ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(ΣΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΟΘΗ Η ΑΦΟΡΜΗ, 03/04/1897) ΜΕΡΟΣ 1ο
Ο Ελληνοτουρκικός Πόλεμος, Πόλεμος των 30 Ημερών ή Μαύρο ’97, ήταν ο πολέμος που κήρυξε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στο Βασίλειο της Ελλάδας(1897), ως απόρροια του Κρητικού Ζητήματος. Η 1η αρνήθηκε το δίκαιο αίτημα για δημοψήφισμα στην Μεγαλόνησο, για να δώσει ο ίδιος ο κρητικός λαός τέλος στο πρόβλημα. Το παράδοξο: ΠΟΤΕ δεν δόθηκε στην Ελλάδα διαταγή επίθεσης. Η τότε ελληνική κυβέρνηση τον χαρακτήρισε «ακήρυχτο» και η αντιπολίτευση «οθωμανική εισβολή». Κατέληξε σε ήττα της Ελλάδας, αλλά και Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο, κατόπιν γερμανικής απαίτησης(η ιστορία επαναλαμβάνεται). Η σημασία του ήταν τεράστια, για το Κρητικό Ζήτημα. Η Ελλάδα δικαιώθηκε, η τιμή της διασώθηκε, παραμένοντας ανυποχώρητη στην απόφασή της, παρόλη την πτώχευση (19/12/1893) από τον Χαρίλαο Τρικούπη, παρά τις απειλές των Μ. Δυνάμεων για ναυτικούς αποκλεισμούς. Η χώρα, έτσι, προχώρησε στον θρίαμβο των Βαλκανικών Πολέμων(1912-3). Παρά την διακοίνωση των Δυνάμεων, ότι όποιος νικήσει, δεν θα έχει ΚΑΝΕΝΑ εδαφικό όφελος, ο πόλεμος άρχισε(06-18/04/1897). Έληξε, με παρέμβαση των Μ. Δυνάμεων(07-19/05/1897, με «ανακωχή», αφού οι Τούρκοι είχαν καταλάβει την Θεσσαλία. Υπεγράφη ειρήνη(06-18/09), με προσωρινή συνθήκη, μετά από 5μηνες διαπραγματεύσεις Δυνάμεων και Υψηλής Πύλης. Η τελική συνθήκη(22/11-04/12/1897), ακολουθήθηκε από εκκένωση της Θεσσαλίας από τους Τούρκους και αυτονόμηση(10 μήνες μετά) της Κρήτης με Ύπατο Αρμοστή τον Πρίγκιπα Γεώργιο(Ελλάδας και Δανίας). Ο πόλεμος ήταν η 1η πολεμική εμπλοκή της Ελλάδας, που δοκίμασε σ’ αυτόν ο πολεμικός μηχανισμός και το πολεμικό δυναμικό, 67 χρόνια μετά την Ανεξαρτησία. ΑΙΤΙΑ-ΑΦΟΡΜΕΣ Η Οθωμανική Αυτοκρατορία, είχε αναγνωρίσει(Συνθήκη Βερολίνου, 1878) την υποχρέωσή της να εφαρμόσει στην Κρήτη τον οργανικό μηχανισμό(1868), με τις μεταρρυθμίσεις της Σύμβασης της Χαλέπας(1878). Όμως, οι γενικοί διοικητές της Κρήτης, επιλογές του Σουλτάνου, παραβίαζαν την συμφωνία, ή αυτοβούλως ή κατόπιν πιέσεων των Οθωμανών του νησιού. Έτσι, προέκυψε μια σειρά επαναστάσεων(1885, 1888 και 1889). Διοικητής(Βαλής) της Κρήτης, διορίστηκε ο πρ. Ηγεμόνας της Σάμου, Καραθεοδωρής Πασάς(1894). Επέδειξε ζήλο για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων της Χαλέπας, αλλά οι Τούρκοι της Κρήτης αντέδρασαν. Ακολούθησαν τις αντιδράσεις Ελλήνων και Τούρκων και νέα Επανάσταση(1895-8) και ο Βαλής παραιτήθηκε (Δεκέμβριος 1895). Τον Ιούλιο η Ελλάδα, διαπραγματευόταν με τους Ευρωπαίους κατόχους ελληνικών ομολόγων και ήταν σε αδιέξοδο. Ο Γερμανός πρέσβης στην Αθήνα, ειδοποίησε την ελληνική κυβέρνηση(28/07/1894), ότι η μη ικανοποίηση των κατόχων, ίσως σημάνει διακοπή των διπλωματικών σχέσεων Γερμανίας-Ελλάδας. Αυτό εξηγεί την μετέπειτα ανθελληνική στάση του κάιζερ Γουλιέλμου Β’ στον πόλεμο(ίδιοι οι Γερμανοί διαχρονικά). Τούρκικες δυνάμεις αποβιβάστηκαν(Δεκέμβριος 1895) στην Κρήτη και Έλληνες εθελοντές, επίσης, για να ενισχύσουν τους Κρητικούς, ειδικά μετά την πολιορκία του Βάμου και την σφαγή των χριστιανών των Χανίων(αντίποινα, Μάιος 1896). Την ίδια εποχή, πολεμικά πλοία των Δυνάμεων, έφθασαν στην Μεγαλόνησο, χειροτερεύοντας την κατάσταση. Τελικά ο Σουλτάνος Αμπντούλ Χαμίτ, παραχώρησε εγγυήσεις για την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων. Η ηρεμία αποκαταστάθηκε προσωρινά. Οι Τούρκοι της Κρήτης δεν ήταν ικανοποιημένοι, γιατί, ουσιαστικά, η διοίκησή της παραδιδόταν στους Έλληνες. Αυτό προκάλεσε ένταση, μεταξύ των Ελλήνων και των Τούρκων της Κρήτης(Ιανουάριος 1897). Καταστροφές και φονικά ανάμεσά τους ήταν πια ρουτίνα. Οι Τούρκοι βοηθιόνταν και από Τούρκους στρατιώτες. Έκαψαν την ελληνική συνοικία των Χανίων και οι Έλληνες αυτών κατέφυγαν στα πολεμικά πλοία των Δυνάμεων. Οι Έλληνες, τότε, κήρυξαν νέα Επανάσταση, για την Ένωση πια της Κρήτης με την Ελλάδα, ενώ ξένα στρατεύματα αποβιβάζονταν στην Μεγαλόνησο. Κυβέρνηση στην Ελλάδα ήταν αυτή του Θεόδωρου Δηλιγιάννη, μετά από αυτή του Νικόλαου Δεληγιάννη(31/05/1895). Ο Δηλιγιάννης και οι υπουργοί Σκουζές (εξωτερικών), Ν. Μεταξάς(Στρατιωτικών), δέχονταν τους μύδρους και την δημαγωγία της Αντιπολίτευσης Δ. Ράλλη, για το Κρητικό Ζήτημα. Ο Ράλλης απειλούσε και με επανάσταση, ακόμα και με κίνδυνο εμφυλίου(Βουλή 21/01/1897). Ο όχλος της Αθήνας κατηγορούσε κυβέρνηση και Παλάτι. Ανεύθυνοι εθνοσωτήρες έσπειραν σύγχυση και φήμες ότι κυβέρνηση και βασιλιάς είναι υποτελείς στην Βρετανία, αφού η Ελλάδα δεν ήθελε να συμπράξει στον Κρητικό Αγώνα. Η Εθνική Εταιρεία(1894-), με οπαδούς παντού, επηρέαζε πια τα δρώμενα. Ακόμα και τον στρατό. Αξίωνε πόλεμο με την Οθωμανική Αυτοκρατορία. Βασιλιάς και κυβέρνηση, υπό τον φόβο εμφυλίου, δεν συγκρούστηκαν μαζί τους, γιατί δεν ήξεραν πόσο είχαν διαβρώσει τον κρατικό μηχανισμό. Ο λαός έπρεπε να είναι ενωμένος. Όμως, 3 μέρες μετά την δήλωση Ράλλη, μόλις έφθασαν οι ειδήσεις για την σφαγή των Χανίων(1897), αποφασίστηκε σε συμβούλιο, βάση του δικαίου της άμυνας και προστασίας, αποστολή μοίρας ελληνικών πολεμικών πλοίων στην Κρήτη, υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο για την παρεμπόδιση της περαιτέρω τουρκικής απόβασης σ’ αυτή. Τα πρώτα έφθασαν 25/01, 27 το θωρηκτό ΥΔΡΑ, με διοικητή τον Αριστείδη Ράινεκ(γιος Γερμανού φιλέλληνα Φρειδερίκου φον Ράινεκ), ακολουθούμενο από τα ΜΥΚΑΛΗ και ΠΗΝΕΙΟΣ. Στις 29/01, έφθασε το τορπιλοβόλο ΙΩΝΙΑ με τον Πρίγκιπα και μεταγωγικά. Η Ελλάδα, προσπάθησε έτσι να δημιουργήσει τετελεσμένο γεγονός για επίτευξη της Ένωσης. Οι σκοποί της, φανερώθηκαν με την διακοίνωσή της στους διπλωμάτες της, μετά από τις εξηγήσεις που ζήτησαν οι Δυνάμεις. Αυτά δεν κατεύνασαν τον όχλο και τους δημαγωγούς της Αντιπολίτευσης. Η τελευταία κατηγορούσε την κυβέρνηση, επειδή δεν βομβάρδισε τις τουρκικές συνοικίες της Κρήτης. Πίεζε για αποστολή στρατού. Στην οποία υπέκυψε ο Πρωθυπουργός και ζήτησε επίσημα από τον βασιλιά Γεώργιο Α’ αποστολή εκστρατευτικού σώματος, παρόλο αυτό σήμαινε πόλεμο. Ο βασιλιάς αντιστάθηκε στο αίτημα, αποκαλώντας την επιχείρηση, χωρίς καμιά διεθνή κάλυψη, «ληστοπραξία». Ο Πρωθυπουργός, φοβούμενος την ματαίωση της αποστολής και λαϊκή εξέγερση, επέμεινε και αποφασίστηκε, έτσι, αποστολή. Η οποία, είχε σκοπό την κατοχή της Κρήτης, δημιουργώντας το τετελεσμένο για την Ένωση, για να προλάβει την σχεδιαζόμενη διεθνή κατοχή και αυτονόμηση του νησιού. Η αποστολή εστάλη με το ΑΛΦΕΙΟΣ(01/02) και το επίτακτο ΙΩΝΙΑ και 2 άλλα πλοία, Δ των Χανίων, στο Κολυμπάρι. Άρχισε επίθεση(07/02) κατά του πύργου των Βουκολιών και νίκησε(08/02) 4.000 Τουρκοκρητικούς και τουρκικό στρατό(Μάχη Λειβαδιών). Οι ναύαρχοι των Δυνάμεων, ενοχλήθηκαν και απαγόρευσαν κάθε άλλη κίνηση της ελληνικής αποστολής. Όμως εκείνη την μέρα απέπλεε το τορπιλοβόλο με τον Πρίγκιπα Γεώργιο και αποβατικό σώμα 1.200 ανδρών, με τις ενθουσιώδεις επευφημίες του πλήθους, από τον Πειραιά. Ο γαλλικός, βρετανικός, ρωσικός, αυστριακός και ιταλικός στόλος είχαν καταπλεύσει στην Κρήτη. Αποβίβασαν αγήματα στα Χανιά, 50-100 ανδρών ανά εθνικότητα, υπό Ιταλό Πλοίαρχο διοικητή αποβατικών δυνάμεων, θέτοντας την Κρήτη, με την συγκατάθεση της Τουρκίας, υπό την προστασία τους, απαγορεύοντας κάθε περαιτέρω τουρκική απόβαση. Μετά, οι σημαίες των Δυνάμεων υψώθηκαν παράπλευρα της τουρκικής στο φρούριο των Χανίων. Έτσι όταν έφθασε η ελληνική αποστολή, αναγκάστηκε ν’ αποβιβασθεί στο Κολυμπάρι(24 km Δ των Χανίων). Ο αρχηγός της αποστολής συνταγματάρχης Βάσσος (02/02) από εκεί, εξέδωσε, εν ονόματι του Βασιλιά, προκήρυξη προς τους Κρητικούς. Ανήγγειλε την κατάληψη του νησιού. Ενώ αποφασίστηκε για τις 03/02, κατάληψη των Χανίων, τον συνάντησε ένστολος αξιωματικός της διεθνούς δύναμης και του επέδωσε εντολή του τοποτηρητή της Κρήτης, ότι το νησί ήταν υπό την προστασία των Δυνάμεων και να μην κάνει η αποστολή καμιά ενέργεια. Παρά αυτό, ακολούθησαν οι Μάχες Βουκολιών και Λειβαδιών, μετά τις οποίες η ελληνική δύναμη ανακλήθηκε(Μάρτιος) και ενσωματώθηκε στην δύναμη της Θεσσαλίας. Οι Δυνάμεις επέδωσαν στην Ελλάδα(18/02-02/03/1897) διακοίνωση, με την οποία έκαναν γνωστή την απόφασή τους να καταστήσουν την Κρήτη αυτόνομη, υπό την υψηλή επικυριαρχία του Σουλτάνου. Απέκλεισαν την Ένωσή της με την Ελλάδα. Έδιναν προθεσμία 6 ημερών, ώστε η Ελλάδα να ανακαλέσει την ελληνική δύναμη, για να καθοριστούν οι προϋποθέσεις της αυτονομίας. Οι τουρκικές δυνάμεις θα περιορίζονταν στα φρούρια. Η Τουρκία, σε αντίθεση με την Ελλάδα, συμφώνησε. Η ελληνική κυβέρνηση, υπό την πίεση Αντιπολίτευσης και Εθνικής Εταιρείας (κατηγορίες για εσχάτη προδοσία, αν αυτονομούνταν η Κρήτη, και διαδηλώσεις στην Αθήνα), αντέκρουσε την διακοίνωση, ζητώντας δημοψήφισμα των Κρητικών, για να αποφασίσουν μόνοι τους τι θέλουν. Οι Δυνάμεις δεν συναινούσαν με την ελληνική θεώρηση της αυτονομίας. Βρετανία και Ιταλία, ήταν πιο θετικές στην αυτονομία υπό τον Πρίγκιπα Γεώργιο της Ελλάδας. Αλλά, η Γερμανία-ήθελε την ανατροπή του Έλληνα μονάρχη, ως αγγλόφιλου και αντικατάστασή του από τον γερμανόφιλο Διάδοχο Κων/νο- δεν άφηνε περιθώρια συμβιβασμού. Μαζί της ήταν Ρωσία και Αυστρία. Μετά την άρνηση της Ελλάδας να συμμορφωθεί με την απόφαση των Δυνάμεων, η χώρα ήταν χωρίς διεθνή υποστήριξη και, λόγω αυτών, αδυνατούσε να συνεννοηθεί με την Τουρκία. Τα πράγματα οδηγούνταν σε πόλεμο. Αλλά και ο Σουλτάνος, ήταν δέσμιος πολεμοχαρών υπουργών και στρατιωτικών. Έτσι, αποφάσισε πόλεμο κατά της Ελλάδας, που του δόθηκε με την εισβολή ατάκτων στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία. Ο ελληνικός στρατός, δεν ήταν ετοιμοπόλεμος, λόγω και της άθλιας οικονομικής κατάστασης της χώρας(πολιτική Τρικούπη-Δηλιγιάννη). Το πεζικό ήταν ανίκανο. Και το ιππικό. Κάπως καλύτερα τα πράγματα στο πυροβολικό και το μηχανικό(θεωρητική μόρφωση, όχι όμως πρακτική εκπαίδευση). Ο οπλισμός υστερούσε σε σύγχρονα μέσα. Ο Γεώργιος Α’ γνώριζε την κατάσταση καλύτερα από όλους. Επιστρέφοντας από την Ευρώπη(καλοκαίρι 1896), δημοσίευσε σε ΦΕΚ επιστολή-εντολή προς τον Πρωθυπουργό Δηλιγιάννη(22/11/1896), για πρόσκληση εφεδρειών, για να υπάρχει στρατός 10-12.000 ανδρών, δημιουργία στρατοπέδου και εκτέλεση γυμνασίων. Η επιστολή αποδεικνύει την ανικανότητα των κυβερνήσεων και εξωτερικούς διπλωματικούς στόχους. Η Ελλάδα υπερείχε στο ναυτικό, ενώ οι Τούρκοι στην ξηρά. Ο τουρκικός στόλος δεν συμμετείχε στον πόλεμο. Όμως ο στρατός της ήταν καλύτερα εκπαιδευμένος, από Γερμανούς αξιωματικούς και περισσότερος(βλ. Baron von der Goltz, που το παραδέχθηκε μετά τον Ρωσοτουρκικό Πόλεμο(1877-8). Αν δεν έκανε στρατηγικά λάθη στην Μάχη των Φαρσάλων, θα είχε εκμηδενίσει τον ελληνικό στρατό. Μετά την άρνηση της Ελλάδας στην συμμαχική Διακοίνωση της Κρήτης, κηρύχθηκε γενική επιστράτευση(την ίδια μέρα της επίδοσης-άρνησης, 18/02, αλλά, ανεπίσημα, 3 μέρες πριν), ατελής. Και η Τουρκία είχε κάνει επιστράτευση νωρίτερα, πολύ πιο πρόχειρα όμως. Η κακή οικονομική κατάσταση και του αντιπάλου, επαύξανε την τουρκική αταξία. Τα ελληνοτουρκικά σύνορα(1897) ήταν, στην Θεσσαλία, στις ΝΑ προσβάσεις του Ολύμπου και τις Ν των Χασίων, σχηματίζοντας ένα Υ μεταξύ των χωριών Γκρίζανος και Ζάρκος(Επιτροπή Καθορισμού Ελληνοτουρκικών Συνόρων (Θεσσαλίας-Ηπείρου), σχέδιο Βρετανού ταγματάρχη John Artang-υπεγράφη στις 20/06/1882 και ολοκληρώθηκε στις 05/11/1882-. Βλ. εδώ διαμόρφωση ελληνικών συνόρων(1830-1947)). Ο Πηνειός, ήταν για τον Τούρκο διοικητή προγεφύρωμα για την εκδίωξη των Ελλήνων. Η ελληνική διοίκηση, πιστή στα γαλλικά πρότυπα, εμπιστεύθηκε την οργάνωση της άμυνας στον Γάλλο Στρατηγό Vosseur(αρχηγός γαλλικής αποστολής στα υπερκείμενα του Πηνειού περάσματα Μελούνας(Β Τύρναβου) και Ρεβένι(Ν Τύρναβου), αμφότερα Δ της Λάρισας). Ο ελληνικός στρατός αποτέλεσε 3 μεραρχίες. Η 1η, με διοικητή τον Μακρή, με στρατηγείο την Λάρισα, η 2η, με διοικητή τον Συνταγματάρχη Γεώργιο Μαυρομιχάλη με στρατηγείο τα Τρίκαλα και η 3η, υπό τον Συνταγματάρχη τον Θρασύβουλο Μάνο στην περιοχή Άρτας. Αρχηγός του στρατού Θεσσαλίας ορίστηκε(Διάταγμα στην Εφημερίδα της Κυβερνήσεως(12-25/03)) ο Διάδοχος Κων/νος, που έφθασε και ανέλαβε(17-29/03), από τον Υποστράτηγο Νικόλαο Μακρή και με αρχηγό του επιτελείου τον Συνταγματάρχη πυροβολικού Κων/νο Σαπουτζάκη και υπασπιστή τον Λοχαγό Χατζηπέτρο. Ο Διάδοχος, ήταν ο μόνος Έλληνας αξιωματικός με βαθμό Στρατηγού. Η δύναμη της Ηπείρου ήταν όπως η προαναφερόμενη, ενώ της Θεσσαλίας διπλάσια(2 μεραρχίες). Η δύναμη του στρατού Θεσσαλίας: 38.000 άνδρες, 500 ιππείς και 96 πυροβόλα. Και της Άρτας: 16.000 άνδρες και 40 πυροβόλα. Ο τακτικός τούρκικος στρατός εκστρατείας: 8 μεραρχίες πεζικού και μια ιππικού(3πλάσιες των ελληνικών). 2 από τις πεζικού διατέθηκαν στην Ήπειρο και οι 6 κύριες και η μεραρχία ιππικού στα θεσσαλικά σύνορα. Η τούρκικη μεραρχία ιππικού: 16 ίλες και 3 έφιππες πυροβολαρχίες.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου