ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΥΨΗΛΑΝΤΗΣ(ΣΑ ΣΗΜΕΡΑ 12/04/1820, ΟΡΙΣΤΗΚΕ ΑΡΧΗΓΟΣ ΤΗΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ)
Ο Αλέξανδρος Υψηλάντης(1792-1828). Έλληνας πρίγκιπας, στρατιωτικός, λόγιος και αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας. Γεννήθηκε στην Κωνσταντινούπολη(1792). Γιος του Κωνσταντίνου Υψηλάντη, Ηγεμόνα της Μολδοβλαχίας και γόνος εύπορης και ισχυρής Φαναριώτικης οικογένειας, με πατριωτισμό. Έλαβε εκλεκτή μόρφωση. Στην Αγ. Πετρούπολη, όπου ακολούθησε τον πατέρα του, κατατάχτηκε(1810) με το βαθμό του ανθυπίλαρχου(ανθυπολοχαγός Ιππικού) στο σώμα των Βασιλικών Ακολούθων, δηλ. των εφίππων σωματοφυλάκων του Τσάρου Αλέξανδρου Α΄ της Ρωσίας. Διακρίθηκε στους πολέμους κατά του Ναπολέοντα. Στην μάχη της Δρέσδης(27/08/1813), έχασε το δεξί του χέρι. Συμμετείχε(1814-5) και αυτός ως μέλος της αυτοκρατορικής ακολουθίας στο Συνέδριο της Βιέννης ως υποστράτηγος. ΧΑΡΑΚΤΗΡΑΣ Ήταν ο τύπος της ανατολίτικης(Πολίτικης) ανδρικής ομορφιάς με έντονα μάτια. Ήταν αγαθός και ευγενής, μελαγχολικός και ονειροπόλος, ευκολοσυγκίνητος και ενθουσιώδης. Κληρονόμος των μεγάλων παραδόσεων και προσπαθειών της οικογένειας των Υψηλάντηδων είχε θέσει ως μεγάλο σκοπό και όνειρο της ζωής του την απελευθέρωση του ελληνικού έθνους. Εξ αυτού και ο φλογερός ενθουσιασμός του και η φαντασία του, που εύκολα τον παρέσυραν σε παράτολμα εγχειρήματα. Στο Συνέδριο της Βιέννης(1814) εξέφρασε την άποψη ότι το ζήτημα των Γραικών(Ελλήνων) είναι υπόθεση του χριστιανισμού και του ανθρωπισμού που θα πρέπει να αναχθεί σε υπόθεση όλων των Βασιλικών Αυλών της Ευρώπης. ΑΡΧΗΓΟΣ ΦΙΛΙΚΗΣ ΕΤΑΙΡΕΙΑΣ Οι Φιλικοί είχαν σαφείς πληροφορίες για τα πατριωτικά του αισθήματα. Σε στενούς κύκλους Ελλήνων και Φιλελλήνων φέρεται είχε δηλώσει πως οι συμπατριώτες του θα έπρεπε να υπολογίζουν στη συνδρομή του, αν παρουσιαζόταν κάποια ευκαιρία μόνο εκ του ονόματός του και της θέσης που κατείχε χωρίς καμία άλλη εγγύηση. Με τη μεσολάβηση του Φιλικού Κωνσταντίνου Καντιώτη, υπάλληλος παρά τον Καποδίστρια, μετά την άρνησή του ν’ αναλάβει αρχηγός της Φιλικής Εταιρείας, προσέτρεξε ο Εμμανουήλ Ξάνθος στον ξάδελφο των Υψηλάντηδων, Ιωάννη Μάνο, για να τον φέρει σε επαφή με τον Πρίγκιπα Αλέξανδρο Υψηλάντη. Η συνάντηση αυτή ήταν μια από τις ευτυχέστερες στιγμές της ζωής του Ε. Ξάνθου, χαραγμένες στη μνήμη του, σε αντίθεση με την απογοήτευση που του δημιούργησε ο Καποδίστριας(Απομνημονεύματά του). Στη συνάντηση εκείνη(Πετρούπολη, 11/04/1820) ο Υψηλάντης τον δέχθηκε με ευγένεια και ύστερα από κάποιες ερωτήσεις για την καταγωγή του και διάφορες άλλες υποθέσεις του ζήτησε να μάθει πώς περνούν οι Έλληνες. Ο Ξάνθος του απήντησε ότι οι Τούρκοι τους τυραννούν και η τυραννία τους έχει γίνει πλέον αφόρητη. Στη συνέχεια ακολούθησε ο εξής δραματικός διάλογος:
- Υψηλάντης: «Γιατί οι Έλληνες δεν προσπαθούν να ενεργήσουν ώστε, αν δεν δύνανται να ελευθερωθούν από τον ζυγόν, τουλάχιστον να τον ελαφρώσουν;»
- Ξάνθος: «Πρίγκιψ, με ποία μέσα και με ποίους οδηγούς να ενεργήσωσιν οι δυστυχείς Έλληνες την βελτίωσιν της πολιτικής των καταστάσεως; Αυτοί έμειναν εγκαταλελειμμένοι από εκείνους, οίτινες εδύναντο να τους οδηγήσωσι, διότι όλοι οι καλοί ομογενείς καταφεύγουν εις ξένους τόπους και αφήνουν τους ομογενείς των ορφανούς. Ιδού ο Κόμης Καποδίστριας υπηρετεί τη Ρωσίαν, ο μακαρίτης πατήρ σας κατέφυγε εδώ και ο Καρατζάς εις την Ιταλίαν, υμείς ο ίδιος υπηρετούντες την Ρωσίαν εχάσατε υπέρ αυτής την δεξιάν χείρα σας, και άλλοι ίσοι καλοί καταφεύγοντες εις την χριστιανικήν Ευρώπην μένουν εκεί, χωρίς να φροντίζουν δια τους δυστυχείς αδελφούς των.»
- Υψηλάντης: «Αν εγώ εγνώριζον ότι οι ομογενείς μου είχον ανάγκην από εμέ και εστοχάζοντο, ότι εδυνάμην να συντελέσω εις την ευδαιμονίαν των, σου λέγω εντίμως, ότι ήθελον μετά προθυμίας κάμω κάθε θυσίαν, ακόμη και την κατάστασίν μου, και τον εαυτόν μου θα εθυσίαζον υπέρ αυτών».
- Ξάνθος (σηκώνεται όρθιος και συγκινημένος): «Δος μοι Πρίγκιψ, την χείρα σας εις βεβαίωσιν των όσων εκφράσθητε».
Κοιτάζοντάς τον κατάματα ο Υψηλάντης του έδωσε το χέρι του. Η στιγμή της συμφωνίας είναι η ίσως η μεγαλύτερη ιστορική στιγμή στην νεότερη ιστορία του ελληνικού έθνους. Ο Υψηλάντης ενθουσιώδης πατριώτης, ακατατόπιστος στα ελληνικά και διεθνή ζητήματα, κυριεύθηκε από το δραματικό τόνο της φωνής του Ξάνθου και από τον ενθουσιασμό και τη βαθιά πίστη του στα όνειρα του ελληνικού έθνους. Έτσι, η αποστολή του ενός είχε εκπληρωθεί, ενώ οι φιλοδοξίες του άλλου, να γίνει ο ελευθερωτής του έθνους του, άρχισαν να πραγματοποιούνται. Την επόμενη ημέρα ο Ξάνθος επισκέπτεται απ΄ ευθείας τον πρίγκιπα και του φανερώνει τα μυστικά της Φιλικής Εταιρείας. Εκείνος με συγκίνηση και ενθουσιασμό δέχθηκε να υπηρετήσει τη μεγάλη υπόθεση. Την ίδια μέρα κατηχείται και ορκίζεται κατά το τυπικό της εταιρείας και αναγνωρίζεται Γενικός Επίτροπος της Αρχής. Του δόθηκε το ψευδώνυμο «Καλός» και τα γράμματα του ελληνικού αλφαβήτου «α.ρ.» για να υπογράφει τις επιστολές του. Η Φιλική Εταιρεία είχε πλέον Αρχηγό(Πετρούπολη 12/04/1820). Αποδέχθηκε την αρχηγία, αφού πρώτα έγιναν δεκτοί οι όροι που έθεσε, και αμέσως άρχισε την οργάνωση του σχεδίου για την έναρξη της Επανάστασης από την Πελοπόννησο. ΠΡΩΤΑ ΜΕΤΡΑ Με την ανάληψη της αρχηγίας, αποβλέποντας στη χρησιμότητα του θεσμού των εφορειών της Εταιρείας, τον διατήρησε και τον ενίσχυσε με δικές του οδηγίες που απέβλεπαν στην επιλογή και επιτήρηση των μελών, τη βοήθεια των αδυνάτων και στον τρόπο εισδοχής των προσήλυτων. Ταυτόχρονα έστειλε εγκυκλίους στις εφορείες και έντυπα γραμμάτια για τις εκούσιες συνεισφορές των ομογενών. Τα γραμμάτια εκείνα επείχαν θέση σύγχρονων εθνικών ομολόγων, υπογεγραμμένα από τον ίδιο τον Υψηλάντη ή αντιπροσώπους του. Απαγόρευσε τη χρήση των δημοσίων χρημάτων χωρίς τη διαταγή του και άνοιξε αλληλογραφία με τα επιφανέστερα(πνευματικά) μέλη και τα πλέον δραστήρια στα οποία ανακοίνωνε την εκλογή του ως Γενικού Επιτρόπου, θυμίζοντάς τους τα καθήκοντά τους και καθοδηγώντας τα για τη δημιουργία νέων εφορειών και συγκέντρωση εισφορών. Επαινούσε τους επιτρόπους εκείνους που επιδείκνυαν ιδιαίτερη δραστηριότητα, όπως εκείνους της «Φιλόγενης Κάσσας» της Μόσχας, ιδρύοντας ένα κεντρικό ταμείο της Φιλικής στη Κωνσταντινούπολη. Και οι 2 αυτοί οργανισμοί προορίζονταν να καλύψουν τις ανάγκες της Εταιρείας για τη χρηματοδότηση του μελλοντικού αγώνα των Ελλήνων. Ο αδελφός του Αλέξανδρου Υψηλάντη, Νικόλαος συντάσσει(τέλη 1820) και υποβάλει προς έγκριση στρατιωτικό οργανισμό για τον υπό οργάνωση εθελοντικό στρατό. Σύμφωνα μ’ αυτόν, ο στρατός της ελληνικής επανάστασης θα αποτελούνταν κυρίως από χιλιαρχίες και τα στελέχη του θα είχαν τους εξής βαθμούς: πεντηκόνταρχου, εκατόνταρχου, ταγματάρχη, χιλίαρχου και πολέμαρχου. Η ελληνική σημαία θα έφερε 3 χρώματα: άσπρο μαύρο και κόκκινο. Η σημαία της ξηράς θα έφερε στη μία πλευρά το μυθικό φοίνικα μέσα σε φλόγες και τον «ακτινοβόλο παντόπτη οφθαλμό» με την επιγραφή «εκ της τέφρας αναγεννώμαι», και στην άλλη, τον αρχαίο ελληνικό σταυρό (ισόκερο), μέσα σε δάφνινo στεφάνι και κάτω την επιγραφή «Εν τούτω τω σημείω νίκα». Από τα παραπάνω μέτρα του Υψηλάντη και τα σχέδια των Φιλικών τα μόνα που αποδείχθηκαν, βάσει των ιστορικών στοιχείων, ουσιαστικής σημασίας στην ελληνική παλιγγενεσία, ήταν ο θεσμός των εφορειών, που επέδρασε ως προαιώνιος κοινοτικός οργανισμός των Ελλήνων και η οργάνωση των λεγομένων «αποστόλων». Η υλική οργάνωση του όλου κινήματος, δηλ. ο εφοδιασμός των Ελλήνων με πολεμοφόδια, τρόφιμα κ.λπ. χαρακτηρίστηκε πρόχειρος ως ανύπαρκτος. Όλοι σχεδόν οι ιστορικοί και ιστοριογράφοι της εποχής εκείνης απορούν πώς πέτυχε η Επανάσταση, όταν η συγκέντρωση του υλικού οφειλόταν κυρίως σε ατομικές πρωτοβουλίες, σπασμωδικές και ασυντόνιστες.
Η συμβολή της Φιλικής σ’ αυτόν τον τομέα υπήρξε ασήμαντη. Ακόμα και οι Αγωνιστές του 21, όταν ελεύθεροι, ύστερα από τον 9χρονο σχεδόν, Αγώνα αναλογίζονταν την επικίνδυνη περιπέτεια, συχνά δοκίμαζαν τα αισθήματα ιλίγγου και τρόμου που αισθάνεται μετά τη σωτηρία του όποιος κινδύνευσε σοβαρά. Χαρακτηριστικά ο Γέρος του Μοριά επαναλάμβανε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς, εμείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει τη δύναμιν την εδικήν μας, τη τουρκική δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με το καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινώμεθα, αν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες και αναθέματα». ΕΝΑΡΞΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε η πεποίθηση του Υψηλάντη ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων Πασάδων, ιδίως των περιοχών Τούνεσι και Μπαρμπαριάς. Σημαντικότερος αντιπερισπασμός για τους Έλληνες ήταν η ανταρσία του Αλή Πασά, που έκανε και τους Σουλιώτες να επιστρέψουν και να συμμαχήσουν με τον πρώην διώκτη τους, κατά της Αυτοκρατορίας. Υπήρχε βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές σύντομα χάρη των ήδη γενομένων μυστικών ενεργειών του Ξάνθου και άλλων φιλικών από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών(π.χ. Γιωργάκης Νικολάου, από τον Όλυμπο, Σάββας Καμινάρης, από την Πάτμο, Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι κ.ά.). Με την ενθάρρυνση του Ιωάννη Καποδίστρια πείσθηκε ότι έπρεπε να επισπεύσει την προπαρασκευή της και εγκαταστάθηκε στη Οδησσό(Ιούνιος 1820). Εξέδωσε διακήρυξη Ανεξαρτησίας, πέρασε τον ποταμό Προύθο(22/02/1821) και 2 μέρες αργότερα ύψωσε τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η επιλογή Μολδαβίας και Βλαχίας: στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του τουρκικού στρατού και οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες(από το 1709). Στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία(26/02/1821), κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή 1 εκ. γροσιών. Παράλληλα εθελοντές απ’ όλη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας το 1ο τμήμα του Με επιστολή του στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο υπέβαλε την παραίτησή του από το ρωσικό στρατό και αναγγέλλοντας την Ελληνική Επανάσταση ζήτησε την αρωγή του. Αμέσως μετά επιδόθηκε στη δημιουργία στρατού και συγκρότησε τον Ιερό Λόχο. Πυροβολικού με 2 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Olivier Voutier. Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος(500 σπουδαστές). Οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία(04/03), ενώ ο Υψηλάντης υψώνει(17/03) τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό 3 πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο(Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης). Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε(07/06/1821) στη μάχη του Δραγατσανίου και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Οι λόγοι της αποτυχίας του: έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και αφορισμός του από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε', κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα. Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε(24/11/1827). Μετά την απελευθέρωσή του(19/01/1828), η κλονισμένη υγεία του(μυοτονική δυστροφία(DM), μια κληρονομική διαταραχή πολλαπλών συστημάτων η οποία μειώνει τη ζωή) δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου πέθανε, σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και μιζέριας(31/01/1828). Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα.
Η συμβολή της Φιλικής σ’ αυτόν τον τομέα υπήρξε ασήμαντη. Ακόμα και οι Αγωνιστές του 21, όταν ελεύθεροι, ύστερα από τον 9χρονο σχεδόν, Αγώνα αναλογίζονταν την επικίνδυνη περιπέτεια, συχνά δοκίμαζαν τα αισθήματα ιλίγγου και τρόμου που αισθάνεται μετά τη σωτηρία του όποιος κινδύνευσε σοβαρά. Χαρακτηριστικά ο Γέρος του Μοριά επαναλάμβανε: «Ο κόσμος μας έλεγε τρελλούς, εμείς αν δεν είμεθα τρελλοί, δεν εκάναμεν την επανάστασιν, διατί ηθέλαμεν συλλογισθή πρώτον δια πολεμοφόδια, καβαλλαρία μας, πυροβολικό μας, πυριτοθήκες μας, τα μαγαζιά μας, ηθέλαμεν λογαριάσει τη δύναμιν την εδικήν μας, τη τουρκική δύναμη. Τώρα όπου ενικήσαμεν, όπου ετελειώσαμεν με το καλό τον πόλεμό μας, μακαριζόμεθα, επαινώμεθα, αν δεν ευτυχούσαμεν, ηθέλαμεν τρώγει κατάρες και αναθέματα». ΕΝΑΡΞΗ ΕΠΙΧΕΙΡΗΣΕΩΝ Κατά την οργάνωση του σχεδίου η Επανάσταση θα ξεκινούσε από την Πελοπόννησο. Στην απόφαση αυτή συνέβαλε η πεποίθηση του Υψηλάντη ότι οι τότε περιστάσεις ήταν οι πλέον ευνοϊκές. Η Οθωμανική Αυτοκρατορία αντιμετώπιζε μια σειρά αντιδραστικών κινήσεων διαφόρων Πασάδων, ιδίως των περιοχών Τούνεσι και Μπαρμπαριάς. Σημαντικότερος αντιπερισπασμός για τους Έλληνες ήταν η ανταρσία του Αλή Πασά, που έκανε και τους Σουλιώτες να επιστρέψουν και να συμμαχήσουν με τον πρώην διώκτη τους, κατά της Αυτοκρατορίας. Υπήρχε βεβαιότητα ότι στις Παραδουνάβιες Ηγεμονίες θα ξέσπαγαν ταραχές σύντομα χάρη των ήδη γενομένων μυστικών ενεργειών του Ξάνθου και άλλων φιλικών από τους μυημένους οπλαρχηγούς των περιοχών αυτών(π.χ. Γιωργάκης Νικολάου, από τον Όλυμπο, Σάββας Καμινάρης, από την Πάτμο, Γιάννης Φαρμάκης από το Μπλάτσι κ.ά.). Με την ενθάρρυνση του Ιωάννη Καποδίστρια πείσθηκε ότι έπρεπε να επισπεύσει την προπαρασκευή της και εγκαταστάθηκε στη Οδησσό(Ιούνιος 1820). Εξέδωσε διακήρυξη Ανεξαρτησίας, πέρασε τον ποταμό Προύθο(22/02/1821) και 2 μέρες αργότερα ύψωσε τελικά τη σημαία της Επανάστασης στις παραδουνάβιες ηγεμονίες, συγκεκριμένα στο Ιάσιο της Μολδοβλαχίας, εκδίδοντας επαναστατική προκήρυξη με τον τίτλο Μάχου υπέρ πίστεως και πατρίδος. Η επιλογή Μολδαβίας και Βλαχίας: στις περιοχές αυτές απαγορευόταν η παραμονή του τουρκικού στρατού και οι τοπικοί άρχοντες ήταν Έλληνες Φαναριώτες(από το 1709). Στο ναό των Τριών Ιεραρχών τελείται δοξολογία(26/02/1821), κατά την οποία ο Μητροπολίτης Βενιαμίν ευλογεί πρόχειρη σημαία με έμβλημα το Σταυρό και, κατά το βυζαντινό τυπικό, παραδίδει το ξίφος στον Αλέξανδρο Υψηλάντη. Κατόπιν διενεργείται έρανος για τη συλλογή 1 εκ. γροσιών. Παράλληλα εθελοντές απ’ όλη την Ευρώπη καταφθάνουν στη Μολδαβία για να καταταχθούν στο στρατιωτικό σώμα που δημιούργησε, οργανώνοντας το 1ο τμήμα του Με επιστολή του στον αυτοκράτορα Αλέξανδρο υπέβαλε την παραίτησή του από το ρωσικό στρατό και αναγγέλλοντας την Ελληνική Επανάσταση ζήτησε την αρωγή του. Αμέσως μετά επιδόθηκε στη δημιουργία στρατού και συγκρότησε τον Ιερό Λόχο. Πυροβολικού με 2 πυροβόλα υπό τις διαταγές του Γάλλου συνταγματάρχη Olivier Voutier. Συγκροτείται ο Ιερός Λόχος(500 σπουδαστές). Οι Έλληνες ναυτικοί κυριεύουν και εξοπλίζουν 15 πλοία(04/03), ενώ ο Υψηλάντης υψώνει(17/03) τη σημαία στο Βουκουρέστι, αντιμετωπίζοντας το στρατό 3 πασάδων στο Γαλάτσι, το Δραγατσάνι, τη Σλατίνα, το Σκουλένι και το Σέκο(Γεωργάκης Ολύμπιος και Ιωάννης Φαρμάκης). Ο στρατός του Υψηλάντη καταστράφηκε(07/06/1821) στη μάχη του Δραγατσανίου και υποχώρησε προς τα αυστριακά σύνορα. Οι λόγοι της αποτυχίας του: έλλειψη αξιόμαχων δυνάμεων, άρνηση του ηγέτη των Βλάχων Θεόδωρου Βλαδιμιρέσκου να τον συνδράμει οικονομικά και στρατιωτικά και αφορισμός του από τον Πατριάρχη Γρηγόριο Ε', κατόπιν πιέσεων της Υψηλής Πύλης για σφαγές των Χριστιανών σε αντίποινα. Ο Υψηλάντης παραδόθηκε στους Αυστριακούς, φυλακίστηκε και απελευθερώθηκε(24/11/1827). Μετά την απελευθέρωσή του(19/01/1828), η κλονισμένη υγεία του(μυοτονική δυστροφία(DM), μια κληρονομική διαταραχή πολλαπλών συστημάτων η οποία μειώνει τη ζωή) δεν του επέτρεψε έκτοτε να βοηθήσει το επαναστατημένο έθνος. Αποσύρθηκε στη Βιέννη, όπου πέθανε, σε συνθήκες ακραίας φτώχειας και μιζέριας(31/01/1828). Η τελευταία του επιθυμία ήταν η καρδιά του να απομακρυνθεί από το σώμα του και να σταλεί στην Ελλάδα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου