ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ(06/04/1941) ΜΕΡΟΣ 2ο
ΠΡΟΕΤΟΙΜΑΣΙΕΣ
Για να εισέλθει στη Βόρεια Ελλάδα ο γερμανικός Στρατός ήταν υποχρεωμένος να διασχίσει την οροσειρά της Ροδόπης, η οποία διαθέτει λίγες κοιλάδες και περάσματα ικανά να επιτρέψουν την κίνηση μεγάλων στρατιωτικών μονάδων. 2 περάσματα εντοπίστηκαν Δ του Kyustendil και ένα κατά μήκος των συνόρων Γιουγκοσλαβίας – Βουλγαρίας, μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα προς Ν. ελληνικές συνοριακές οχυρώσεις προσαρμοσμένες στο ανάγλυφο και ισχυρά αμυντικά συστήματα κάλυπταν τους λίγους διαθέσιμους δρόμους. Οι π. Στρυμόνας και Νέστος διέσχιζαν την οροσειρά κατά μήκος των Ελληνοβουλγαρικών συνόρων και αμφότερες οι κοιλάδες προστατεύονταν από ισχυρά οχυρά, τμήματα της Γραμμής Μεταξά. Αυτό το σύστημα από τσιμεντένια πολυβολεία και οχυρώσεις κατασκευάστηκε κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων(τέλη δεκαετίας 1930) και βασιζόταν Γραμμή Maginot. Η ισχύς της γραμμής επαφίονταν στη δύσκολη πρόσβαση που προσέφερε το ανάγλυφο προς τις οχυρωματικές θέσεις. Το ορεινό έδαφος της Ελλάδας βοηθούσε στη χάραξη μίας αμυντικής στρατηγικής. Οι μεγάλοι ορεινοί όγκοι Ροδόπης, Ηπείρου, Πίνδου και Ολύμπου προσέφεραν πολλές πιθανότητες να σταματήσουν έναν εισβολέα. Όμως απαιτούνταν επαρκής αεροπορική κάλυψη ώστε να αποτρέψει τις αμυνόμενες επίγειες δυνάμεις από το να παγιδευτούν στα πολλά στενώματα. Αν και μία επιτιθέμενη δύναμη από την Αλβανία μπορούσε εύκολα να αναχαιτιστεί από σχετικά μικρό αριθμό στρατευμάτων τοποθετημένων ψηλά στην οροσειρά της Πίνδου, το ΝΑ τμήμα της χώρας ήταν δύσκολο να προστατευθεί από μία επίθεση από Β. Ύστερα από μία συνάντηση στην Αθήνα(Μάρτιος), η βρετανική διοίκηση πίστευε ότι οι δυνάμεις της σε συνδυασμό με τις ελληνικές θα καταλάμβαναν τη Γραμμή Αλιάκμονα, ένα μικρό μέτωπο με ΒΑ προσανατολισμό κατά μήκος του Βερμίου και του Αλιάκμονα. Ο Παπάγος περίμενε διευκρινήσεις από την γιουγκοσλαβική κυβέρνηση και αργότερα πρότεινε να στηρίξουν τη Γραμμή Μεταξά, μέχρι τότε σύμβολο εθνικής ασφάλειας για τον ελληνικό πληθυσμό, και να μην αποσυρθεί καμία από τις μεραρχίες του από την Αλβανία. Επέμενε ότι η απόσυρση θα αποτελούσε παραδοχή νίκης των Ιταλών. Το στρατηγικά σημαντικό λιμάνι της Θεσσαλονίκης παρέμενε ανυπεράσπιστο και η μεταφορά των βρετανικών στρατευμάτων στην πόλη επικίνδυνη. Ο Παπάγος πρότεινε να εκμεταλλευτούν το δυσπρόσιτο ανάγλυφο της περιοχής και να προετοιμάσουν οχυρώσεις, ενώ ταυτόχρονα να προστάτευαν τη Θεσσαλονίκη. Ο στρατηγός Dill περιέγραψε την συμπεριφορά του Παπάγου ως «αφιλόξενη και ηττοπαθή» και υποστήριζε ότι το σχέδιό του παρέβλεπε το γεγονός ότι τα ελληνικά στρατεύματα και το πυροβολικό ήταν ικανά να προσφέρουν μικρή μόνο αντίσταση. Οι Βρετανοί θεωρούσαν ότι η ελληνική αντιπαλότητα με τη Βουλγαρία, γεγονός που οδήγησε στη δημιουργία της Γραμμής Μεταξά, και η παραδοσιακά καλές σχέσεις με τους Γιουγκοσλάβους, άφηναν τα ΒΔ σύνορα αφύλακτα. Παρά τις ανησυχίες τους για την τρωτότητα των συνόρων και του γεγονότος πιθανής κατάρρευσης τους σε περίπτωση γερμανικής προώθησης από τους π. Στρυμόνα και Αξιό, οι Βρετανοί συναίνεσαν με την ελληνική διοίκηση. Ο Dill αποδέχθηκε το σχέδιο για τη Γραμμή Μεταξά(04/03) και η συμφωνία επικυρώθηκε(07/03) από τη Βρετανική κυβέρνηση. Την διοίκηση θα αναλάμβανε ο Παπάγος και οι Ελληνικές και Βρετανικές διοικήσεις θα αναλάμβαναν παρενοχλητικές ενέργειες στην ΒΑ Ελλάδα. Παρόλα αυτά οι Βρετανοί δεν μετακίνησαν τα στρατεύματά τους επειδή ο στρατηγός Wilson θεωρούσε ότι ήταν αδύναμα να διατηρήσουν μία τόσο ευρεία πρώτη γραμμή. Αντίθετα κατέλαβε μία θέση περ. 40 km Δ του Αξιού, κατά μήκος της Γραμμής Αλιάκμονα. Οι 2κύριοι στόχοι στην κατάληψη αυτής της θέσης: διατήρηση επαφής με την Ελληνική 1η Στρατιά στην Αλβανία και αποτροπή πρόσβασης στους Γερμανούς προς την Κ. Ελλάδα. Αυτό είχε το πλεονέκτημα ότι απαιτούνταν μικρότερη δύναμη από ότι στις άλλες επιλογές ενώ επέτρεπε μεγαλύτερο χρόνο για προετοιμασίες. Όμως αυτό σήμαινε την εγκατάλειψη σχεδόν όλης της Β. Ελλάδας, γεγονός απαράδεκτο για τους Έλληνες, για πολιτικούς και ψυχολογικούς λόγους. Παράλληλα, το αριστερό άκρο της γραμμής ήταν ευάλωτο σε υπερφαλαγγισμό από τους Γερμανούς μέσω του Μοναστηριού (Γιουγκοσλαβία). Όμως η πιθανότητα ενός γρήγορου κατακερματισμού του γιουγκοσλαβικού στρατού και μίας γερμανικής κίνησης πίσω από το Βέρμιο δεν ελήφθη υπόψη. Η αμυντική εγκατάλειψη της Θεσσαλονίκης με την ενίσχυση της Γραμμής του Αλιάκμονα, έστω και αν σχηματίστηκε η μικρή βρετανική γραμμή αμύνης του Αξιού, έθετε σε κίνδυνο την τροφοδοσία του γιουγκοσλαβικού στρατού από το λιμάνι της Θεσσαλονίκης, την μόνη πηγή τροφοδοσίας με πολεμικό υλικό της Γιουγκοσλαβίας. Η γερμανική στρατηγική βασιζόταν στον αστραπιαίο πόλεμο(blitzkrieg), επιτυχημένη στις εισβολές στη Δ Ευρώπη και την Γιουγκοσλαβία. Η γερμανική διοίκηση σχεδίαζε να συνδυάσει την επίθεση των πεζοπόρων στρατευμάτων και των τεθωρακισμένων με υποστήριξη από αέρος και να πραγματοποιήσει μία γρήγορη προέλαση. Μετά την κατάληψη της Θεσσαλονίκης η Αθήνα και το λιμάνι του Πειραιά θα αποτελούσαν τους επόμενους κύριους στόχους. Με την πτώση του Πειραιά και του ισθμού της Κορίνθου σε γερμανικά χέρια, η υποχώρηση και εκκένωση των βρετανικών και ελληνικών δυνάμεων θα θέτονταν σε κίνδυνο. ΑΝΤΙΠΑΛΕΣ ΔΥΝΑΜΕΙΣ Η 5η Γιουγκοσλαβική Στρατιά έφερε την ευθύνη άμυνας του ΝΑ συνόρου μεταξύ της Kriva Palanka και της Ελληνικής μεθορίου. Κατά την γερμανική επίθεση τα γιουγκοσλαβικά στρατεύματα δεν ήταν πλήρως κινητοποιημένα και υστερούσαν σε σύγχρονο εξοπλισμό και οπλισμό για να είναι αποτελεσματικά. Μετά την είσοδο των γερμανικών δυνάμεων στη Βουλγαρία η πλειοψηφία των ελληνικών στρατευμάτων αποσύρθηκε από την Α. Θράκη. Τότε η συνολική δύναμη των ελληνικών δυνάμεων που υπερασπίζονταν τα σύνορα με τη Βουλγαρία ήταν 70.000 άνδρες, υπό τη διοίκηση της Ελληνικής 2ης Στρατιάς. Οι υπόλοιπες ελληνικές δυνάμεις, η 1η Στρατιά(14 μεραρχίες), βρίσκονταν στην Αλβανία. Οι ελληνικές δυνάμεις στην Κεντρική Μακεδονία, οι 12η και 20η Μεραρχία Πεζικού, τοποθετήθηκαν(28/03) υπό τη διοίκηση του Στρατηγού Wilson, ο οποίος κατέστησε το αρχηγείο του ΒΔ της Λάρισας. Η νεοζηλανδική μεραρχία έλαβε θέση Β του Ολύμπου ενώ η αυστραλιανή απέκλεισε την κοιλάδα του Αλιάκμονα μέχρι την οροσειρά του Βερμίου. Η Βρετανική Βασιλική Αεροπορία συνέχισε να επιχειρεί από αεροδρόμια στην Κ και Ν Ελλάδα, όμως λίγα αεροσκάφη μπορούσαν να αποσταλούν στο θέατρο των επιχειρήσεων. Οι βρετανικές δυνάμεις βρίσκονταν σχεδόν σε πλήρη κινητοποίηση όμως ο εξοπλισμός τους ήταν περισσότερο κατάλληλος για πολεμικές επιχειρήσεις στην έρημο παρά στους απότομους ορεινούς δρόμους της Ελλάδας. Υπήρχε έλλειψη σε άρματα μάχης και αντιαεροπορικά όπλα και η γραμμές επικοινωνίας κατά μήκος της Μεσογείου ήταν ευάλωτες, καθώς κάθε νηοπομπή έπρεπε να πλεύσει κοντά από νησιά που τελούσαν υπό εχθρική κατοχή, παρά το γεγονός ότι το βρετανικό ναυτικό κυριαρχούσε στο Αιγαίο, Τα εφοδιαστικά αυτά προβλήματα επιτείνονταν από την περιορισμένη διαθεσιμότητα πλοίων και την περιορισμένη χωρητικότητα των ελληνικών λιμανιών. Η Γερμανική Εικοστή Στρατιά, υπό τη διοίκηση του Στρατάρχη Wilhelm List, ήταν επιφορτισμένη με την εκτέλεση της Επιχείρησης Μαρίτα. Ο στρατός του αποτελούνταν από έξι μονάδες: Την 1η Μονάδα Τεθωρακισμένων(1η Μονάδα Panzer υπό τη διοίκηση του στρατηγού Ewald von Kleist. Το 40ο Σώμα Τεθωρακισμένων(40ο Σώμα Panzer υπό τον Αντιστράτηγο Georg Stumme. Το 18ο Ορεινό Σώμα υπό τον Αντιστράτηγο Franz Böhme. Το 30ο Σώμα Πεζικού υπό τον Αντιστράτηγο Otto Hartmann. Το 50ο Σώμα Πεζικού υπό τον Αντιστράτηγο Georg Lindemann. Τη 16η Μεραρχία Τεθωρακισμένων-αναπτύχθηκε πίσω από τα βουλγαροτουρκικά σύνορα για την υποστήριξη των Βουλγαρικών δυνάμεων σε περίπτωση Τουρκικής επίθεσης-. ΓΕΡΜΑΝΙΚΟ ΣΧΕΔΙΟ Διαμορφώθηκε βάσει της εμπειρίας που απέκτησε του γερμανικού στρατού στη Μάχη της Γαλλίας(1940). Η στρατηγική του βασιζόταν στη δημιουργία ενός αντιπερισπασμού στο Αλβανικό μέτωπο, αποδυναμώνοντας τις δυνάμεις του ελληνικού Στρατού από την άμυνα των γιουγκοσλαβικών και βουλγαρικών συνόρων. Χρησιμοποιώντας την τακτική της προώθησης τεθωρακισμένων σχηματισμών προς τα περισσότερο αδύναμα τμήματα της αμυντικής γραμμής, η διείσδυση προς την εχθρική περιοχή θα ήταν ευκολότερη και δεν θα απαιτούσε τη χρήση των γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων πίσω από τις δυνάμεις του πεζικού. Μόλις το αδύναμο αμυντικό σύστημα της Ν. Γιουγκοσλαβίας κατέρρεε από την επέλαση των γερμανικών τεθωρακισμένων μονάδων, η Γραμμή Μεταξά θα υπερκεράζονταν από τις ταχύτερα κινούμενες δυνάμεις που θα προήλαυναν προς το νότο από τη Γιουγκοσλαβία. Η κατοχή του Μοναστηριού και της κοιλάδας του Αξιού, που οδηγούσε προς τη Θεσσαλονίκη, κρίνονταν απαραίτητη για μία τέτοια στρατηγική. Το πραξικόπημα στη Γιουγκοσλαβία οδήγησε σε ξαφνική αλλαγή του σχεδίου επίθεσης και έφερε τη 12η Στρατιά αντιμέτωπη με δύσκολα προβλήματα. Σύμφωνα με την Οδηγία Νο. 25(28/03) η 12η Στρατιά έπρεπε να ανασυγκροτήσει τις δυνάμεις της με τέτοιο τρόπο ώστε μία ταχυκίνητη δύναμη να μπορεί να επιτεθεί προς το Βελιγράδι μέσω του Νις. Με μόνο 9 μέρες από την ημέρα της επίθεσης κάθε ώρα ήταν σημαντική και κάθε νέα συγκέντρωση των στρατευμάτων χρειαζόταν χρόνο. Το βράδυ της 5ης Απριλίου όλες οι επιθετικές δυνάμεις για την επίθεση στην Ν. Γιουγκοσλαβία ή στην Ελλάδα είχαν συγκεντρωθεί. ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ Η Γερμανία(Luftwaffe) εισέβαλε στην Ελλάδα(05:15, 06/04) και άρχισε εντατικό βομβαρδισμό του Βελιγραδίου. Το 40ο Σώμα Τεθωρακισμένων, το οποίο προορίζονταν για επιθέσεις κατά μήκος της Ν Γιουγκοσλαβίας, ξεκίνησε επίθεση στις 5.30 πμ και προωθήθηκε κατά μήκος των βουλγαρικών συνόρων σε 2 ξεχωριστά σημεία. Την ίδια ώρα αεροσκάφη της Luftwaffe αρχίζουν να βομβαρδίζουν τον Πειραιά και την Ελευσίνα, προκαλώντας σημαντικές ζημιές. Μέχρι το βράδυ της 8ης Απριλίου η 1η Μεραρχία των SS «Adolf Hitler» είχε καταλάβει την Πρίλαπο(Prilep), αποκόπτοντας μία σημαντική σιδηροδρομική γραμμή μεταξύ του Βελιγραδίου και της Θεσσαλονίκης και απομονώνοντας τη Γιουγκοσλαβία από τους συμμάχους της. Στο σημείο αυτό οι Γερμανοί κατείχαν εδάφη, κατάλληλα για την συνέχιση των επιθετικών ενεργειών τους. Το βράδυ της 9ης Απριλίου ο Στρατηγός Stumme ανέπτυξε τις δυνάμεις του Β του Μοναστηρίου, προετοιμαζόμενος για την επέκταση των επιθέσεων πέρα από τα ελληνικά σύνορα προς τη Φλώρινα. Η θέση αυτή εγκυμονούσε τον κίνδυνο να περικυκλώσει τους Έλληνες στην Αλβανία και τη Δύναμη W στην Φλώρινα, την Έδεσσα και την Κατερίνη. Διατηρώντας μία μικρή δύναμη ασφαλείας στα μετόπισθεν του Σώματος για την απόκρουση μίας ξαφνικής αντεπίθεσης από την κεντρική Γιουγκοσλαβίας, στοιχεία της 9ης Μεραρχίας Panzer κατευθύνθηκαν Δ για να ενωθούν με τους Ιταλούς στα αλβανικά σύνορα. Η 2η Μεραρχία Panzer(18ο Ορεινό Σώμα), υπό τον Στρατηγό Rudolf Veiel εισήλθε στη Γιουγκοσλαβία από τα Α(πρωί, 06/04) και προωθήθηκε Δ μέσω της κοιλάδας του Στρυμόνα. Αντιμετώπισε μικρή αντίσταση, όμως καθυστέρησε από ανατιναγμένους και λασπωμένους δρόμους και νάρκες. Παρόλα τα εμπόδια, η μεραρχία κατόρθωσε να φτάσει στην Στρώμνιτσα. Μία γιουγκοσλαβική αντεπίθεση στην βόρεια πλευρά της μεραρχίας(07/04) αποκρούστηκε και την επόμενη ημέρα η μεραρχία προωθήθηκε πέρα από τα βουνά και να υπερκεράσει τις μονάδες της ελληνικής 19ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας Πεζικού που Ν της λίμνης Δοϊράνης ως εφεδρεία. Παρά τις πολλές καθυστερήσεις κατά μήκος των στενών ορεινών δρόμων, μία θωρακισμένη προφυλακή με κατεύθυνση την Θεσσαλονίκη κατόρθωσε να εισέλθει στην πόλη(πρωί, 09/04). Η κατάληψη της πόλης, έλαβε χώρα χωρίς ιδιαίτερη προσπάθεια, ως επακόλουθο της κατάρρευσης της 2ης Ελληνικής Στρατιάς. Η Γραμμή Μεταξά υπερασπιζόταν από την Στρατιωτική Δύναμη Α Μακεδονίας(7η, 14η και 17η Μεραρχία Πεζικού υπό τη διοίκηση του Αντιστράτηγου Κωνσταντίνου Μπακόπουλου). Η γραμμή είναι περ. 170 km, κατά μήκος του Νέστου προς Α και των βουλγαρικών συνόρων ως το όρος Μπέλες κοντά στα σύνορα με τη Γιουγκοσλαβία. Οι οχυρώσεις ήταν σχεδιασμένες για φρουρά + 200.000 στρατιωτών, όμως λόγω της έλλειψης προσωπικού το συνολικό μέγεθος της φρουράς ήταν περ. 70.000, έχοντας ως αποτέλεσμα την αραιή διάταξη των αμυντικών γραμμών. Η αρχική γερμανική επίθεση κατά της γραμμής πραγματοποιήθηκε από μία μονάδα πεζικού ενισχυμένη από δύο ορεινές μεραρχίες του 18ου Ορεινού Σώματος, αντιμετώπισαν όμως ισχυρή αντίσταση και σημείωσαν μικρή επιτυχία. Μία γερμανική αναφορά στο τέλος της πρώτης μέρας των επιχειρήσεων περιγράφει πως η γερμανική 5η Ορεινή Μεραρχία «απωθήθηκε στο πέρασμα Ρούπελ παρά την ισχυρότατη αεροπορική υποστήριξη, έχοντας σημαντικές απώλειες». Από τα 24 οχυρά της Γραμμής Μεταξά μόνο 2 έπεσαν, και αυτά μόνον αφού καταστράφηκαν ολοσχερώς. Τα περισσότερα οχυρά, συμπεριλαμβανομένων των Ρούπελ, Εχίνος, Καρατάς, Λίσσε και Ιστίμπεη αντιστάθηκαν για 3 ημέρες. Η γραμμή κατέρρευσε έπειτα από 3 ημέρες μαχών, κατά τις οποίες οι Γερμανοί σφυροκοπούσαν τα οχυρά με πυροβολικό και βομβαρδιστικά καθέτου εφορμήσεως. Ο στόχος αυτός επετεύχθη, χάρη στην 6η Ορεινή Μεραρχία, η οποία διέσχισε μια χιονοσκεπή οροσειρά 2.100 m και κατέλαβε ένα σημείο το οποίο θεωρούνταν απρόσιτο από τους Έλληνες. Η δύναμη έφτασε στην σιδηροδρομική γραμμή που ερχόταν από τη Θεσσαλονίκη(βράδυ 7ης Απριλίου). Οι υπόλοιπες μονάδες του 18ου Ορεινού Σώματος προχωρούσαν με μεγάλη δυσκολία. Η 5η Μεραρχία μαζί με το ενισχυμένο 125ο Σύνταγμα Πεζικού διείσδυσαν στην άμυνα του Στρυμόνα(07/04) και επιτέθηκαν κατά μήκος και των δύο πλευρών του ποταμού, καταστρέφοντας τη μία οχυρωματική θέση μετά την άλλη στο πέρασμά τους. Παρόλα αυτά η μονάδα υπέστη βαριές απώλειες και αποσύρθηκε από το μέτωπο με την ολοκλήρωση της αποστολής της. Η 72η Μεραρχία Πεζικού προωθήθηκε από το Άνω Νευροκόπι κατά μήκος των βουνών και, παρόλο που υστερούσε σε μεταφορική ικανότητα, μέσο πυροβολικό και ορεινό εξοπλισμό, κατόρθωσε να περάσει τη Γραμμή Μεταξά(βράδυ 9ης Απριλίου), οπότε και έφτασε βορειοανατολικά των Σερρών. Ακόμα και μετά την παράδοση της Γραμμής Μεταξά από τον Αντιστράτηγο Μπακόπουλο, μεμονωμένα φρούρια συνέχισαν να μάχονται για μέρες και κατελήφθησαν μόνο όταν χρησιμοποιήθηκε βαρύ πυροβολικό εναντίον τους. Αρκετά στρατεύματα που υπερασπίζονταν τη μεθόριο συνέχισαν να μάχονται και ένας αριθμός από αυτά κατόρθωσε να εκκενωθεί δια θαλάσσης. Όμως, η γραμμή περισσότερο παραδόθηκε, λόγω της υπερφαλάγγισης και της κύκλωσής της από τους Γερμανούς παρά κατέρρευσε. Το γερμανικό 30ο Σώμα Πεζικού στην αριστερή πτέρυγα πέτυχε τον αντικειμενικό στόχο του(βράδυ 8ης Απριλίου), όταν η 164η Μεραρχία Πεζικού κατέλαβε την Ξάνθη. Η 50η Μεραρχία Πεζικού προωθήθηκε πέρα από την Κομοτηνή προς τον Νέστο, όπου αμφότερες οι μεραρχίες έφτασαν την επόμενη ημέρα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου