Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ(06/04/1941) ΜΕΡΟΣ 1ο

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ(06/04/1941) ΜΕΡΟΣ 1ο
Η Γερμανική εισβολή στην Ελλάδα(Επιχείρηση Μαρίτα, Unternehmen Marita) ήταν πολεμική επιχείρηση του Β’ ΠΠ στην ηπειρωτική Ελλάδα και την Ν. Αλβανία. Η μάχη διεξήχθη μεταξύ των συμμαχικών δυνάμεων(Ελλάδα και Βρετανική Κοινοπολιτεία) και των δυνάμεων του Άξονα (Ναζιστική Γερμανία, Φασιστική Ιταλία και Βουλγαρία). Σε συνδυασμό με τη Μάχη της Κρήτης και αρκετών ναυτικών συγκρούσεων, θεωρείται τμήμα των ευρύτερων πολεμικών επιχειρήσεων στο Αιγαίο της βαλκανικής εκστρατείας του Β’ ΠΠ. Θεωρείται συνέχεια του Ελληνοϊταλικού πολέμου, ο οποίος ξεκίνησε με την εισβολή Ιταλικών στρατευμάτων στην Ελλάδα(28/10/1940). Σε μερικές εβδομάδες οι Ιταλοί είχαν εκδιωχθεί από την Ελλάδα και οι ελληνικές δυνάμεις προωθήθηκαν και κατέλαβαν μεγάλο τμήμα της Ν. Αλβανίας. Μία μεγάλη ιταλική αντεπίθεση(Μάρτιος 1941) απέτυχε και η Γερμανία αναγκάστηκε να προστρέξει σε βοήθεια της συμμάχου της. Η γερμανική εισβολή ξεκίνησε στις 06/04/1941, με την εισβολή γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα μέσω Βουλγαρίας, σε μία προσπάθεια να ασφαλίσουν τη Ν πλευρά της. Οι συνδυασμένες δυνάμεις τις Ελλάδας και της Βρετανικής Κοινοπολιτείας πολέμησαν με μεγάλη επιμονή, όμως υστερούσαν σε αριθμό και εξοπλισμό και κατέρρευσαν. Η Αθήνα έπεσε 27/04. Παρόλα αυτά οι Βρετανοί κατόρθωσαν να εκκενώσουν περίπου 50.000 στρατιώτες. Η Ελληνική εκστρατεία τελείωσε με μία γρήγορη και καθολική γερμανική νίκη με την πτώση της Καλαμάτας, μέσα σε 24 μέρες. Και οι Γερμανοί και οι Σύμμαχοι εξέφρασαν το θαυμασμό τους για την ισχυρή αντίσταση που προέβαλαν οι Έλληνες στρατιώτες. Κάποιοι ιστορικοί θεωρούν τη γερμανική εκστρατεία στην Ελλάδα αποφασιστική για την έκβαση του Β’ ΠΠ, θεωρώντας ότι αποτέλεσε σοβαρή καθυστέρηση της εισβολής του Άξονα στη ΕΣΣΔ Άλλοι θεωρούν ότι δεν είχε καμία επιρροή στην Επιχείρηση Μπαρμπαρόσα(Operation Barbarossa) και χαρακτηρίζουν τη βρετανική επέμβαση στην Ελλάδα ως μάταιο εγχείρημα, μία «πολιτική και συναισθηματική απόφαση» ή και «σαφές στρατηγικό σφάλμα». ΠΡΟΟΙΜΟ-ΕΛΛΗΝΟΪΤΑΛΙΚΟΣ ΠΟΛΕΜΟΣ(1940) Με το ξέσπασμα του Β’ ΠΠ ο πρωθυπουργός της Ελλάδας Ιωάννης Μεταξάς επεδίωξε να διατηρήσει πολιτική ουδετερότητας. Όμως η Ελλάδα βρισκόταν υπό διαρκώς αυξανόμενη πίεση από την Ιταλία, που κορυφώθηκε με τον τορπιλισμό του Ελληνικού καταδρομικού ΕΛΛΗ από το Ιταλικό υποβρύχιο DELFINO, στην Τήνο(15/08/1940). Ο Mussolini, ενοχλημένος με τον Hitler, ο οποίος δεν τον είχε συμβουλευτεί στον πολεμικό σχεδιασμό του, επεδίωκε να καθιερώσει την ανεξαρτησία του με μια στρατιωτική επιτυχία αντίστοιχη των Γερμανικών πετυχαίνοντας θριαμβευτική νίκη σε βάρος της Ελλάδας, που θεωρούσε εύκολο αντίπαλο. Στις 15/10/1940, ο Mussolini και οι σύμβουλοί του αποφάσισαν να επιτεθούν στην Ελλάδα. Τις πρώτες πρωινές ώρες της 28ης Οκτωβρίου ο Ιταλός πρέσβης στην Αθήνα Emanuele Grazzi παρουσίασε στον Μεταξά τελεσίγραφο τρίωρης διάρκειας με το οποίο απαιτούσε ελεύθερη διέλευση των ιταλικών στρατευμάτων για να καταλάβουν μη καθορισμένα στρατηγικά σημεία εντός της Ελληνικής επικράτειας. Ο Μεταξάς το απέρριψε(Εθνική Επέτειος του ΟΧΙ), όμως προτού εκπνεύσει ιταλικά στρατεύματα εισέβαλαν στην Ελλάδα από την Αλβανία. Η κύρια ιταλική επίθεση πραγματοποιήθηκε στην οροσειρά της Πίνδου, κοντά στην πόλη των Ιωαννίνων και αρχικά σημείωσε σημαντική πρόοδο. Οι Ιταλοί στη συνέχεια πέρασαν τον π. Θύαμη, όμως η επίθεση τους αναχαιτίστηκε από τις ελληνικές δυνάμεις και εκδιώχθηκαν πίσω στην Αλβανία. Σε 3 εβδομάδες η ελληνική επικράτεια ήταν ελεύθερη, ενώ σε εξέλιξη βρισκόταν η επιτυχημένη ελληνική αντεπίθεση. Αρκετές πόλεις της Ν. Αλβανίας κατελήφθησαν από τις Ελληνικές δυνάμεις και ούτε η αλλαγή στη διοίκηση των ιταλικών δυνάμεων ούτε η άφιξη σημαντικών ενισχύσεων κατόρθωσαν να αντιστρέψουν την κατάσταση. Μετά από εβδομάδες άκαρπων χειμερινών συγκρούσεων, οι Ιταλοί εξαπέλυσαν μία ευρείας κλίμακας αντεπίθεση κατά μήκος ολόκληρου του μετώπου(09/03/1941) η οποία, παρά την ανωτερότητα των Ιταλικών ενόπλων δυνάμεων, απέτυχε. Έπειτα από μία εβδομάδα συγκρούσεων και απώλειες 12.000 ανδρών, ο Mussolini ανακάλεσε την αντεπίθεση και εγκατέλειψε την Αλβανία 12 μέρες αργότερα. Σύγχρονοι αναλυτές θεωρούν ότι η ιταλική εκστρατεία απέτυχε επειδή ο Mussolini και οι στρατηγοί του διέθεσαν αρχικά πενιχρές δυνάμεις στην εκστρατεία(55.000 άνδρες), απέτυχαν να αναγνωρίσουν το μέτωπο το φθινόπωρο και εξαπέλυσαν επίθεση χωρίς το πλεονέκτημα του αιφνιδιασμού και χωρίς βουλγαρική βοήθεια. Ακόμα και βασικές προφυλάξεις από Ιταλικής πλευράς δεν είχαν ληφθεί(π.χ. χειμερινός ιματισμός στους στρατιώτες), ενώ δεν είχαν ληφθεί υπόψη οι συστάσεις της Ιταλικής Επιτροπής Πολεμικής Παραγωγής, η οποία προειδοποιούσε ότι η Ιταλία δεν θα ήταν σε θέση να εμπλακεί σε ένα πλήρη χρόνο πολεμικών επιχειρήσεων τουλάχιστον μέχρι το 1949. Κατά τη διάρκεια των 6μηνων μαχών εναντίον της Ιταλίας οι επιτυχίες του Ελληνικού στρατού οφείλονταν στην εξάλειψη εχθρικών θυλάκων. Παρόλα αυτό η Ελλάδα δεν διέθετε ικανή αμυντική βιομηχανία και η προμήθεια του εξοπλισμού και των πυρομαχικών εξαρτιόταν από τα αποθέματα που αιχμαλώτιζαν οι Βρετανικές δυνάμεις από τους Ιταλούς στη Β. Αφρική. Για να τροφοδοτηθεί η μάχη της Αλβανίας η ελληνική διοίκηση αναγκάστηκε να αποσύρει δυνάμεις από την Α. Μακεδονία και τη Δ. Θράκη. Η αναμονή μίας γερμανικής επίθεσης επίσπευσε την ανάγκη να αντιστραφεί αυτή η τακτική, καθώς οι διαθέσιμες δυνάμεις ήταν ανεπαρκείς να προβάλουν αντίσταση σε 2 μέτωπα. Η ελληνική διοίκηση αποφάσισε να διατηρήσει την επιτυχία της στην Αλβανία, ανεξάρτητα από το πώς θα εξελισσόταν η κατάσταση από μία γερμανική επίθεση από τα βουλγαρικά σύνορα. Η ΑΠΟΦΑΣΗ ΤΟΥ HITLER ΝΑ ΕΙΣΒΑΛΛΕΙ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Ο Hitler παρενέβη(04/11/1940), 4 μέρες μετά την αποβίβαση βρετανικών δυνάμεων στην Κρήτη και τη Λήμνο. Διέταξε το επιτελείο του να προετοιμαστεί για μία εισβολή στη Β. Ελλάδα μέσω Ρουμανίας και Βουλγαρίας. Τα σχέδιά του για αυτή την εκστρατεία εντάχθηκαν σε ένα ευρύτερο σχέδιο με  σκοπό την αποστέρηση των Βρετανών από τις μεσογειακές τους βάσεις. H Γερμανική Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση(12/11) εξέδωσε την Οδηγία Νο. 18, στην οποία προγραμματίστηκαν ταυτόχρονες επιχειρήσεις εναντίον του Γιβραλτάρ και της Ελλάδας(Ιανουάριος 1941). Όμως, τα γερμανικά σχέδια για τη Μεσόγειο ανατράπηκαν(Δεκέμβριος 1940) από την απόφαση του Ισπανού στρατηγού Franco να απορρίψει τα σχέδια για την επίθεση στο Γιβραλτάρ. Ως επακόλουθο, η γερμανική επίθεση στην Ν. Ευρώπη περιορίστηκε στην εκστρατεία εναντίον της Ελλάδας. Η Ανώτατη Στρατιωτική Διοίκηση εξέδωσε την Οδηγία Νο. 20(13/12/1940) 1940. Το έγγραφο περιέγραφε την Ελληνική εκστρατεία με την κωδική ονομασία «Επιχείρηση Μαρίτα» και αφορούσε σχέδια για την γερμανική Κατοχή των Β. ακτών του Αιγαίου μέχρι τον Μάρτιο του 1941. Και σχέδια για την κατάληψη ολόκληρης της ηπειρωτικής Ελλάδας, εφόσον αυτό κρίνονταν αναγκαίο. Κατά τη διάρκεια μίας έκτακτης σύσκεψης του επιτελείου του Χίτλερ μετά το αναπάντεχο πραξικόπημα ενάντια στην κυβέρνηση της Γιουγκοσλαβίας (27/03/1941), εξεδόθησαν διαταγές για μελλοντική επίθεση στην Γιουγκοσλαβία, μαζί με αλλαγές στα σχέδια της επίθεσης εναντίον της Ελλάδας. Τόσο η Ελλάδα όσο και η Γιουγκοσλαβία επρόκειτο δέχθηκαν επίθεση στις 06/04. Η ΒΡΕΤΑΝΙΚΗ «ΒΟΗΘΕΙΑ» ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ Η Βρετανία δεσμευόταν να βοηθήσει την Ελλάδα(διακήρυξη του 1939: ανέφερε ότι σε περίπτωση απειλής της ελληνικής ή ρουμανικής ανεξαρτησίας, «…η Βρετανική κυβέρνηση δεσμεύεται να παράσχει άμεσα στην Ελληνική ή Ρουμανική κυβέρνηση […] κάθε δυνατή βοήθεια»). Η 1η βρετανική προσπάθεια ήταν η ανάπτυξη μοιρών της RAF, υπό τη διοίκηση του John d' Albiac(Νοέμβριος 1940). Με τη συναίνεση της ελληνικής κυβέρνησης στάλθηκαν βρετανικές δυνάμεις στην Κρήτη(31/10) για τη φύλαξη του κόλπου της Σούδας, επιτρέποντας στην Ελληνική Κυβέρνηση την αποστολή της 5ης Μεραρχίας Κρήτης στην ηπειρωτική χώρα. Ο Μεταξάς πρότεινε(17/11/1940) στην Βρετανική κυβέρνηση την ανάληψη κοινής επιθετικής δράσης στα Βαλκάνια έχοντας τα ελληνικά προπύργια της Ν. Αλβανίας ως βάση των επιχειρήσεων. Η βρετανική πλευρά όμως ήταν επιφυλακτική απέναντι στην πρότασή του, καθώς η ανάπτυξη των απαιτούμενων στρατιωτικών δυνάμεων για την υποστήριξη του Ελληνικού σχεδίου θα έθετε σε κίνδυνο τις στρατιωτικές επιχειρήσεις της στη Β. Αφρική. Κατά τη διάρκεια μίας συνάντησης των βρετανικών και ελληνικών στρατιωτικών και πολιτικών αρχηγών στην Αθήνα(13/01/1941) ο στρατηγός Αλέξανδρος Παπάγος, επικεφαλής του Ελληνικού Στρατού, ζήτησε από τους Βρετανούς 9 πλήρως εξοπλισμένες μεραρχίες και την αντίστοιχη αεροπορική υποστήριξη. Οι Βρετανοί απάντησαν ότι λόγω των υποχρεώσεών τους στην Β. Αφρική μπορούσαν να διαθέσουν άμεσα μία μικρή, συμβολική, δύναμη μικρότερη της μεραρχίας. Η προσφορά αυτή απορρίφθηκε από τους Έλληνες, οι οποίοι φοβήθηκαν πως η άφιξη μίας τέτοιας μικρής στρατιωτικής δύναμης θα επίσπευδε τη γερμανική επίθεση χωρίς σημαντική βοήθεια. Βρετανική βοήθεια θα ζητούνταν αν και εφόσον τα γερμανικά στρατεύματα διέσχιζαν το Δούναβη από τη Ρουμανία προς τη Βουλγαρία. Ο Churchill επέμεινε στη φιλοδοξία δημιουργία Βαλκανικού Μετώπου με τη συμμετοχή Γιουγκοσλαβίας, Ελλάδας και Τουρκίας.  Διέταξε τους Anthony Eden και τον Sir John Dill να αρχίσουν εκ νέου οι διαπραγματεύσεις με την ελληνική κυβέρνηση. Πραγματοποιήθηκε συνάντηση στην Αθήνα(22/02/1941) μεταξύ του Eden και της ελληνικής ηγεσίας, παρόντων του Βασιλιά Γεωργίου, του πρωθυπουργού Αλέξανδρου Κορυζή-διαδέχθηκε τον Μεταξά(πέθανε στις 29/01 από λευχαιμία)-, και του στρατηγού Παπάγου. Αποτέλεσμα: απόφαση για αποστολή της εκστρατευτικής δύναμης της Βρετανικής Κοινοπολιτείας. Τα γερμανικά στρατεύματα συγκεντρώνονταν στη Ρουμανία και η Wehrmacht ξεκίνησε(01/03) να κινείται εντός της Βουλγαρίας. Την ίδια στιγμή ο βουλγαρικός στρατός καταλάμβανε θέσεις κατά μήκος των Ελληνικών συνόρων. Άρχισε(02/03) η επιχείρηση Lustre, η μεταφορά στρατευμάτων και εξοπλισμού στην Ελλάδα. 26 οπλιταγωγά έφθασαν στο λιμάνι του Πειραιά. Σε μια συνάντηση μεταξύ των Βρετανών, των Γιουγκοσλάβων και των Ελλήνων(03/04), οι Γιουγκοσλάβοι υποσχέθηκαν να αποκλείσουν την κοιλάδα του Στρυμόνα σε περίπτωση γερμανικής επίθεσης στο έδαφός τους. Στη διάρκεια της συνάντησης ο Παπάγος επεσήμανε τη σημασία μίας κοινής Ελληνογιουγκοσλαβικής επίθεσης εναντίον των Ιταλών όταν οι Γερμανοί θα επιτίθεντο στις 2 χώρες. Περισσότεροι από 62.000 στρατιώτες από την Κοινοπολιτεία(Βρετανοί, Αυστραλοί, Νεοζηλανδοί, Παλαιστίνιοι και Κύπριοι) στάλθηκαν στην Ελλάδα(ως 24/04), σχηματίζοντας την 6η Αυστραλιανή Μεραρχία, τη 2η Νεοζηλανδική Μεραρχία και την 1η Βρετανική Τεθωρακισμένη Ταξιαρχία. Οι 3 αυτοί σχηματισμοί έγιναν αργότερα γνωστοί ως «Δύναμη W», από τον διοικητή τους Sir Henry Maitland Wilson.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου