Παρασκευή 6 Απριλίου 2012

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ(06/04/1941) ΜΕΡΟΣ 3ο

ΓΕΡΜΑΝΙΚΗ ΕΙΣΒΟΛΗ ΣΤΗΝ ΕΛΛΑΔΑ(06/04/1941) ΜΕΡΟΣ 3ο
Η Ελληνική Δεύτερη Στρατιά συνθηκολόγησε άνευ όρων(09/04), μετά την κατάρρευση της Ελληνικής Αντίστασης Α του Αξιού. Σε μία αποτίμηση της κατάστασης(09/04), ο Στρατάρχης List, εξέφρασε τη γνώμη ότι, ως αποτέλεσμα της γρήγορης προώθησης των αυτοκινούμενων μονάδων, η 12η Στρατιά του βρισκόταν τώρα σε πλεονεκτική θέση για να αποκτήσει πρόσβαση προς την Κ. Ελλάδα διασπώντας τις εχθρικές γραμμές πίσω από τον π. Αξιό. Βασιζόμενος σε αυτή του την εκτίμηση ζήτησε τη μεταφορά της 5ης Μεραρχίας Panzer από την 1η Μονάδα Panzer στο 40ο Σώμα Panzer. Θεώρησε ότι η παρουσία της 5ης Μεραρχίας θα έδινε επιπλέον δύναμη στην γερμανική προέλαση μέσω του περάσματος του Μοναστηρίου. Για τη συνέχιση της εκστρατείας δημιούργησε 2 επιθετικές ομάδες, μια Α υπό τη διοίκηση του 18ου Ορεινού Σώματος και μία Δ υπό το 40ο Σώμα Panzer. Μέχρι το πρωί της 10ης Απριλίου το 40ο Σώμα Panzer είχε ολοκληρώσει τις προετοιμασίες του για τη συνέχιση της επίθεσης και συνέχισε την προέλαση προς την κατεύθυνση της Κοζάνης. Το πέρασμα του Μοναστηρίου είχε αφεθεί αφύλακτο και οι Γερμανοί εκμεταλλεύτηκαν την ευκαιρία. Η 1η επαφή με τα Συμμαχικά στρατεύματα πραγματοποιήθηκε βόρεια της Βεύης(11:00, 10/04). Τα SS κατέλαβαν τη Βεύη(11/04), όμως αναχαιτίστηκαν στο πέρασμα του Κλειδιού, Ν της πόλης, όπου ένας μεικτός Κοινοπολιτειακός και Ελληνικός σχηματισμός, γνωστός ως Δύναμη Mackay, σχηματίστηκε για να «…αναχαιτίσει τον αστραπιαίο πόλεμο προς την κοιλάδα της Φλώρινας», όπως το έθεσε ο Wilson. Κατά τη διάρκεια της επόμενης ημέρας το σύνταγμα των SS κατόπτευε τις εχθρικές θέσεις και το σούρουπο εξαπέλυσε μία κατά μέτωπο επίθεση εναντίον του περάσματος. Έπειτα από έντονη μάχη, οι Γερμανοί υπερκέρασαν την εχθρική αντίσταση και διέσπασαν τις αμυντικές γραμμές τους. Η 9η Μεραρχία Panzer εισήλθε στην Κοζάνη(πρωί 14/04). Ο Wilson αντιμετώπισε την προοπτική να καθηλωθεί από τις γερμανικές δυνάμεις που επιχειρούσαν από τη Θεσσαλονίκη ενώ θα υπερφαλαγγίζονταν από το 40ο Σώμα Panzer που κατέβαινε από το πέρασμα του Μοναστηρίου. Στις 13/04, αποφάσισε να αποσύρει όλες τις βρετανικές δυνάμεις στον ποταμό Αλιάκμονα και στη συνέχεια στο στενό των Θερμοπυλών. Στις 14/04, η 9η Μεραρχία Panzer εγκατέστησε προγεφύρωμα στον Αλιάκμονα, όμως η προσπάθεια να προωθηθεί πέρα από αυτό απέτυχε λόγω των πυκνών εχθρικών πυρών. Η αμυντική αυτή γραμμή είχε 3 κύρια στοιχεία: στενό του Πλαταμώνα μεταξύ του Ολύμπου και θάλασσας, το πέρασμα του Ολύμπου καθ’ αυτό και το πέρασμα των Σερβίων ΝΑ. Καθοδηγώντας την επίθεση μέσα στα 3 αυτά στενά η νέα γραμμή άμυνας προσέφερε πολύ μεγαλύτερη αμυντική δύναμη στις περιορισμένες διαθέσιμες δυνάμεις. Οι άμυνα των περασμάτων του Ολύμπου και των Σερβίων αποτελούνταν από τις 4η και 5η Νεοζηλανδικές Ταξιαρχίες και την 16η Αυστραλιανή Ταξιαρχία. Για τις επόμενες 3 μέρες η προέλαση της 9ης Μεραρχίας Panzer καθυστέρησε μπροστά σε αυτές τις θέσεις. Το κάστρο του Πλαταμώνα κυριαρχούσε στο άκρο του παραθαλάσσιου περάσματος του Πλαταμώνα. Την νύχτα της 15ης Απριλίου ένα γερμανικό τάγμα μοτοσικλετιστών, με την υποστήριξη ενός τάγματος τεθωρακισμένων, επιτέθηκε το στενό, όμως οι Γερμανοί απωθήθηκαν από το 21ο Νεοζηλανδικό Τάγμα υπό τη διοίκηση του Συνταγματάρχη Macky, που, όμως, υπέστη βαριές απώλειες. Αργότερα την ίδια μέρα έφτασε ένα γερμανικό σύνταγμα τεθωρακισμένων και έπληξε παράκτια και τα εσωτερικά πλευρά του τάγματος, όμως οι Νεοζηλανδοί κράτησαν τις θέσεις τους. Αφού ενισχύθηκαν (νύχτα 15 προς 16/04) οι Γερμανοί κατάφεραν να συγκεντρώσουν ένα τάγμα τεθωρακισμένων, ένα τάγμα πεζικού και ένα τάγμα μοτοσικλετιστών. Το γερμανικό πεζικό επιτέθηκε την αριστερή πλευρά των Νεοζηλανδών την αυγή, ενώ τα άρματα μάχης επιτέθηκαν κατά μήκος της ακτής αρκετές ώρες αργότερα. Το νεοζηλανδικό τάγμα υποχώρησε, πέρασε τον Πηνειό και τα χαράματα έφτασε στην δυτική έξοδο του φαραγγιού του ποταμού, έχοντας υποστεί ελαφρές απώλειες. Ο Macky πληροφορήθηκε ότι ήταν «απαραίτητο να κρατήσουν το φαράγγι από τις εχθρικές επιθέσεις μέχρι τις 19/04, ακόμα και αν αυτό σήμαινε τον αφανισμό του τάγματος». Βύθισε το προγεφύρωμα στο Δ. άκρο του φαραγγιού αμέσως μόλις πέρασαν οι όλοι οι άνδρες του και ξεκίνησε να στήνει τις αμυντικές του θέσεις. Το 21ο Τάγμα ενισχύθηκε από το αυστραλιανό 2/2ο Τάγμα και αργότερα και από το 2/3ο. αυτή η δύναμη έγινε γνωστή ως Δύναμη Allen από τον ταξίαρχο «Tubby» Allen. Τα 2/5ο και 2/11ο τάγματα μετακινήθηκαν στην περιοχή της Ελάτειας, ΝΔ του φαραγγιού και διετάχθησαν να κρατήσουν τη Δ έξοδο για 3-4 μέρες. Ο στρατηγός Γουίλσον συναντήθηκε(16/04) με τον στρατηγό Παπάγο στη Λαμία και τον πληροφόρησε για την απόφασή του να υποχωρήσει στις Θερμοπύλες. Ο στρατηγός Blamey μοίρασε την ευθύνη της καθόδου προς τις Θερμοπύλες στους στρατηγούς McKay και Freiberg. Ο McKay θα προστάτευε τα πλευρά της Νεοζηλανδικής Μεραρχίας προς Ν ως την Λάρισα και θα ήλεγχε την υποχώρηση μέσω του Δομοκού προς τις Θερμοπύλες των δυνάμεων Savige και Zarkos και της Δύναμης Lee. Η 1η Τεθωρακισμένη Μεραρχία θα κάλυπτε την υποχώρηση της Δύναμης Savige στη Λάρισα και θα είχε τον έλεγχο της υποχώρησης της Δύναμης Allen η οποία θα ακολουθούσε την ίδια πορεία με το Νεοζηλανδικό τμήμα. Οι δυνάμεις της Βρετανικής Κοινοπολιτείας βρίσκονταν υπό διαρκή επίθεση καθ' όλη τη διάρκεια της υποχώρησης. Η μάχη για το φαράγγι του Πηνειού έληξε(πρωί 18/04), όταν το γερμανικό πεζικό πέρασε τον ποταμό χρησιμοποιώντας προγεφυρώματα και τα στρατεύματα της 6ης Ορεινής Μεραρχίας περικύκλωσαν το νεοζηλανδικό τάγμα, το οποίο εξοντώθηκε. Στις 19/04 τα πρώτα στρατεύματα του 18ου Ορεινού Σώματος εισήλθαν στη Λάρισα και κατέλαβαν το αεροδρόμιο, στο οποίο οι Βρετανοί είχαν αφήσει τα αποθέματα εφοδίων τους άθικτα. Η κατάληψη των 10 φορτίων προμηθειών και καυσίμων επέτρεψε στις μονάδες των Γερμανών να συνεχίσουν την προέλασή τους δίχως στάση. Το λιμάνι του Βόλου, στο οποίο οι Βρετανοί είχαν επιβιβάσει πολυάριθμα στρατεύματα τις τελευταίες ήμερες, έπεσε (21/04) και οι Γερμανοί βρήκαν μεγάλες ποσότητες ντίζελ και αργού πετρελαίου. ΥΠΟΧΩΡΗΣΗ ΕΛΛΗΝΙΚΩΝ ΔΥΝΑΜΕΩΝ Καθώς οι Γερμανοί προωθούνταν στην Ελληνική επικράτεια, η Ελληνική 1η Στρατιά που επιχειρούσε στην Αλβανία παρέμενε διστακτική να αντιδράσει. Ο στρατηγός Wilson περιέγραψε αυτή τη διστακτικότητα ως «φετιχιστικό δόγμα ότι ούτε μία πιθαμή [γιάρδα] γης δεν έπρεπε να παραχωρηθεί στους Ιταλούς». Τα πρώτα ελληνικά στρατεύματα άρχισαν να αποσύρονται προς την Πίνδου(13/04). Η υποχώρηση των Συμμάχων προς τις Θερμοπύλες άφησε εκτεθειμένη ένα πέρασμα κατά μήκος της Πίνδου από όπου οι Γερμανοί θα μπορούσαν να πλευρίσουν την οπισθοφυλακή του ελληνικού στρατού. Ένα σύνταγμα των SS ανέλαβε την αποστολή να αποκόψει την γραμμή υποχώρησης της Ελληνικής 1ης Στρατιάς από την Αλβανία κινούμενο Δ προς το πέρασμα του Μετσόβου και από εκεί στα Ιωάννινα. Οι 2 δυνάμεις συγκρούστηκαν στο πέρασμα της Κλεισούρας Καστοριάς(14/04), όπου οι Γερμανοί εμπόδισαν την ελληνική υποχώρηση. Η υποχώρηση επεκτάθηκε κατά μήκος ολόκληρου του αλβανικού μετώπου, με τους Ιταλούς να καταδιώκουν διστακτικά. Ο στρατηγός Παπάγος κατεύθυνε ελληνικές μονάδες προς το πέρασμα του Μετσόβου, όπου αναμένονταν να επιτεθούν οι Γερμανοί. Στις  18/04 ξέσπασε η μάχη μεταξύ αρκετών ελληνικών μονάδων και της ταξιαρχίας των SS «Adolf Hitler», η οποία μέχρι τότε είχε φτάσει στα Γρεβενά. Οι ελληνικές μονάδες δεν διέθεταν τον απαραίτητο εξοπλισμό για να πολεμήσουν ενάντια σε μία μηχανοκίνητη μονάδα και γρήγορα περικυκλώθηκαν και συνετρίβησαν. Οι Γερμανοί προωθήθηκαν και κατέλαβαν(19/04) τα Ιωάννινα, τελευταία γραμμή εφοδιασμού της 1ης Στρατιάς. Οι συμμαχικές εφημερίδες παρομοίασαν την μοίρα του ελληνικού στρατού ως μοντέρνα ελληνική τραγωδία. Ο ιστορικός και πρώην πολεμικός ανταποκριτής Christopher Buckley, όταν περιέγραφε τη μοίρα του ελληνικού στρατού την ανέφερε ως «μία εμπειρία αυθεντικής Αριστοτέλειας κάθαρσης, ένα επιβλητικό αίσθημα της ματαιότητας όλης της ανθρώπινης προσπάθειας και όλου του ανθρώπινου κουράγιου». Ο διοικητής των ελληνικών δυνάμεων στην Αλβανία στρατηγός Γεώργιος Τσολάκογλου συνειδητοποίησε (20/04) την απελπιστική κατάσταση και προσφέρθηκε να παραδώσει το στρατό του(14 μεραρχίες). Ο ιστορικός του Β’ ΠΠ John Keegan γράφει ότι ο Τσολάκογλου «ήταν τόσο αποφασισμένος […] να αρνηθεί στους Ιταλούς την ικανοποίηση μίας νίκης που δεν κέρδισαν ώστε […] ξεκίνησε συζητήσεις, χωρίς να έχει τέτοια διαταγή, με τον διοικητή της γερμανικής μεραρχίας των SS, Sepp Dietrich, ώστε να κανονίσει η παράδοση να γίνει μόνο στους Γερμανούς». Υπό τις αυστηρές διαταγές του Hitler οι διαπραγματεύσεις παρέμειναν κρυφές από τους Ιταλούς και η παράδοση έγινε δεκτή. Εξοργισμένος ο Mussolini διέταξε αντεπιθέσεις εναντίον των ελληνικών δυνάμεων, οι οποίες αποκρούστηκαν. Χρειάστηκε προσωπική παρέμβαση του Mussolini προς τον Hitler ώστε να επιτευχθεί μία ανακωχή στην οποία περιλαμβανόταν και η Ιταλία(23/04). Οι Έλληνες στρατιώτες δεν αντιμετωπίστηκαν ως αιχμάλωτοι πολέμου. Τους επετράπη να γυρίσουν στα σπίτια τους μετά τον αφοπλισμό των μονάδων τους, ενώ στους αξιωματικούς επετράπη να κρατήσουν τα όπλα τους. Η γερμανική διοίκηση είχε συνειδητοποιήσει(16/04) ότι οι Βρετανοί εκκένωναν τα στρατεύματά τους με πλοία από τον Βόλο και τον Πειραιά. Η εκστρατεία έχει πάρει χαρακτήρα καταδίωξης. Για τους Γερμανούς ήταν βασικό να διατηρούν επαφή με τα υποχωρούντα βρετανικά στρατεύματα και να παρεμποδίζουν τα σχέδια εκκένωσής τους. Γερμανικές μεραρχίες πεζικού αποσύρονταν από την ενεργό δράση λόγω της έλλειψης μηχανοκίνητης υποστήριξης τους. Οι 2η και 5η Μεραρχίες Panzer, το 1ο Σύνταγμα Μηχανοκίνητου Πεζικού των SS και οι 2 ορεινές μεραρχίες εξαπέλυσαν καταδίωξη στις εχθρικές δυνάμεις. Για να επιτραπεί η απομάκρυνση του κυρίως όγκου των βρετανικών δυνάμεων, ο Wilson διέταξε την οπισθοφυλακή να κρατήσει το ιστορικό πέρασμα των Θερμοπυλών. Ο στρατηγός Freiberg έλαβε εντολή να υπερασπιστεί το παράκτιο πέρασμα, ενώ ο στρατηγός McKay  να κρατήσει το χωριό Μπράλος. Μετά τη μάχη ο McKay  φέρεται να είπε «Δεν ονειρευόμουν την εκκένωση. Θεωρούσα ότι θα κρατούσαμε για περίπου ένα δεκαπενθήμερο και θα καταρρέαμε υπό το βάρος των αριθμών». Όταν έφτασαν οι εντολές της υποχώρησης(πρωί 23/04) αποφασίστηκε ότι οι 2 θέσεις θα προστατεύονταν από μία ταξιαρχία έκαστη. Αυτές οι ταξιαρχίες, η Αυστραλιανή 19η και η Νεοζηλανδική 6η θα κρατούσαν τα περάσματα όσο το δυνατόν περισσότερο, επιτρέποντας στις άλλες μονάδες να αποσυρθούν. Οι Γερμανοί επιτέθηκαν στις 11.30(24/04), συνάντησαν ισχυρή αντίσταση, έχασαν 15 άρματα και είχαν σημαντικές απώλειες. Οι Σύμμαχοι κράτησαν ολόκληρη την ημέρα. Με την επίτευξη του στόχου να καθυστερήσουν τα γερμανικά στρατεύματα υποχώρησαν προς την κατεύθυνση των παραλίων εκκένωσης και έστησαν μία οπισθοφυλακή στη Θήβα. Οι μονάδες των Panzer που εξαπέλυσαν καταδίωξη στο δρόμο που οδηγούσε προς το πέρασμα καθυστέρησαν λόγω της μεγάλης κλίσης του εδάφους και του μεγάλου αριθμού των δύσκολων στροφών του δρόμου. Η Luftwaffe άρχισε να βομβαρδίζει συστηματικά την περιοχή γύρω από την Αθήνα(21/04), με τον κύριο όγκο των βομβαρδισμών να επικεντρώνεται στην περιοχή από τον όρμο των Μεγάρων μέχρι τον Πειραιά, τη Σαλαμίνα και την περιοχή του Ναυστάθμου, με κύριο στόχο συγκοινωνιακούς κόμβους, πλοία και πλωτά μέσα του Ελληνικού Πολεμικού Ναυτικού. Καθ' όλη τη διάρκεια των βομβαρδισμών ρίχτηκαν στην περιοχή μεταξύ Ψυτάλλειας και Κερατσινίου μαγνητικές και ακουστικές νάρκες, δυσχεραίνοντας την εκκένωση των συμμαχικών στρατευμάτων, τη χρήση του λιμένα του Πειραιά και την απομάκρυνση του ελληνικού στόλου. Γερμανικά αεροσκάφη κάθετης εφορμήσεως πραγματοποίησαν την 1η επίθεση εναντίον του ναυστάθμου Σαλαμίνας, προξενώντας σημαντικές ζημιές(23/04). 2 ακόμα επιθέσεις πραγματοποιήθηκαν(24/04), με αποτέλεσμα, πέρα από τις υλικές ζημιές, τη βύθιση των παροπλισμένων θωρηκτών Κιλκίς και Λήμνος. Συνεχίστηκαν και τις επόμενες ημέρες. Την ίδια μέρα ο Βασιλιάς Γεώργιος και ο πρωθυπουργός Εμμανουήλ Τσουδερός μετέβησαν με υδροπλάνο από τον Σκαραμαγκά στα Χανιά.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου