάνου, αλλά τον πρόδωσε και ανταμείφθηκε με το πασαλίκι του Βερατίου. Με την έκρηξη της Επανάστασης, έλαβε εντολή να την καταπνίξει στην Α. Στερεά. Προσπάθησε να συνθηκολογήσει με οπλαρχηγούς. Είναι γνωστός για την νίκη του κατά του ήρωα Αθανασίου Διάκου στην Αλαμάνα και το μαρτύριο(σούβλισμα) που τον υπέβαλε. Στο Χάνι της Γραβιάς νίκησε τον Οδυσσέα Ανδρούτσο. Έλυσε και την πολιορκία της Ακρόπολης των Αθηνών. Ο Χουρσίτ την ανακάλεσε στα Ιωάννινα, όπου συνθηκολόγησε με τους Σουλιώτες(02/09/1822). Συμμετείχε στην Α’ Πολιορκία του Μεσολογγίου με τους Ομέρ Βρυώνη και Κιουταχή. Έληξε την Πολιορκία(Χριστούγεννα 1822), καθώς απέτυχε, δυσαρεστώντας την Πύλη. Κατέβηκε στην Στερεά για να καταφέρει όσα δεν κατάφερε κανένας, ούτε ο ίδιος, Τούρκος. Διέλυσε το στρατόπεδό του, έφυγε στα Ιωάννινα, από εκεί στο Βεράτι και στη Θεσσαλονίκη. Μετά χάνονται τα ίχνη του.) και του Κιουταχή((1780-1839) Μεχμέτ Ρεσίτ πασάς. Μέγας Βεζίρης από την Γεωργία και γιος ορθόδοξου ιερέα. Αιχμαλωτίστηκε σε μικρή ηλικία από τους Τούρκους και οδηγήθηκε στο σαράι της Κωνσταντινούπολης όπου απέκτησε φιλία του μετέπειτα Σουλτάνου Μαχμούτ Β΄. 20 ετών έλαβε το αξίωμα του «Πεσκήρ Αγά» και εκτέλεσε πολλές διπλωματικές αποστολές-και στην Ύδρα για συνεννόηση με τον Ρώσο ναύαρχο Senyavin-. Διορίστηκε(1809) Βελής(κυβερνήτης) της Κιουτάχειας, απ' όπου πήρε το προσωνύμιο Κιουταχής. Στάλθηκε(1820) επικεφαλής τουρκικού στρατού εναντίον του αποστάτη Αλή Πασά στα Ιωάννινα. Τον νίκησε. Μετά το τέλος της εκστρατείας διορίστηκε πασάς των Τρικάλων και κατέπνιξε στο αίμα την αποστασία των Αγράφων(1821). Νίκησε τους Έλληνες στη μάχη του Πέτα(04/071822) και διορίστηκε Σερασκέρης της Ρούμελης(διοικητής στρατευμάτων της Ρούμελης) και ανέλαβε επικεφαλής της εκστρατείας με σκοπό να προβεί σε γενικές εκκαθαρίσεις από κάθε επαναστατικό στοιχείο, ότι δεν μπόρεσαν δηλ. οι προκάτοχοί του(π.χ. Ομέρ Βρυώνης). Αφού κατέλαβε όλη τη Στερεά Ελλάδα προχώρησε στο Μεσολόγγι το οποίο και πολιόρκησε(1823). Λόγω της σθεναρής αντίστασης των κατοίκων του, ζήτησε την βοήθεια του Αιγύπτιου Ιμπραήμ, ωθώντας αυτούς στην ηρωική τους Έξοδο(10/04/1826). Μετά στράφηκε κατά της Αθήνας και πολιόρκησε(Φθινόπωρο 1826-τέλη Μαΐου 1827) τους επαναστάτες στην Ακρόπολη. Μετά από πολλές μάχες στις οποίες διακρίθηκαν πολλοί Έλληνες οπλαρχηγοί-κυρίως ο Γεώργιος Καραϊσκάκης-πέτυχε(24/05/1827) την παράδοση της Ακρόπολης. Κατόπιν ανέλαβε επιχειρήσεις εκτός ελλαδικού χώρου.) χρειάστηκε από το Αγρίνιο να μετακινηθεί διερχόμενο από τα Άγραφα του οποίου ηγούνταν από τους Ισμαήλ Πασά Πλιάσα, Ισμαήλ Χατζή Μπέντου και του Άγου, ο Καραϊσκάκης προκατέλαβε με 1.000 περ. άνδρες την διάβαση και ανάγκασε τους εχθρούς παρά τον Άγιο Βλάση μετά από πεισματώδη μάχη να οπισθοχωρήσει στο Αγρίνιο. Ο ίδιος αναγκάσθηκε να εγκαταλείψει τα Άγραφα και να μεταβεί στην Ιθάκη για να συναντήσει έμπειρους γιατρούς για την αντιμετώπιση της φυματίωσης από την οποία έπασχε. Οι γιατροί λίγες ελπίδες ζωής έδωσαν στον ήρωα και του συνέστησαν να μείνει στο νησί. ΕΠΙΣΤΡΟΦΗ ΚΑΙ ΔΙΚΗ(όπως ο Κολοκοτρώνης ήταν «προδότης» κατά τους ξενόδουλους «πολιτικούς») Ο Καραϊσκάκης, νοσταλγώντας τη Ρούμελη και τα Άγραφα, επέστρεψε από την Ιθάκη στο Μεσολόγγι και ζήτησε να διορισθεί αρχηγός των ελληνικών πλέον όπλων της επαρχίας των Αγράφων. Αλλά ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος δεν δέχθηκε. Οι Τζαβελαίοι και άλλοι οπλαρχηγοί ήταν υπέρ του. Εναντίον του ήταν μόνο ο Μαυροκορδάτος, που ηθελημένα παραγνώριζε τον ήρωα για να υποστηρίξει τον περί αυτόν Γιαννάκη Ράγκο. Συνέβησαν τότε και κάποιες συμπλοκές μεταξύ οπαδών του Καραϊσκάκη και Μεσολογγιτών όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Τότε ο Μαυροκορδάτος κατηγόρησε τον Καραϊσκάκη μετά από ομολογία του Κωνσταντίνου Βουλπιώτη(άνθρωπος του Ράγκου), που είχε μεταβεί στα Γιάννενα, ότι: «ο γιος της καλογριάς είχε στείλει επιστολή στον Ομέρ Βρυώνη με την υπόσχεση να του παραδώσει το Μεσολόγγι και το Αιτωλικό». Η δίκη του Καραϊσκάκη για προδοσία έγινε στο Μεσολόγγι(01-02/04/1824). Το κατηγορητήριο στηρίχθηκε στις καταθέσεις του ψευδομάρτυρα Κ. Βουλπιώτη, ανθρώπου του Γιαννάκη Ράγκου και οργάνου του Μαυροκορδάτου. Κύριο στοιχείο της κατηγορίας: ο Καραϊσκάκης είχε έρθει σε συνεννοήσεις με τον Ομέρ Βρυώνη, γεγονός πού συνδέθηκε με την αντίδραση του Καραϊσκάκη προς μια επιχείρηση εναντίον της Άρτας και μια τυχαία σύγκρουση του Καραϊσκάκη με τους κυβερνητικούς στο Μεσολόγγι, όταν εκείνοι κατέλαβαν το Αιτωλικό και αιφνίδια το Βασιλάδι, τα οποία αργότερα περιήλθαν στην υπό τον Μαυροκορδάτο διοίκηση του Μεσολογγίου. Οι συνεννοήσεις του Καραϊσκάκη με τον Ομέρ Βρυώνη υπήρξαν γεγονός, αλλά δεν είναι δυνατό να χαρακτηρισθούν ως προδοσία. Αποσκοπούσαν να κερδηθεί η υποστήριξη του Αλβανού πασά, ώστε να επιτευχθεί ή ανάληψη του αρματολικιού των Αγράφων πού κατείχε ο από τον Καραϊσκάκη και επεκτάθηκαν στο θέμα μιας γενικότερης ελληνοαλβανικής συμμαχίας. Ο Μαυροκορδάτος πληροφορήθηκε από τον Καραϊσκάκη τις διαθέσεις του Βρυώνη για συμμαχία κι άρχισε μαζί του μυστική αλληλογραφία. Το να μπλέξει το όνομα του Βρυώνη ο Μαυροκορδάτος στη δίκη δεν κρίνεται ως πράξη εύστοχη. Οι επικοινωνίες με τους Τούρκους για να εξασφαλισθεί ένα αρματολίκι δεν είναι κάτι καινοφανές για την εποχή. Ο Ράγκος, άνθρωπος του Μαυροκορδάτου, για να κατοχυρώσει τη θέση του στ’ Άγραφα ήλθε σε συνεννοήσεις με τον Αλβανό Σούλτζε Κόρτζα, πράγμα για το όποιο δε δικάστηκε. Ο Καραϊσκάκης για ν’ αντιμετωπίσει την άρνηση της Κυβέρνησης απευθύνθηκε στον εχθρό του Σούλτζε Κόρτζα, Ομέρ Βρυώνη, χωρίς όμως οι συνεννοήσεις αυτές ν’ αποτελούν προδοσία. Το τότε καθεστώς δεν τον κατηγόρησε ποτέ όμως για την προδοσία του αυτή, λόγω της καλής σχέσης του με τον Μαυροκορδάτο και του κατεστημένου του. Για τον Καραϊσκάκη ο Μαυροκορδάτος ήταν «το τζογλάνι του Ρέιζ αφέντη, ο τεσσαρομάτης». Ο Φωτιάδης γράφει γι’ αυτόν: «Ο πιο διαβολεμένος απ’ όλους τους Φαναριώτες, που ήρθανε στην Ελλάδα στάθηκε ο Μαυροκορδάτος. Το τι κακό έκανε αυτός ο άνθρωπος σε τούτον τον τόπο δεν λέγεται. Και δεν το πλέρωσε μονάχα η γενιά του Εικοσιένα. Ίσαμε τώρα το δικό του πνεύμα μας κυβερνάει και δεν μας αφήνει να προκόψουμε». Έτσι διόρισε επιτροπή προκειμένου να εξετάσει την «αποκάλυψη προδοσίας». Η παραπάνω επιτροπή συστάθηκε(30/03/1824), με πρόεδρο τον επίσκοπο Πορφύριο από την Άρτα και σε 3 μέρες(02/04/1824) εκδόθηκε προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος». Κατά την προκήρυξη-πράξη διοικητική και όχι δικαστική-, η επιτροπή έκρινε τον Καραϊσκάκη ένοχο «εσχάτης προδοσίας». Παρ' όλα αυτά είναι αμφίβολο αν η απόφαση εκείνη της επιτροπής δημοσιεύθηκε. Η δίκη παρωδία έγινε στην εκκλησία της Παναγίας στο Αιτωλικό, που χρησίμευε σα δικαστήριο. Ο ήρωας στερήθηκε όλων των βαθμών και των αξιωμάτων του και διατάχθηκε να αναχωρήσει από το Αιτωλικό. Οι πολίτες διατάχθηκαν να αποφεύγουν κάθε επικοινωνία με τον «εχθρό της πατρίδας» Καραϊσκάκη, εφόσον «δεν μετανοήσει και προσπέσει στο έλεος των Ελλήνων και ζητήσει συγχώρησιν», θεωρώντας ότι το έλεος των Ελλήνων το εκπροσωπούσε ο Μαυροκορδάτος. Ανάλογη απόφαση δεν είχε προηγουμένως εκδοθεί ούτε κατά των Τούρκων. Ο επίσκοπος Πορφύριος ανήγγειλε τις κατηγορίες και κάθε μία οδηγούσε τον Καραϊσκάκη στο εκτελεστικό απόσπασμα. Όμως εκείνος αντιμετώπισε θαρραλέα ειρωνικά και με εύστοχη αστειολογία τις ψευδείς κατηγορίες των εχθρών του. Το κατηγορητήριο απαγγέλθηκε(01/04). Η καταδικαστική απόφαση δε δημοσιεύθηκε, και στη θέση της μπήκε στα «Ελληνικά Χρονικά» μια προκήρυξη των εγκλημάτων του Καραϊσκάκη με τον τίτλο «Προσωρινή Διοίκηση της Ελλάδος»(02/04/1824). Αυτό ήταν σαφής ένδειξη, ότι το κατηγορητήριο είχε αποδειχτεί ψευδέστατο και προετοιμασμένο. Ο Καραϊσκάκης με πολλούς οπαδούς του αναχώρησε ανήμερα της έκδοσης της απόφασης(03/05/1824) από το Αιτωλικό και επιχειρώντας ανεπιτυχώς να καταλάβει τα Άγραφα μετέβη στο Καρπενήσι. Ζήτησε(27/05/1824) εγγράφως συγνώμη από τον Μαυροκορδάτο, που δεν εισακούσθηκε. Κατέφυγε(25/06/1824) στο Ναύπλιο όπου η Κυβέρνηση του αναγνώρισε όλους τους βαθμούς και τα αξιώματά του. ΑΡΧΙΣΤΡΑΤΗΓΙΑ Αμέσως μετά την αποκατάστασή του ο Καραϊσκάκης διατάχθηκε από την Κυβέρνηση να εκστρατεύσει στην Α. Στερεά επικεφαλής 300 μισθοφόρων. Χωρίσθηκε και η περιοχή των Αγράφων σε 2 τμήματα. Το Α αποδόθηκε στον Καραϊσκάκη και το Δ στον Γιαννάκη Ράγκο. Κοντά στα Σάλωνα(Άμφισσα) συγκροτήθηκε το 1ο ελληνικό στρατόπεδο. Ο Καραϊσκάκης, που είχε πια την γενική εκτίμηση των οπλαρχηγών, εκλέχθηκε «στρατοπεδάρχης απολύτου εξουσίας». Όμως, χωρίς διαταγή της Κυβέρνησης, ο Κολοκοτρώνης(1770-1843) έλαβε μέρος(τέλη 1824) μαζί με τον Κίτσο Τζαβέλα(1800-55) κ.ά. Ρουμελιώτες στον Β’ Εμφύλιο Πόλεμο(1824-5), κατά των ανταρτών, προχωρώντας στη λεηλασία των οικιών των Ζαΐμηδων στη Κερπινή Καλαβρύτων. Μετά συμμετείχε στη μάχη του Κρομμυδίου(Μεθώνη). Μετά το τέλος του Β’ Εμφυλίου ο Κωλέττης(1773 ή 1774-1847) ενίσχυσε τον Καραϊσκάκη και μ’ άλλους Στερεοελλαδίτες από το Μοριά και τη Ρούμελη, εφοδιάζοντάς τον με χρήματα, τρόφιμα και πολεμικό υλικό. Ο Καραϊσκάκης επανέρχεται(αρχές Μαΐου 1825) στη Στερεά και τα μέσα του καλοκαιριού βρίσκεται σε πλήρη δράση διορισμένος ως γενικός αρχηγός όλων των εκτός Μεσολογγίου ελληνικών στρατευμάτων, τον ίδιο χρόνο που αυτό πολιορκούταν από τον Κιουταχή και τον Ιμπραήμ Πασά της Αιγύπτου((1789-1848) Αντιβασιλέας της Αιγύπτου και στρατιωτικός. Γεννήθηκε στην Καβάλα, ή κατά μερικούς ιστορικούς στη Δράμα, όπου η οικογένεια του Μωχάμετ Άλι είχε βρει προσωρινό καταφύγιο, κατά τη διάρκεια μιας επιδημίας πανώλης στην Καβάλα. Πιθανότατα γιος του χεβίδη Μωχάμετ Αλή, αν και μερικοί υποστηρίζουν ότι ήταν θετός γιος του, και κάποιας χριστιανής, χήρας του Τουρματζή. Στη διάρκεια της ελληνικής Επανάστασης(1824), στάλθηκε από τον πατέρα του στην Πελοπόννησο να βοηθήσει τους Οθωμανούς. Κατέλαβε την Κρήτη(Φεβρουάριος 1825). Αποβιβάστηκε στον Μοριά. Κυρίευσε αρχικά Τρίπολη και το Ναβαρίνο, ωστόσο η επίθεσή του(Ιούνιος) στην Αργολίδα αποκρούστηκε από τον Δημήτριο Υψηλάντη. Κατέλαβε το Μεσολόγγι(1826) και, αφού ο στόλος του είχε καταστραφεί στο Ναβαρίνο, αποχώρησε(1828) από την Ελλάδα μετά την παρέμβαση των Γάλλων με την Εκστρατεία του Μοριά.). Τότε ο Καραϊσκάκης μαζί με τον Τζαβέλα καταστρώνουν ένα μεγαλεπήβολο σχέδιο περικύκλωσης από ξηράς όλων των Τούρκων που πολιορκούσαν το Μεσολόγγι, σε συνεννόηση με τους πολιορκημένους. Το περίφημο εκείνο σχέδιο άρχισε να εκτελείται τμηματικά από τις 21-25/07/1825 μέχρι χωρίς όμως να ολοκληρωθεί. Επέφερε όμως διακοπή της πολιορκίας ενώ οι απώλειες των Τούρκων υπήρξαν σοβαρότατες. Το ηθικό των πολιορκημένων αναπτερώθηκε. Ο Καραϊσκάκης με 3.000 άνδρες έσπευσε στα Άγραφα όπου αποδεκάτισε πολλούς Τούρκους καθώς και τουρκίζοντες χριστιανούς. Από εκεί προχώρησε στη περιοχή Βάλτου και μέσω των τουρκικών οχυρωμάτων, διήλθε την «Λάσπη του Καρβασαρά» όπου έδωσε(01/11/1825) νικηφόρα μάχη και τελικά στρατοπέδευσε στο Δραγαμέστο(σημ. Αστακός). Όταν το προπύργιο της Επανάστασης, η πόλη των «Ελεύθερων Πολιορκημένων», το Μεσολόγγι έπεσε(νύχτα 10-11/04/1826), ο Καραϊσκάκης βρισκόταν ασθενής στον Πλάτανο Ναυπακτίας. Πάραυτα έστειλε στη «Γέφυρα της Βαρνάκοβας» παρατηρητές να δουν πόσοι και ποιοι σώθηκαν από την ηρωική φρουρά του Μεσολογγίου. Παρότι ο Πλάτανος ήταν έρημος και ο ίδιος ασθενής, ετοίμασε ψωμί και σφαχτά που μοίρασε πλουσιοπάροχα στα «πειναλέα εκείνα λείψανα του Μεσολογγίου». Ο Καραϊσκάκης μαζί με πολλούς από εκείνους του μαχητές φθάνει στο Ναύπλιο(17/06). Η Επανάσταση στη Δ. Στερεά είχε σβήσει και στην Α. μόνο η Ακρόπολη των Αθηνών, η Κάζα και τα Δερβενοχώρια κατέχονταν από τους Έλληνες. Αν και βρισκόταν σε προχωρημένο στάδιο φυματίωσης, υπό την θεραπεία του Ελβετού γιατρού Baily, πρότεινε(Ιούλιος 1826) στην εδρεύουσα «Διοικητική Επιτροπή» να αναλάβει ο ίδιος τον Αγώνα στην Στερεά. Είχε όμως προσκληθεί και από τον Κριεζώτη(1785-1853) και τον Βάσσο, που δρούσαν ήδη στην Αττική και στην Ελευσίνα. Ο Α. Ζαΐμης(1855- 1936), πρόεδρος της νεοπαγούς Διοικητικής Επιτροπής, θεώρησε τον «Γιο της Καλογριάς» ως τον αξιότερο στρατιωτικό για την γενική αρχιστρατηγία και τον αναγνώρισε ως αρχιστράτηγο, παρότι είχε παλαιότερα κατατρεχθεί από εκείνον και είχε υποστεί λεηλασία της οικίας του. Ο βιογράφος του μεγάλου οπλαρχηγού, Δημήτρης Φωτιάδης(1898-1988), περιγράφει τη στιγμή της ύψιστης δικαίωσης: «Τον φωνάζουνε στο Μπούρτζι. Κι όταν ο Καραϊσκάκης άκουσε από το στόμα του Ζαΐμη, του παλιού του οχτρού από τον Β’ Εμφύλιο πόλεμο, πως τον κάνουν αρχιστράτηγο της Ρούμελης, τα μάτια του βούρκωσαν και 2 χοντρά δάκρυα κύλησαν στα βαθουλωμένα μάγουλά του.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου