Ιωάννης Μεταξάς(1871-1941) ΜΕΡΟΣ 1ο
Ιωάννης(Μιχαήλ) Μεταξάς. Ανώτατος αξιωματικός του ελληνικού Στρατού, πρωθυπουργός και δικτάτορας(1936-41). Έλαβε μέρος στους Βαλκανικούς πολέμους. Εξορίστηκε(1917) στην Κορσική. Με την επιστροφή του ίδρυσε το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, το οποίο πολλές φορές να εισήλθε στη Βουλή συγκεντρώνοντας όμως χαμηλά ποσοστά. Κατόπιν διαφόρων συγκυριών, διορίστηκε(1936) Πρωθυπουργός της Ελλάδας, στη θέση του αποβιώσαντος Δεμερτζή και στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην επιβολή του δικτατορικού «καθεστώτος της 4ης Αυγούστου», κυβερνώντας έως το θάνατό του(1941). Έμεινε στην ιστορία για την αρνητική απάντηση που έδωσε στο ιταλικό φασιστικό τελεσίγραφο της 28ης Οκτωβρίου 1940 και για την ταχεία πολεμική προπαρασκευή της Ελλάδας ενόψει του ελληνοϊταλικού πολέμου και της γερμανικής εισβολής. Ως στρατιωτικός είχε διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στους Βαλκανικούς πολέμους και στον Εθνικό Διχασμό. Ήταν γιος του Παναγή Μεταξά και της Ελένης Τριγώνη από το Αγρίνιο. Γεννήθηκε στην Ιθάκη, όπου ο πατέρας του ήταν έπαρχος. Ήταν γόνος του οικονομικά ξεπεσμένου Κεφαλληνιακού κλάδου των Αντζουλακάτων της παλαιάς Βυζαντινής οικογένειας των Μεταξάδων. Η οικογένειά του διατηρούσε τον τίτλο του Κόμη. Είχε 2 αδέρφια, τον Κωνσταντίνο, ο οποίος σπούδασε νομικά, αλλά σχετικά νέος οδηγήθηκε στο ψυχιατρείο γι' αυτό και ο Ιωάννης του είχε ιδιαίτερη αδυναμία και τη Μαριάνθη. Τα παιδικά του χρόνια ήταν ευτυχισμένα παρ' ολες τις οικονομικές δυσκολίες της οικογενείας του. Η κατάσταση επιδεινώθηκε(1879), όταν ο πατέρας του έχασε την πολιτική θέση που κατείχε και αναγκάστηκε να μετακομίσει στην Κεφαλονιά. Εκεί ο Μεταξάς γράφτηκε στο γυμνάσιο της πόλης απ' όπου και αποφοίτησε με επιτυχία. Από τότε είχε φανεί η ιδιαίτερη κλίση του στα μαθηματικά. ΣΤΡΑΤΙΩΤΙΚΗ ΣΤΑΔΙΟΔΡΟΜΙΑ Σε ηλικία 14 ετών(24/09/1885), εισήλθε στη στρατιωτική Σχολή Ευελπίδων επιλέγοντας το Σώμα Μηχανικών. Η επιλογή του δεν ήταν τυχαία, αφού στο ίδιο σώμα υπηρετούσαν 2 συγγενείς του, ο Γεράσιμος και ο Νικόλαος Μεταξάς, μετέπειτα Υπουργός Στρατιωτικών. Εξήλθε από τη σχολή(1890) ως ανθυπολοχαγός του Μηχανικού. Μπήκε (Σεπτέμβριος 1892) στη σχολή Μηχανικών Στρατού και 2 χρόνια αργότερα βρέθηκε στην τοπική φρουρά του Ναυπλίου. Εκεί ζούσε με την οικογένεια του, αφού ο πατέρας του είχε μετατεθεί στο Ναύπλιο. Μετατέθηκε(1897) στο υπουργείο Στρατιωτικών, δίπλα στον θείο του, Υπουργό Νικόλαο Μεταξά. Ύστερα από πιέσεις του ίδιου μετατέθηκε στο επιτελείο του τότε Αντιστράτηγου, στη θέση του υπευθύνου των εμπιστευτικών αρχείων του επιτελείου. Εκεί είχε την ευκαιρία να γνωρίσει τον διάδοχο του θρόνου Κωνσταντίνο και να συνδεθεί φιλικά. Η συμμετοχή στον ελληνοτουρκικό πόλεμο(1897) του δίδαξε πολλά και τον βοήθησε να κερδίσει την εύνοια του Βασιλιά. Κέρδισε υποτροφία(1889) από τον Βασιλιά και έτσι συμπλήρωσε τις σπουδές του στη Γερμανία, στην Πολεμική Ακαδημία του Βερολίνου, από την οποία και αποφοίτησε(1902), με ιδιαίτερες διακρίσεις, δεχόμενος εμφανείς επιρροές από τον πρωσικό μιλιταρισμό. Επανερχόμενος στην Ελλάδα(1903) τοποθετήθηκε στο τότε νεοσύστατο κατά τα ξένα πρότυπα Γενικό Επιτελείο Στρατού συμβάλλοντας στην οργάνωση του στρατού. Εκεί συνεργάστηκε με τον Βίκτωρα Δούσμανη για τη σύνταξη των νέων στρατιωτικών κανονισμών, οι οποίοι ψηφίστηκαν στη Βουλή(1904), ύστερα από εισήγηση του Θεοτόκη. Προήχθη(1906) σε Λοχαγό πρώτης τάξεως. Ως μέλος του επιτελείου ανέπτυξε στενή φιλία με τον πρίγκιπα Ανδρέα, αδερφό του διαδόχου Κωνσταντίνου. Του ζητήθηκε(1907) να αναλάβει τη στρατιωτική εκπαίδευση του μετέπειτα Βασιλιά Γεωργίου Β'. Για τα επόμενα 2 χρόνια ο Ιωάννης Μεταξάς του δίδασκε στρατιωτική ιστορία και τακτική. Με την έκρηξη του στρατιωτικού κινήματος (1909), οι επαναστάτες μετέθεσαν το Μεταξά στη Λάρισα, αφού ήταν γνωστός για τις σχέσεις του με τη βασιλική οικογένεια. Χαρακτηριστικό της στενής του σχέσης είναι ότι η Βασίλισσα Σοφία τον αποκαλούσε Γιαννάκη. 19/10/1910, ο βασιλιάς διόρισε πρωθυπουργό τον Ελευθέριο Βενιζέλο. Την ίδια μέρα ο Μεταξάς-είχε ανακληθεί στην Αθήνα- έλαβε πρόσκληση να επισκεφθεί τον Βενιζέλο στο ξενοδοχείο του. Όταν τον συνάντησε, ο Βενιζέλος του πρόσφερε τη θέση του 1ου υπασπιστή του. Έτσι ο Μεταξάς έγινε ο ουσιαστικός σύνδεσμος μεταξύ πρωθυπουργού και Ανακτόρων. Αυτόν τον σκοπό εξυπηρετούσε ο διορισμός του ως υπασπιστή και στρατιωτικού συμβούλου του Βενιζέλου.
Λίγο πριν την έκρηξη του Α’ Βαλκανικού πολέμου(1912), ο Βενιζέλος έστειλε τον Μεταξά στη Σόφια για να διαπραγματευτεί τη στρατιωτική συνθήκη μεταξύ Ελλάδας και Βουλγαρίας. Η συνθήκη είχε υπογραφεί(05/10). Μετά την υπογραφή της αναχώρησε για το Βελιγράδι και έφτασε(17/10) στη Λάρισα, όπου είχε εγκατασταθεί το Γενικό Επιτελείο. Ο Ιωάννης Μεταξάς ήταν 4ος στην ιεραρχία του επιτελείου, αλλά μπορεί να θεωρηθεί ως ο εγκέφαλός του. Συμμετείχε σε όλες τις μάχες του Α’ Βαλκανικού πολέμου. Μαζί με τον Δουσμάνη διαπραγματεύτηκε την παράδοση της Θεσσαλονίκης από τον Ταξίν Χασάν Πασά. Το σχετικό πρωτόκολλο υπεγράφη(26/10/1912) δια του οποίου παραδόθηκε ο Τούρκος στρατηγός Ταξίν Χασάν Πασάς με όλο το σώμα στρατού που διοικούσε. Ο Μεταξάς μετέβη(Δεκέμβριος 1912) στο Λονδίνο ως στρατιωτικός σύμβουλος του τότε Πρωθυπουργού Ελευθερίου Βενιζέλου προς διαπραγμάτευση των όρων της σύναψης ειρήνης με την Τουρκία. Όμως ανακλήθηκε(16/01/1913) από την κυβέρνηση και στάλθηκε αμέσως στην Ήπειρο, όπου ο στρατός αντιμετώπιζε προβλήματα. Θεωρείται ο εμπνευστής και ο δημιουργός του σχεδίου κατάληψης του Μπιζανίου, που περιέλαβε τον μεγαλύτερο μέχρι τότε βομβαρδισμό της ιστορίας και ήταν αντιπρόσωπος των Ελλήνων στην παράδοση των Ιωαννίνων. Προήχθη(Απρίλιος 1913) στο βαθμό του ταγματάρχη λόγω αρχαιότητας και διορίστηκε διοικητής του επιτελείου. Από αυτή τη θέση πήρε μέρος στον Β’ Βαλκανικό πόλεμο. μετά δε το πέρας αυτών των πολέμων προήχθη σε αντισυνταγματάρχη και τοποθετήθηκε ως διευθυντής των Επιχειρήσεων του Γενικού Επιτελείου Στρατού και ως διευθυντής της Ανώτερης Στρατιωτικής Ακαδημίας. Παρασημοφορήθηκε(Οκτώβριος 1913) από τον Βασιλιά με το Χρυσόν Σταυρόν του Σωτήρος. Κατά τη διάρκεια της κρίσης με την Τουρκία(1914) για το ζήτημα των νήσων του Α. Αιγαίου, ο Μεταξάς συνέταξε και σχέδιο αιφνίδιας απόβασης και κατάληψης των Στενών των Δαρδανελλίων σε περίπτωση πολέμου.
ΕΘΝΙΚΟΣ ΔΙΧΑΣΜΟΣ(1915) Διαδραμάτισε σημαντικό ρόλο. Ο Ιωάννης Μεταξάς υποστήριζε τον Βασιλιά και την απόφασή του για ουδετερότητα. Αναγκαστικά λοιπόν ήρθε σε σύγκρουση με τον Βενιζέλο. Ύστερα από την απόταξη του Δούσμανη, προήχθη(Φεβρουάριος 1915) σε αναπληρωτή αρχηγό του Επιτελείου. Η απόφαση Βενιζέλου για ένταξη της Ελλάδας στον πόλεμο στο πλευρό των Συμμάχων εξόργισε τον Μεταξά. Αμέσως υπέβαλλε την παραίτησή του(Μάρτιος 1915) στον Βενιζέλο με το αιτιολογικό ότι δεν συμφωνούσε με τον επικείμενο πόλεμο και επομένως δεν μπορούσε να παραμείνει αρχηγός του Γενικού Επιτελείου. Ο Ελευθέριος Βενιζέλος διώχθηκε(06/10) από το αξίωμα του πρωθυπουργού, ενώ ο Μεταξάς ανακλήθηκε στο σώμα ως υπαρχηγός του Επιτελείου. Οι γερμανοβουλγαρικές δυνάμεις επιτέθηκαν(26/05/1916) εναντίον του οχυρού Ρούπελ στα ελληνοβουλγαρικά σύνορα. Ο Μεταξάς, ύστερα από πιέσεις του Βασιλιά, έδωσε εντολή να παραδοθεί το οχυρό χωρίς αντίσταση. Για τη στάση του αυτή επικρίθηκε πολλές φορές και χαρακτηρίστηκε από τους πολιτικούς του αντιπάλους ως «αρχιπροδότης». Ύστερα από τελεσίγραφο των Μ. Δυνάμεων, δημοσιεύτηκε(27/06) το διάταγμα της γενικής αποστράτευσης. Με την αποστράτευσή του ο Μεταξάς προήχθη σε συνταγματάρχη. Αμέσως μετά οι απόστρατοι οργανώθηκαν σε ομάδες εφέδρων και έγιναν γνωστοί ως «οι Επίστρατοι». Ανεπίσημος αρχηγός τους ήταν ο Ιωάννης Μεταξάς. Μεγάλο μέρος του στρατού προσχώρησε στους επίστρατους. Οι Αγγλογάλοι απαίτησαν από την κυβέρνηση των Αθηνών να τους παραδώσει μεγάλο μέρος του στόλου της και πολεμοφόδια. Ο Βασιλιάς Κωνσταντίνος αρνήθηκε. Τότε ο Γάλλος αντιναύαρχος Φουρνέ αποβίβασε 3000 στρατιώτες στο Φάληρο και στον Πειραιά για να προελάσουν στην Αθήνα. Το δρόμο όμως τους έφραξε ο στρατός των επιστράτων όπου και συγκρούσθηκε με τους Αγγλογάλλους κυρίως γύρω από την περιοχή του Φιλοπάππου. Οι Αγγλογάλλοι ηττήθηκαν και την επόμενη μέρα αποσύρθηκαν προς το Φάληρο, ενώ ο συμμαχικός στόλος άρχισε να βομβαρδίζει από το Φάληρο την Αθήνα. Κατόπιν αυτής της εξέλιξης το καθεστώς του Κωνσταντίνου άρχισε να καταδιώκει τους βενιζελικούς. Οι επίστρατοι ασκούσαν ουσιαστικά την εξουσία(1916-7). Η δράση τους όμως συνεχίστηκε μέχρι το 1920, οπότε επανήλθαν στην εξουσία οι Βασιλικοί. Ο Ιωάννης Μεταξάς ανακλήθηκε(07/01/1921) στο στρατό, προήχθη σε αντιστράτηγο και αποστρατεύθηκε αμέσως. ΕΞΟΡΙΑ Αμέσως μετά την εκθρόνιση του Βασιλιά, ο ύπατος αρμοστής των «προστάτιδων» Δυνάμεων έστειλε στον πρωθυπουργό Αλέξανδρο Ζαΐμη κατάλογο με τους ανεπιθύμητους Βασιλικούς, οι οποίοι έπρεπε άμεσα να εξοριστούν. Ο κατάλογος περιείχε μεγάλες προσωπικότητες και τον συνταγματάρχη Ιωάννη Μεταξά. Επιβιβάστηκε(20/06/1917) στο ελληνικό ατμόπλοιο «Βασιλεύς Κωνσταντίνος» με προορισμό την Κορσική. Στο ίδιο πλοίο επέβαιναν οι Δημήτριος Γούναρης, Γεώργιος Πεσμαζόγλου, Κωνσταντίνος Έσσλιν κ.ά. ύστερα από ταξίδι εννιά ημερών έφτασε(29/06) στο Αιάκειο. Ο Μεταξάς είχε πάρει μαζί του την οικογένεια του, τη σύζυγό του και τις 2 τους κόρες. Κατέλυσαν στο Grand Hotel μαζί με άλλους σημαντικούς εξόριστους. Στην Κορσική ο Μεταξάς μάθαινε γαλλικά, ενώ μάθαινε στις κόρες του ελληνικά με ένα αλφαβητάριο που είχε συντάξει ο ίδιος. Τα νέα περί ανακωχής των Κεντρικών Δυνάμεων ανησύχησαν τους εξόριστους. Λίγο αργότερα έφτασε η είδηση ότι οι Φιλελεύθεροι είχαν ζητήσει τους Βασιλικούς πίσω για να τους δικάσουν. Αυτή η είδηση επηρέασε σε μεγάλο βαθμό τον Μεταξά και τον ανάγκασε να σκεφτεί για 1η φορά την περίπτωση της απόδρασης. Στους επόμενους μήνες ο Μεταξάς ήρθε σε επαφή με ληστές, μασόνους και πολιτικούς προκειμένου για να βρει τρόπο διαφυγής. Αποφασίστηκε να κλέψουν το αυτοκίνητο του νομάρχη γιατί ήταν το μοναδικό το οποίο μπορούσε να κυκλοφορεί το βράδυ. Στο σχέδιο συμμετείχαν ο Δημήτριος Γούναρης και ο Γεώργιος Πεσμαζόγλου. Ο Ιωάννης Σαγιάς αρνήθηκε να συμμετάσχει. Οι 3 εξόριστοι έφυγαν(06/12/1918) κρυφά από το ξενοδοχείο, αφού διένυσαν μεγάλη απόσταση και επιβιβάστηκαν σε ένα καΐκι με προορισμό τη Σαρδηνία. Μετά την αποβίβασή τους και ύστερα από πολύωρη πεζοπορία κατέλυσαν σε ξενοδοχείο ύστερα από παράκληση των Γούναρη και Πεσμαζόγλου. Τελικά, στις 20:00 οι τοπικές αστυνομικές αρχές κατέφθασαν στο ξενοδοχείο και συνέλαβαν τους φυγάδες. Η ιταλική όμως κυβέρνηση αρνήθηκε την έκδοσή τους στη Γαλλία. Την ίδια ώρα ο Βενιζέλος βρισκόταν στη Ρώμη για να συναντήσει τον πρωθυπουργό σχετικά με τις εδαφικές απαιτήσεις της Ελλάδας, οπότε συζητήθηκε και το θέμα των φυγάδων. Παρ' όλες τις πιέσεις του ο Ιταλός πρωθυπουργός αρνήθηκε να εκδώσει τους φυγάδες στην Ελλάδα. Πρόθεση της ιταλικής κυβέρνησης ήταν να τους χρησιμοποιήσει ως μέσο εκβιασμού σχετικά με το θέμα των Δωδεκανήσων. Μεταφέρθηκαν(21/12) στην πρωτεύουσα της Σαρδηνίας, το Κάλιαρι. Εκεί παρέμειναν υπό αστυνομική παρακολούθηση. Ο Μεταξάς όντας μασόνος ζήτησε τη βοήθεια της ιταλικής μασονικής στοάς σχετικά με την ασφαλή επιστροφή τους στην πατρίδα και έλαβε ικανοποιητικές εγγυήσεις. Ύστερα από πιέσεις τον μασόνων στον υπουργό των εξωτερικών Tittoni, η ιταλική κυβέρνηση επέτρεψε στους φυγάδες να εγκατασταθούν σε μια από τις παρακάτω πόλεις: Περούτζια, Σιένα ή Λούκκα. Τελικά ο Μεταξάς με την οικογένεια του, η οποία είχε φύγει από τη Γαλλία, εγκαταστάθηκε στη Σιένα. Εκεί παρέμεινε για έναν περίπου χρόνο. Ξεκίνησε(07/11) η δίκη του πρώην γενικού επιτελείου. Ο Μεταξάς και ο Βίκτωρ Δούσμανης κατηγορήθηκαν για εσχάτη προδοσία. Αποτέλεσμα: να καταδικαστεί (14/02/1920) με απόφαση του ειδικού στρατοδικείου σε θάνατο. Οι 3 εξόριστοι έπαψαν(Μάιος 1920) να θεωρούνται κρατούμενοι των συμμάχων. Ο Μεταξάς με την οικογένειά του μετακόμισαν(27/09) στη Φλωρεντία. Κατά τη διάρκεια της διαμονής του στην Ιταλία είχε τακτική αλληλογραφία με τη βασιλική οικογένεια και ιδιαίτερα με τη βασίλισσα Σοφία και τον πρίγκιπα Ανδρέα. ΠΟΛΙΤΙΚΗ ΚΑΡΙΕΡΑ Ύστερα από την επιστροφή των βασιλικών στην εξουσία, ο Μεταξάς αποφάσισε να κάνει ένα σύντομο ταξίδι για να επισκεφθεί μερικούς φίλους. Στην Αθήνα συναντήθηκε με τον Υπουργό Στρατιωτικών Γούναρη, τον πρωθυπουργό Ράλλη, τον πρ. πρωθυπουργό Σκουλούδη, τον φίλο του Ξενοφώντα Στρατηγό, τον πρ. πρωθυπουργό Στέφανο Δραγούμη. Επισκέφθηκε και τον τάφο του δολοφονημένου πολιτικού Ίωνα Δραγούμη. Ύστερα αναχώρησε από την Αθήνα για την Κεφαλονιά με σκοπό να επισκεφθεί τα πάτρια εδάφη. Στο λιμάνι της Σάμης έτυχε μεγάλης υποδοχής από τους κατοίκους του νησιού και τους επίστρατους. Επισκέφθηκε (30/11/1920) το Αργοστόλι, όπου η πόλη είχε ετοιμάσει ενθουσιώδη υποδοχή. Τις επόμενες μέρες πραγματοποίησε επισκέψεις στα γύρω χωριά και την Ιθάκη. Πριν αναχωρήσει από την Κεφαλονιά ίδρυσε τον «Πολιτικό Λαϊκό Σύλλογο» που σκοπό είχε την επίβλεψη των βουλευτών του νησιού. Τις επόμενες μέρες η οικογένεια Μεταξά έφυγε από την πόλη των Μεδίκων και εγκαταστάθηκε στο Φάληρο. Ο Υπουργός Οικονομικών Πρωτοπαπαδάκης κάλεσε(25/03/1921) τον Μεταξά σπίτι του. Στη συνάντηση παρευρισκόταν ο Υπουργός Στρατιωτικών Νικόλαος Θεοτόκης, ο πρωθυπουργός Γούναρης και ο συνταγματάρχης και συμφοιτητής του Μεταξά, Αθανάσιος Εξαδάκτυλος. Στην αρχή, αφού συζήτησαν τα περί Μικρασιατικής εκστρατείας, του πρότειναν τη θέση του στρατιωτικού συμβούλου του Αντιστράτηγου. Μετά την άρνηση του Μεταξά, ο Πρωτοπαπαδάκης δε δίστασε να του προσφέρει την ίδια την θέση του Αντιστράτηγου της Μ. Ασίας. Παρόλα αυτά ο Μεταξάς αρνήθηκε λέγοντας ότι οποιαδήποτε επιχείρηση εναντίον της Τουρκίας ήταν καταδικασμένη σε ήττα. Είχε καταθέσει υπόμνημα(1914) στο Γενικό Επιτελείο, όπου προεξοφλούσε την ήττα του ελληνικού στρατού σε περίπτωση επέμβασης στη Μ. Ασία. Ακολούθησε και 2η συνάντηση(29/03) χωρίς αποτέλεσμα. Τελικά, η μικρασιατική εκστρατεία κατέληξε στην ολική καταστροφή του Ελληνισμού στην Μ. Ασία. Ο Βασιλιάς τον κάλεσε(15/09/1922) στα ανάκτορα στο Τατόι. Ο Κωνσταντίνος ζήτησε από τον Μεταξά να συντάξει την επιστολή παραίτησής του προς τον ελληνικό λαό. Η κατάσταση ήταν και για τον ίδιο ανησυχητική, γιατί δεχόταν συνεχώς απειλές για τη ζωή του. Ίδρυσε(12/10/1922) το κόμμα των Ελευθεροφρόνων, ως 3η λύση μεταξύ Βενιζελικών και Αντι-Βενιζελικών. Το κόμμα δε βρήκε την ανταπόκριση που προσδοκούσε, με αποτέλεσμα να απογοητευτεί και να συμμετάσχει στο φιλομοναρχικό Κίνημα Λεοναρδόπουλου-Γαργαλίδη των Λεοναρδόπουλου και Γαργαλίδη. Ξέσπασε(μεσάνυχτα 21/10/1923) η επανάσταση εναντίον της τότε στρατιωτικής κυβέρνησης. Το κίνημα των στρατιωτικών καθοδηγούσε παρασκηνιακά ο Ιωάννης Μεταξάς, ο οποίος φοβόταν ότι οι επικείμενες εκλογές θα οδηγούσαν σε αβασίλευτο καθεστώς. Στην αρχή φάνηκε ότι υπερείχαν, αφού είχαν καταληφθεί όλες οι πόλεις εκτός από την Αθήνα, αλλά ύστερα από συντονισμένες προσπάθειες των Κονδύλη και Πάγκαλου κατάφεραν να τους περιορίσουν στην Κόρινθο. Τελικά η επανάσταση έληξε άδοξα(28/10). Ο Μεταξάς κατάφερε να δραπετεύσει αμέσως μετά από την καταστολή του κινήματος με νορβηγικό πλοίο από την Πάτρα για την Ιταλία.
Επέστρεψε(1924) στην Ελλάδα και αποδέχθηκε την νέα πολιτική σκηνή. Η κατάσταση που συνάντησε ήταν πραγματικά δραματική, αφού το κόμμα του είχε διαλυθεί και λεηλατηθεί από τους Βενιζελικούς. «Κατεστράφη το κόμμα μου» γράφει χαρακτηριστικά ο Μεταξάς στο ημερολόγιό του. Ο Μεταξάς και ο Τσαλδάρης εκπροσώπησαν τον Βασιλικό κόσμο(δημοψήφισμα 1924, αβασίλευτη Δημοκρατία). Προκειμένου να ανασυγκροτήσει το πολιτικό του κόμμα, ξεκινάει περιοδείες σε όλες τις μεγάλες πόλεις Μακεδονίας και Θράκης. Με τη δικτατορία Πάγκαλου φυλακίζεται και εκτοπίζεται. Επιστρέφει όμως στις εκλογές(11/11/ 1926), όπου συγκεντρώνει 151.044 ψήφους και καταλαμβάνει 51 έδρες από τις 286. Διορίζεται(04/12) Υπουργός Συγκοινωνίας στην κυβέρνηση Ζαΐμη. Πολλά μέλη του κόμματος αποχωρούν(Φεβρουάριος 1928) με αποτέλεσμα να χάσει την εκλογική του δύναμη. Οι Ελευθερόφρονες θα αποσπάσουν(γερουσιαστικές εκλογές 1929) μόνο 22.518 ψήφους και θα αναδείξουν 2 γερουσιαστές. Το ίδιο θα συμβεί και στις βουλευτικές εκλογές(1932), όπου το κόμμα των Ελευθεροφρόνων θα συγκεντρώσει 18.591 ψήφους και θα καταλάβει 3 έδρες. Παρόλα αυτά θα καταφέρει να συμμετάσχει στην κυβέρνηση Τσαλδάρη, αναλαμβάνοντας τη θέση του Υπουργού Εσωτερικών. Το κόμμα του αναδεικνύει(1935) 7 βουλευτές, με 152.285 ψήφους, ενώ κατέλαβε(1936) πάλι 7 έδρες, με 50.137 ψήφους. Η απελπισία του ήταν έκδηλη.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου