Η ΜΕΘΟΔΟΣ CLEARING(ΚΛΗΡΙΝΓΚ) ΤΟΥ ΜΕΣΟΠΟΛΕΜΟΥ ΚΑΙ ΠΩΣ ΕΠΑΝΑΛΑΜΒΑΝΕΤΑΙ (οικονομική διείσδυση Γερμανίας, από το 1930 ως σήμερα-και στην Κατοχή(1940-4)- στην Ελλάδα)
Κλήρινγκ(Clearing) Μέθοδος συναλλαγής που καθιερώθηκε σε διεθνή κλίμακα από το Β' ΠΠ και μετά κυρίως. Το clearing συνίσταται στον συμψηφισμό των απαιτήσεων και υποχρεώσεων, που προκύπτουν στη διάρκεια της συναλλαγής. Σ' αυτές τις περιπτώσεις του, αποφεύγεται η αγορά ή η πώληση μέσω χρήματος, αλλά το χρέος κάποιας χώρας καλύπτεται από μια άλφα διευκόλυνση που θα κάνει στην πιστώτρια χώρα ή γίνεται με ανταλλαγή προϊόντων. Η Ελλάδα έκανε συναλλαγές clearing με τις πρώην A χώρες κάνοντας εξαγωγές προϊόντων αγροτικών κυρίως(π.χ. πορτοκαλιών-περιζήτητα στη Ρωσία κ.α.-) και εισάγοντας από αυτές μηχανολογικό εξοπλισμό(τρακτέρ, τόρνους κλπ). Αυτό γινόταν γιατί αφενός το χρήμα των ανατολικών δεν είχε πέραση στη Δ και αφετέρου διέθετε την παραγωγή της σε μεγάλη αγορά
Το ελληνογερμανικό clearing κατά το μεσοπόλεμο
Καπνός clearing Ο καπνός ήταν βασικό προϊόν του ελληνογερμανικού εξαγωγικού εμπορίου και αντιπροσώπευε το 40-50% των ελληνικών εξαγωγών στη Γερμάνια(δεκαετία 1930). Η κατάσταση αυτή διαμορφώθηκε από την ενσωμάτωση στην Ελλάδα των καπνοπαραγωγών επαρχιών της Μακεδονίας μετά τους Βαλκανικούς Πολέμους(1912-3). Ήταν αλληλένδετη με το προσφυγικό ζήτημα, που δημιουργήθηκε από την εγκατάσταση στην Ελλάδα περισσότερων του 1 εκ ανθρώπων έπειτα από την καταστροφική ελληνική εκστρατεία στη Μικρά Ασία(1919-22). Έτσι περ. 740.000, δηλ. +60% των προσφύγων, εγκαταστάθηκαν στη Μακεδονία και τη Θράκη, αποτελώντας το 45% και το 36% του συνολικού πληθυσμού αυτών των 2 κύριων καπνοπαραγωγών επαρχιών. Τα γεγονότα αυτά συνιστούν επίσης μια μείζονος σημασίας αλλαγή στη σύγχρονη ελληνική ιστορία, καθώς μετέτρεψαν την Ελλάδα στη μεγαλύτερη παραγωγό και εξαγωγέα ανατολικού φύλλου καπνού, με τις εξαγωγές να κυμαίνονται μεταξύ του 40-50% των συνολικών εξαγωγών της χώρας. Κατά συνέπεια άλλαξε και το κέντρο βάρους του ελληνικού εμπορίου-από τις σταφίδες και τη Βρετανία, στον καπνό και τη Γερμανία. Ο καπνός πρόσφερε τη βάση διαβίωσης για περ. 1 εκ. ανθρώπους, +25% του συνολικού αγροτικού πληθυσμού. Λόγω της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, ωστόσο, η συνολική πραγματική ζήτηση μειώθηκε κ το παγκόσμιο εμπόριο παράκμασε. Η εξέλιξη αυτή περιόρισε ουσιαστικά τις δυνατότητες των ελληνικών εξαγωγών. Κατέστη αδύνατη(1931) στην Ελλάδα η σύναψη των εξωτερικών δάνειων από τα όποια εξαρτιόνταν σε σημαντικό βαθμό(δεκαετία 1920). Έτσι οι εξαγωγές και οι άδηλοι πόροι, κυρίως από το ναυτιλιακό συνάλλαγμα και τα εμβάσματα των μεταναστών, κατέστησαν οι μόνες πηγές εισαγόμενων κεφαλαίων στην Ελλάδα. Ο λόγος εξαγωγών-άδηλων πόρων μειώθηκε(δεκαετία 1930), από 87,5%(1931), σε 44,4%(1938), γεγονός που αποδεικνύει ότι η σχετική σημασία των εξαγωγών αυξήθηκε. Το ελληνογερμανικό εμπόριο σχεδόν διακόπηκε(μέσα 1932) εξαιτίας των οικονομικών δυσκολιών της Ελλάδας. Για την υπέρβαση αυτού του αδιεξόδου, η Τράπεζα της Ελλάδας κ η γερμανική Reichbank υπέγραψαν(Αύγουστος 1932) μια συμφωνία clearing, γεγονός που σήμαινε ότι οι εμπορικές συναλλαγές μεταξύ των 2 χωρών έγιναν αντικείμενο εμπορίου τοις μετρητοίς. Η Τράπεζα της Ελλάδας πλήρωνε τους Έλληνες εξαγωγείς σε δραχμές έναντι των πωλήσεων και η ελληνική κυβέρνηση εγγυούταν για τις πιστώσεις που άνοιγε η Τράπεζα της Ελλάδας στο Βερολίνο. Καθώς οι ελληνικές εισαγωγές από τη Γερμανία δεν μπορούσαν να συμβαδίσουν με τις γερμανικές εισαγωγής από την Ελλάδα, άρχισε να δημιουργείται ένα υψηλό, παγωμένο, ενεργητικό υπέρ της Ελλάδας στο λογαριασμό κληρινγκ του Βερολίνου. Έτσι στην πραγματικότητα η Ελλάδα χρηματοδοτούσε ένα σημαντικό και ολοένα αυξανόμενο μέρος των εξαγωγών της στη Γερμανία. Mogens Pelt : Το ελληνογερμανικο εμπόριο καπνού κατά το μεσοπόλεμο( στο Χαγκεν Φλαισερ(επιμ.)«Η Ελλαδα 36-49: Τομές και συνέχειες,» σελ 377-8, Καστανιωτης,Αθηνα,5η εκδ., 2009)
Οικονομική κρίση και κατανομή βαρών: η γερμανική εμπειρία στο Μεσοπόλεμο
Μετά το κραχ του χρηματιστηρίου της Νέας Υόρκης(Οκτώβριος 1929), οι αντοχές της γερμανικής οικονομίας δοκιμάστηκαν, καθώς η κρίση-αισθητή και στην Ευρώπη- έπληξε κυρίως τη Γερμανία, που επιβαρυνόταν και με την υποχρέωση καταβολής αποζημιώσεων στους νικητές του Α΄ ΠΠ. Η πολιτική αποσταθεροποίηση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης (πρώτα χρόνια δεκαετίας 1930) παρουσιάζει στις μέρες μας ιδιαίτερο ενδιαφέρον, αφού προκλήθηκε αφενός από μια κρίση δανεισμού και αφετέρου από τους ιδιαίτερα επαχθείς όρους των διεθνών συμβάσεων, τις οποίες αναγκαζόταν να συνάπτει το γερμανικό κράτος. Όπως είναι λοιπόν προφανές, το γερμανικό πολιτικό σύστημα βρέθηκε αντιμέτωπο με προκλήσεις που παρουσιάζουν ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά με τις αντίστοιχες σημερινές της ελληνικής περίπτωσης. Υπό την προϋπόθεση ότι δεν θα υποπέσει κανείς στο λάθος να προχωρήσει σε ευθείες αναγωγές και απλοϊκές συγκρίσεις δύο πολύ διαφορετικών συγκυριών, είναι χρήσιμο να εξετασθούν τόσο τα διλήμματα, που τέθηκαν στις πολιτικές δυνάμεις της Γερμανίας κατά τον Μεσοπόλεμο, όσο και οι μεταξύ τους συγκρούσεις, οι οποίες προήλθαν από τις διαφορετικές λύσεις που υποστήριζε καθεμιά από αυτές. Κρίση δανεισμού και ανάγκη εξυγίανσης της οικονομίας Είναι αξιοσημείωτο ότι η εταιρεία Goldman Sachs Trading Company ήταν μια από τις κυρίως υπεύθυνες για την κρίση του χρηματοπιστωτικού συστήματος στις ΗΠΑ, αφού η τιμή των μετοχών της παρουσίασε ραγδαία πτώση. Ένα από τα αποτελέσματα του πανικού που προκλήθηκε ήταν η απαίτηση των αμερικανικών τραπεζών να τους επιστραφούν αμέσως τα βραχυπρόθεσμα δάνεια που είχαν συνάψει με Ευρωπαίους, καθώς αντιμετώπιζαν σοβαρό πρόβλημα ρευστότητας. Υπ’ αυτές τις συνθήκες ο Hjalmar Schacht, διοικητής της Κεντρικής Τράπεζας της χώρας(Reichsbank), προθυμοποιήθηκε να βοηθήσει το γερμανικό κράτος να δανειστεί, εφόσον όμως αυτό προχωρούσε σε μια εκτεταμένη «εξυγίανση» της εθνικής οικονομίας. Ο σοσιαλδημοκράτης υπουργός Οικονομικών, Rudolf Hilfreding, προέβη πράγματι στην κατάρτιση ενός νομοσχεδίου, το οποίο προέβλεπε τη μείωση των άμεσων φόρων και την αύξηση των έμμεσων φόρων του καπνού και της μπύρας. Το νομοσχέδιο ψηφίστηκε(Δεκέμβριος 1929), παρά τις έντονες αντιδράσεις της κοινοβουλευτικής ομάδας των σοσιαλδημοκρατών(SPD), καθώς είχε αποσπάσει τη σύμφωνη γνώμη ακόμη και του πιο δεξιού κόμματος του κυβερνητικού συνασπισμού, του Γερμανικού Λαϊκού Κόμματος (Deutsche Volkspartei). Επικύρωση διεθνούς συνθήκης και εσωτερική οικονομική πολιτική Υπογράφηκε(20/01/1930) στη Χάγη το Σχέδιο Young, το οποίο προέβλεπε τους όρους καταβολής αποζημιώσεων από την πλευρά της Γερμανίας προς τις συμμαχικές δυνάμεις που επικράτησαν στον Α’ ΠΠ. Σε αυτή την περίπτωση ήταν το Καθολικό Κόμμα του Κέντρου (Zentrum) εκείνο που ζήτησε να συνδεθεί η επικείμενη κύρωση της σύμβασης από το Κοινοβούλιο με ένα πρόγραμμα αναδιάρθρωσης της οικονομίας. Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε τελικά ήταν σοσιαλδημοκρατικής αντίληψης και προέβλεπε από τη μία την αύξηση της φορολόγησης των βιομηχάνων και από την άλλη την αύξηση του επιδόματος των ανέργων. Η υπερψήφιση αυτού του φιλεργατικού νόμου έμελλε να αποτελέσει το κύκνειο άσμα της κυβέρνησης του σοσιαλδημοκράτη Heinrich Müller, καθώς μετά την κύρωση του Σχεδίου Young το Γερμανικό Λαϊκό Κόμμα, που εκπροσωπούσε τα συμφέροντα της εργοδοσίας, συντάχθηκε με το Zentrum ως προς το αίτημα παγώματος της καταβολής των επιδομάτων και οδήγησε τον κυβερνητικό συνασπισμό σε διάλυση. Η παραίτηση του καγκελαρίου Müller(τέλη Μαρτίου), που προήλθε από την όξυνση της σύγκρουσης των κυβερνητικών εταίρων σχετικά με τον τρόπο κατανομής των βαρών της κρίσης στις κοινωνικές ομάδες σηματοδότησε το τέλος του κοινοβουλευτικού πολιτεύματος υπό την κλασική του μορφή, καθώς οι κυβερνήσεις που θα σχηματίζονταν εφεξής δεν θα είχαν τη στήριξη της πλειοψηφίας των βουλευτών. Εξωτερικό χρέος, μείωση κοινωνικών παροχών και ιδεολογική σύγχυση του Κομμουνιστικού Κόμματος Διορίσθηκε νέος καγκελάριος ο Heinrich Brüning, πρόεδρος του Καθολικού Κεντρώου Κόμματος, ο οποίος, από τη στιγμή που δεν διέθετε την εμπιστοσύνη της κοινοβουλευτικής πλειοψηφίας, στηρίχθηκε(30/03) στην έκδοση έκτακτων προεδρικών διαταγμάτων, για να ασκήσει την οικονομική του πολιτική. Το περιεχόμενο των διαταγμάτων αυτών, που χαρακτηριζόταν από σκληρά μέτρα λιτότητας και συρρίκνωσης του κοινωνικού κράτους, δεν συγκέντρωνε τη συναίνεση ούτε της κοινωνίας ούτε της Βουλής. Αποτέλεσμα: να προκηρυχθούν εκλογές για τον Σεπτέμβριο μέσα σε ένα κλίμα γενικευμένης οργής απέναντι τόσο στην κυβέρνηση όσο και τα κράτη-δανειστές της Γερμανίας, που με τις απαιτήσεις τους οδηγούσαν τη χώρα στην οικονομική ύφεση και την κοινωνική εξαθλίωση. Από τον προεκλογικό αγώνα ιδιαίτερο ενδιαφέρον έχει το κομμάτι του προγράμματος του Κομμουνιστικού Κόμματος (KPD) το οποίο έκανε λόγο για την επερχόμενη δικτατορία του προλεταριάτου, η οποία θα έσπαγε τις αλυσίδες του Σχεδίου Young και της εθνικής καταπίεσης. Στο σημείο αυτό απάντησε το κόμμα του Αδόλφου Χίτλερ(NSDAP), που τόνισε ότι αυτή η αντίληψη των κομμουνιστών αποτελεί την απόδειξη της ιδεολογικής ηγεμονίας του εθνικοσοσιαλισμού. Άρνηση του κεφαλαίου να επωμισθεί μέρος των βαρών και αποπομπή Brüning Η πολιτική που άσκησε η κυβέρνηση(1930-2), με την ψήφο ανοχής του SPD, έπληξε ιδιαίτερα τη μεσαία τάξη, καθώς περιελάμβανε μεταξύ άλλων περικοπές μισθών και συντάξεων. Με αυτόν τον τρόπο ο καγκελάριος σκόπευε να στείλει στα κράτη-πιστωτές της Γερμανίας το μήνυμα ότι έπρεπε, πάση θυσία, να αποσβεσθεί το χρέος, διότι η κοινωνία είχε φθάσει στα όριά της. Παρότι, όμως, συμφωνήθηκε σε διεθνές επίπεδο το πάγωμα μεγάλου μέρους των οφειλών του γερμανικού κράτους για ένα χρόνο, ο Brüning αρνούνταν να αλλάξει τον προσανατολισμό της αποπληθωριστικής οικονομικής του πολιτικής και να ανακουφίσει τα αδύναμα στρώματα, καθώς δεν ήθελε να υπαναχωρήσει από τον μεγαλόπνοο στόχο της συνολικής διαγραφής του χρέους. Με δεδομένο, όμως, ότι δεν υπήρχαν τα περιθώρια περαιτέρω μείωσης της αγοραστικής δύναμης των εργαζομένων, και συνεπώς του βιοτικού τους επιπέδου, η κυβέρνηση παρενέβη με ένα νέο έκτακτο διάταγμα στη λειτουργία της οικονομίας, προκειμένου να συνδέσει τη μείωση των μισθών με μια σχετική μείωση των ενοικίων, των επιτοκίων και των τιμών αρκετών προϊόντων. Η απόφαση αυτή προκάλεσε την οργή της εργοδοσίας, η οποία, ενοχλημένη από την έμμεση έστω συμμετοχή του SPD στη χάραξη της οικονομικής πολιτικής, έκανε λόγο για παραβίαση των κανόνων της ελεύθερης αγοράς. Αποτέλεσμα της άρνησής της να δεχθεί τη μείωση των κερδών της ήταν η άρση της εμπιστοσύνης του συντηρητικού οικονομικοπολιτικού μπλοκ εξουσίας προς την Κυβέρνηση, που προκάλεσε μια νέα μετατόπιση προς τα δεξιά του πολιτικού συστήματος. Ο Καγκελάριος Brüning αποπέμφθηκε(τέλη Μαΐου 1932) και στη θέση του διορίσθηκε ο υπερκομματικός Franz von Papen, εκλεκτός του Προέδρου του Ράιχ και των Ενόπλων Δυνάμεων, παρότι δεν είχε κανένα απολύτως έρεισμα στο Κοινοβούλιο. Η Δημοκρατία της Βαϊμάρης έκανε το προτελευταίο της βήμα προς τον φασισμό, καθώς ο Γενάρης του 1933 απείχε πλέον μόλις λίγους μήνες. 2 συμπεράσματα Η εξέταση των σφοδρών πολιτικών και ιδεολογικών συγκρούσεων(διετία 1930-2) στη Γερμανία, καταδεικνύει ότι σε κάθε πολιτικό ζήτημα, ακόμη και σε συνθήκες έκτακτης ανάγκης, δεν αντιστοιχεί μία και μοναδική λύση. Το γερμανικό πολιτικό σύστημα κατέληξε στην υιοθέτηση μιας στρατηγικής σκληρής λιτότητας όχι ελλείψει εναλλακτικής πρότασης, αλλά διότι αυτό υπαγόρευαν οι δυνάμεις του κεφαλαίου, το οποίο στη δεδομένη συγκυρία ήταν και πολιτικά πανίσχυρο. Η απόφαση, συνεπώς, που τελικά λήφθηκε, δεν ήταν η μοναδική εφαρμόσιμη, δηλ/ η απόλυτα ορθή, αλλά αυτή που συμπύκνωνε το συσχετισμό της δύναμης μεταξύ των κοινωνικών και οικονομικών αντικρουόμενων συμφερόντων. Σύμφωνα με τη διατύπωση του Thomas Hobbes, «η ισχύς, όχι η αλήθεια, παράγει τον νόμο». Σε ένα δημοκρατικό πολίτευμα κάθε πολιτικός στόχος έχει σχετική αξία, καθώς διαμορφώνεται με βάση τη βούληση και τις ανάγκες μιας κοινωνίας. Εάν σε κάποιο πολιτικό σχέδιο, είτε αυτό λέγεται διαγραφή του χρέους είτε σύναψη δανείου για την κάλυψη τρεχουσών αναγκών, προσδοθεί μια απόλυτη διάσταση, η οποία επιτάσσει την υλοποίησή του με κάθε κόστος, ελλοχεύει ο κίνδυνος της διάρρηξης των δεσμών αντιπροσώπευσης μεταξύ εξουσιαζόντων και εξουσιαζομένων, που μπορεί να εξελιχθεί σε κρίση του πολιτικού συστήματος. Στη Γερμανία του Μεσοπολέμου η πολιτική και οικονομική ελίτ αποφάσισε ότι όσα μέτρα δεν ήταν δυνατό να υιοθετηθούν μέσω δημοκρατικών συναινέσεων, δηλ/ δια της πειθούς, δε θα αναθεωρούνταν, αλλά θα επιβάλλονταν δια της βίας, η οποία εκφράσθηκε μέσω της σταδιακής αυταρχικοποίησης της λειτουργίας του πολιτεύματος.
Ο Αλέξανδρος Κεσσόπουλος είναι υποψήφιος διδάκτωρ Συνταγματικού Δικαίου στη Νομική Αθηνών Η αναφορά στη γερμανική πολιτική σκηνή κατά τη διάρκεια του Μεσοπολέμου είναι βασισμένη σε ένα από τα πιο σημαντικά έργα για την κατάρρευση της Δημοκρατίας της Βαϊμάρης: Winkler Heinrich August, Weimar, 1918-1933. Die Geschichte der ersten deutschen Demokratie, Μόναχο 1993.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου