Τετάρτη 4 Απριλίου 2012

ΕΛΛΗΝΟΤΟΥΡΚΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(ΣΑ ΣΗΜΕΡΑ ΕΔΟΘΗ Η ΑΦΟΡΜΗ, 03/04/1897) ΜΕΡΟΣ 2ο

Εκτός από αυτή την δύναμη, ο τούρκικος στρατός Θεσσαλίας διέθετε και γενική εφεδρεία: 10 τάγματα πεζικού, 9 πεδινές πυροβολαρχίες και 3 λόχους μηχανικού. Έτσι, η συνολική τουρκική δύναμη Θεσσαλίας ήταν 92.500 άνδρες πεζικό, 1.300 ιππείς και 186 πυροβόλα και της Ηπείρου 29.000 άνδρες με 24 πυροβόλα. Μαζί με αυτούς, ήταν και γερμανική στρατιωτική αποστολή υπό τον Γερμανό Στρατηγό von der Goltz. Αρχηγός του τούρκικου στρατού ήταν ο Ετέμ Πασάς, με σύμβουλο τον Γερμανό von Grumbkow. Στην Θεσσαλία ήταν 6 τούρκικες μεραρχίες, με 58.000 πεζούς, 1.500 ιππείς και 156 πυροβόλα υπό τον Ετέμ Πασά, με αρχηγείο την Ελασσόνα. Μια 7η ήρθε μετά. Οι Έλληνες ήταν 45.000 πεζοί, 800 ιππείς και 96 πυροβόλα, υπό τον Διάδοχο Κων/νο, με αρχηγείο την Λάρισα. Ο ελληνικός στόλος κυριαρχούσε, καθώς μεγαλύτερος του τουρκικού. Μια μέρα πριν φθάσει ο Διάδοχος στο στρατηγείο, περ. 2.000 άτακτοι της Εθνικής Εταιρείας πέρασαν τα σύνορα, προσπαθώντας να ξεσηκώσουν την Μακεδονία(οι πρώτες αψιμαχίες). Το τουρκικό-γερμανικό- σχέδιο: να περάσει από την ελληνική αριστερή πλευρά και, το ταχύτερο δυνατόν, να κυκλώσει τους Έλληνες ή να φθάσει στον Πηνειό και, με προγεφύρωμα αυτόν, να απωθήσει τους Έλληνες στην Στερεά. Στην πράξη, συνάντησε σθεναρή πλευρική αντίσταση, ενώ το κέντρο του προχώρησε. Έτσι, το σχέδιο συνεχώς άλλαζε, με συνέπεια συνεχείς μετακινήσεις των τούρκικων σχηματισμών. Το ελληνικό σχέδιο-σκέψη Vosseur και επεξεργασία και έγκριση Μακρή-: αμυντικό κυρίως, με βάση την γαλλική τακτική. Δηλ., ανάπτυξη ανοικτών πεδίων, εμπλοκή με οδυνηρές ατέλειες(τις ίδιες με τον Καραϊσκάκη στην Μάχη του Φαλήρου, 1827), όταν ο εχθρός είναι υπέρτερος. Δεν υπήρχαν αναλυτικά σχέδια, ούτε σοβαρά αμυντικά έργα και δεν υπήρχαν εφεδρείες για 2η αμυντική γραμμή και ενισχύσεις όπου θα προέκυπτε ανάγκη. Ο Διάδοχος, δεν ικανοποιήθηκε από αυτή την διάταξη και έδωσε εντολή(19/03) αναπροσαρμογής. Ο στρατός θα διατασσόταν σε βάθος(≠ γραμμικά), ώστε να συγκεντρωθεί σε ισχυρότερες μονάδες στα πιθανά σημεία εισβολής των Τούρκων. Η διαταγή του, λίγες μέρες πριν την έναρξη των εχθροπραξιών, συνάντησε δυσκολίες και δεν πρόλαβε να συμπληρωθεί τις πρώτες μέρες του πολέμου. Πριν φθάσει ο Διάδοχος στο αρχηγείο της Λάρισας, περ. 2.500-3.000 άτακτοι(κατά τον Γάλλο λοχαγό) ή 2.000(κατά τον Παύλο Μελά-πιο σωστή εκδοχή-), όρμησαν στην τουρκοκρατούμενη τότε Μακεδονία. Ήταν δύναμη της Εθνικής Εταιρείας, που(από τον Φεβρουάριο) εξόπλιζε αμάχους και απόλεμους συφερτούς. Οι επιχειρήσεις τους σε παραμεθόρια τούρκικα φυλάκια και μερικά km εντός της Μακεδονίας, διήρκεσαν 4 μόνο μέρες. Είχαν κατασταλεί ως τις 31/03-12/04, από 3 ενισχυμένα τουρκικά αποσπάσματα και οι περισσότεροι κατέφυγαν στην Θεσσαλία. Από την 1η μέρα της εισβολής του, η ελληνική κυβέρνηση διακήρυττε ότι δεν είχε καμιά σχέση μ’ αυτούς και την ευθύνη για το γεγονός είχαν οι Τούρκοι που δεν διασφάλιζαν τα σύνορά τους. Ούτε ο Σουλτάνος διαμαρτυρήθηκε για τις «ληστρικές συμμορίες» κατά τηλεγράφημα του Ετέμ Πασά. Ο Διάδοχος, μόλις ενημερώθηκε, φθάνοντας στην Λάρισα, για την εισβολή, έδωσε εντολή να μην κινηθεί καμιά στρατιωτική μονάδα και διαταγή να απομακρυνθούν από τα σύνορα και οι 2.000 άτακτοι, που ήταν στην Ήπειρο. Η εισβολή τους, προκάλεσε την οργή των ευρωπαϊκών κυβερνήσεων, που χαρακτήρισαν την ενέργεια ανειλικρινή και έδωσε στην Οθωμανική Αυτοκρατορία, την αφορμή πολέμου που χρειαζόταν. Η Υψηλή Πύλη διέκοψε τις διπλωματικές της σχέσεις με το ελληνικό Βασίλειο(05-17/04/1897). Ο Έλληνας Πρέσβης στην Κων/λη Ν. Μαυροκορδάτος, εκλήθη(νύκτα 17ης Απριλίου) από τον Υπουργό Εξωτερικό, Τουρχάν Πασά, πρ. Βαλή της Κρήτης, όπου, επιστρέφοντας το διαβατήριό του, του επέδωσε Διακοίνωση διακοπής των διπλωματικών σχέσεων «ένεκα αρξαμένων υπό της Ελλάδος εχρθοπραξιών κατά της Οθωμανικής Αυτοκρατορίας». Την Κυριακή των Βαΐων (06-18/04/1897) στις 10:30, ο Τούρκος Πρέσβης στην Αθήνα, Ασήμ Μπέης, επέδωσε στον Έλληνα Υπουργό Εξωτερικών Α. Σκουζέ, την ρηματική Διακοίνωση περί διακοπής των διπλωματικών σχέσεων(05/04/1897). Σ’ αυτήν, διατασσόταν οι Έλληνες διπλωμάτες να εγκαταλείψουν την Οθωμανική Αυτοκρατορία, όπως και οι Οθωμανοί Τούρκοι την Ελλάδα. Να φύγουν από την Τουρκία, επίσης, όλοι οι Έλληνες υπήκοοι, εντός 15 ημερών. Ομοίως, όλοι οι Οθωμανοί από την Ελλάδα, στο ίδιο διάστημα. Όμως 24 ώρες πριν(νύκτα 16ης προς 17/04), η Τουρκία κατηγόρησε την Ελλάδα, για κατάληψη υψωμάτων στις περιοχές Ανάληψη και Παδίκα. Το πρωί της επομένης(17/04), το σουλτανικό Υπουργικό Συμβούλιο και ο Σουλτάνος, αποφάσισαν να διατάξουν το μεσημέρι τον οθωμανικό στρατό, να απωθήσει της τελευταίες ελληνικές καταλήψεις και να επιτεθεί. Το ίδιο βράδυ, οι Τούρκοι παρέδωσαν το διαβατήριό του, στον Έλληνα Πρέσβη στην Κων/λη Μαυροκορδάτο. Το ελληνικό Υπουργείο Εξωτερικών, διαμαρτυρήθηκε έντονα, μιλώντας για τουρκικές επιθέσεις στην ελληνοτουρκική μεθόριο. Ο Πρωθυπουργός Δηλιγιάννης, μόλις έλαβε την Διακοίνωση, συγκάλεσε έκτακτη συνεδρίαση στην ελληνική Βουλή και έκανε ανακοίνωση (απόγευμα). Μίλησε για ακήρυχτο πόλεμο Ελλάδας-Τουρκίας από τις 10:00 εκείνη την μέρα και διακοπή των σχέσεων με την Υψηλή Πύλη, το οποίο σημαίνει πόλεμο. Μίλησε για τον τούρκικο ισχυρισμό της έναρξης των εχθροπραξιών από την Ελλάδα και το καθήκον των Ελλήνων απέναντι στους αδερφούς τους στις τουρκοκρατούμενες ακόμα περιοχές. Η Ελλάδα, είπε ο Δηλιγιάννης, πάει σε πόλεμο, μόνο όταν δεν μπορεί να εκπληρώσει τους σκοπούς της με ειρηνικά μέσα. Αλλά δεν μπορεί να δεχθεί πόλεμο που έχει προκηρύξει η γειτονική Τουρκία. Έκανε αναφορά στην μεγάλη Ιστορία της Ελλάδας και την διδασκαλία της Αλήθειας και της Δικαιοσύνης από την Ελλάδα σε Α και Δ. Είπε ότι οι Έλληνες στρατιώτες θα προτιμήσουν τον θάνατο, παρά τις τουρκικές ατιμώσεις της ιεράς ελληνικής γης. ΚΑΙ η Αντιπολίτευση χειροκροτούσε τον Πρωθυπουργό και ο αρχηγός της Ράλλης έκανε δηλώσεις από το βήμα της Βουλής. Μίλησε για την τουρκική πρόκληση του ακήρυχτου πολέμου. Είπε για τον πόλεμο, όχι 2 κρατών, αλλά ενός Γένους για την ύπαρξή του. Η Ελλάδα, κατά τον Ράλλη, έπρεπε να εκδικηθεί για την τουρκική σκλαβιά 4+ αι., που αποτελεί ύβρις. Και ή θα νικήσει ή θα εξοντωθεί. Μετά τον Ράλλη μίλησαν και οι άλλοι αρχηγοί, με ίδιο περιεχόμενο λόγου. Στους δρόμους της Αθήνας, που είχαν μαθευτεί τα νέα, σάλπιγγες ηχούσαν πανηγυρικά. Το βράδυ στις Εκκλησίες, στην Ακολουθία του Νυμφίου, γίνονταν πολεμικές δεήσεις και όλοι έψελναν, γονατιστοί, το τροπάριο «Τη Υπερμάχω Στρατηγώ». Το απόγευμα είχε επιστραφεί το διαβατήριο του Τούρκου Πρέσβη. Ο Έλληνας ομόλογός του είχε φύγει από την Πόλη στις 20/04. Κατά αυτήν, παρευρέθηκε όλο το Διπλωματικό Σώμα της Κων/λης, εκτός από τον Γερμανό Πρέσβη. Όταν ο Μαυροκορδάτος απόρησε για την απουσία του, κάποιος διπλωμάτης επεσήμανε, κάτι που ήταν έμμεσα αλήθεια: «Εξοχότατε φαίνεται πως είστε σε πόλεμο και με την Αυτοκρατορία της Γερμανίας!». Κατόπιν, έπεσε η κυβέρνηση Δηλιγιάννη και την διαδέχθηκε αυτή του Δημητρίου Ράλλη. Οι Έλληνες, στο μέτωπο, οχυρώθηκαν στο Μάτι, καλύπτοντας τον δρόμο για Τύρναβο. Εδώ έγιναν σκληρές μάχες(21 και 22/04). Οι Έλληνες προσπάθησαν να υπερκεράσουν το τουρκικό δεξί πλευρό. Αυτό ήταν αδύνατο, αλλά στις 23 το αριστερό τούρκικο έκανε νέα προέλαση και, όταν όλες οι τούρκικες δυνάμεις ευθυγραμμίστηκαν, πίεσαν τις ελληνικές πτέρυγες. Το απόγευμα το ελληνικό στρατηγείο, διέταξε υποχώρηση, δημιουργώντας πανικό. Οι Έλληνες στρατιώτες, εγκατέλειψαν τις θέσεις τους και άτακτα, υποχώρησαν προς την Λάρισα, η οποία εκκενώθηκε. Η πόλη καταλήφθηκε(27/04) από τους Τούρκους, αφού δεν καταδίωξαν τους Έλληνες, αλλά προχώρησαν αργά. Ο ελληνικός στρατός, επανήλθε σε τάξη κοντά στα Φάρσαλα και σχημάτισε νέα γραμμή για αντεπίθεση, αλλά το ηθικό ήταν πεσμένο. Ήταν άλλωστε πίσω από τις στρατηγικές θέσεις Λάρισας και Βελεστίνο. Εκεί εστάλη σιδηροδρομικώς μεραρχία, αλλά οι ήδη κατώτερες ελληνικές δυνάμεις διαιρέθηκαν σε 2 κομμάτια, με απόσταση 60 km μεταξύ τους. Τουρκική αναγνωριστική δύναμη αναχαιτίστηκε στο Βελεστίνο(27/04) και έγιναν μάχες(29 και 30/04). Οι Έλληνες ήταν υπό τις διαταγές του Συνταγματάρχη Πυροβολικού Σμολένσκη. Οι Τούρκοι προετοιμάζονταν και επιτέθηκαν(05/05) στα Φάρσαλα με 3 μεραρχίες, απωθώντας τις ελληνικές δυνάμεις από τις θέσεις τους, μπροστά στην πόλη. Οι μάχες συνεχίστηκαν μέχρι το βράδυ. Ο ελληνικός στρατός συμπτύχθηκε με κάποια τάξη στον Δομοκό. Το Βελεστίνο εγκαταλείφθηκε από τις δυνάμεις του Σμολένσκη, οι οποίες συμπτύχθηκαν, αφού ανασυντάχθηκαν στον Δομοκό, στον Αλμυρό. Οι Έλληνες είχαν χρόνο να οχυρωθούν ως την νέα επίθεση του Εντέμ Πασά στον Δομοκό(17/05) με 3 σημεία κρούσης. Το δεξί αναχαιτήστηκε από το απόσπασμα Τερτίπη και την Λεγεώνα των Φιλελλήνων και τους Γαριβαλδίνους(3.060 ξένοι-2.783 Ιταλοί-). Το κέντρο υπέστη σοβαρές απώλειες. Το αριστερό προέλασε ως τις ελληνικές γραμμές, οπότε εγκαταλείφθηκε και αυτή η τοποθεσία(νύχτα), όπως και η Φούρκα(επόμενη). Ο Σμολένσκη έφθασε(18/05) από τον Αλμυρό και διετάχθη να κρατήσει το πέρασμα στις Θερμοπύλες. Δεν χρειάστηκε να πολεμήσουν, γιατί ο Σουλτάνος διέταξε παύση πυρός(20/05) μετά από προτροπή του Ρώσου Τσάρου. Στην Ήπειρο υπήρχαν 15.000 Έλληνες στρατιώτες-και ένα σύνταγμα, ανάμεσά τους ιππικού- και 5 πυροβολαρχίες υπό τον Συνταγματάρχη Μάνο, έναντι 28.000 Τούρκων, με 48 πυροβόλα υπό τον Αχμέτ Χιφσί Πασά. Οι ελληνικές δυνάμεις αμύνονταν στην γραμμή Άρτα-Πέτα, ενώ οι Τούρκοι ήταν στην περιοχή των Ιωαννίνων, στα Πέντε Πηγάδια και μπροστά από την Άρτα. Οι Τούρκοι άρχισαν να βομβαρδίζουν την τελευταία (18/04), αλλά δεν μπόρεσαν να πάρουν την γέφυρα. Υποχώρησαν και οχυρώθηκαν στην Φιλιππιάδα, που κατέλαβε(23/04) ο Συνταγματάρχης Μάνος. Οι Έλληνες συνέχισαν ως τα Πέντε Πηγάδια, όπου μετά από αψιμαχίες(27) και νέες επιθέσεις(28 και 29/04) δεν μπόρεσαν να κάνουν τίποτα, ελλείψει ενισχύσεων. Στις 12/05 έγινε νέα ελληνική επίθεση. Ηπειρώτες εθελοντές, προσπάθησαν ν’ αποκόψουν την τουρκική φρουρά στην Πρέβεζα. Το ελληνικό κέντρο επιτέθηκε(13/05) κοντά στην Στρεβίνα, για να καταλάβει και να κρατήσει μια αμυντική θέση. Το κατάφερε(14/05) με ενισχύσεις από την αριστερή πτέρυγα. Αλλά οπισθοχώρησαν(15/05). Με την μεσολάβηση ευρωπαϊκών Δυνάμεων και της Ρωσίας, υπεγράφη ειρήνη(20/09/1897). Η Ελλάδα, εξαναγκάστηκε να πληρώσει ΜΕΓΑΛΕΣ πολεμικές αποζημιώσεις και να παραχωρήσει μικρό κομμάτι της Θεσσαλίας στην Τουρκία. Η ελληνική κυβέρνηση Ράλλη, για να πληρώσει τις αποζημιώσεις(σχόλιο: δεν αρνήθηκε όπως άλλες χώρες), παραχώρησε στον Διεθνή Οικονομικό Έλεγχο ΟΛΕΣ τις θεωρητικά επαρκείς προσόδους για αποζημίωση. Για την εξόφληση του δημοσίου χρέους, εκχωρήθηκαν στον ΔΟΕ: μονοπώλια άλατος, πετρελαίου, σπίρτων, παιγνιοχάρτων, τσιγαρόχαρτου, ναξίας, σμύριδας, φόρος κατανάλωσης καπνού, τέλη χαρτοσήμου και δασμοί τελωνείου Πειραιά. Η συνθηκολόγηση ήταν ταπεινωτική για την Ελλάδα, καθότι έχασε προσωρινά(ως το 1908) ορισμένες ελευθερίες, για τις οποίες αγωνίστηκε στην Επανάσταση του 1821.


Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου