Τρίτη 10 Απριλίου 2012

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΜΕΡΟΣ 3ο

Η ΕΞΟΔΟΣ ΤΟΥ ΜΕΣΟΛΟΓΓΙΟΥ ΜΕΡΟΣ 3ο
Οι πολιορκούμενοι διεμύνησαν στους Τούρκους πασάδες, ότι αν θέλουν το Μεσολόγγι θα πρέπει να έρθουν να το πάρουν. Στο στρατόπεδο των πολιορκητών η κατάσταση δεν ήταν καλύτερη. Τρόφιμα και πολεμοφόδια όλο και λιγόστευαν και οι προμήθειες νέων, γίνονταν όλο και πιο δύσκολες. Έτσι, οι πασάδες αποφάσισαν έφοδο, καθότι οι διαπραγματεύσεις ήταν χρονοβόρες. Η επίθεση προγραμματίστηκε για την νύχτα 24-25/12, με την ελπίδα ότι οι μαχητές θα εγκατέλειπαν τους προμαχώνες για να πάνε στην Εκκλησία για τα Χριστούγεννα. Όμως το σχέδιο της επίθεσης διέρρευσε στους αγωνιστές της πόλης από τον ελληνικής καταγωγής γραμματικό του Ομέρ Βρυώνη, Γιάννη Γούναρη, και έτσι η φρουρά παρέμεινε στην θέση της αναμένοντας την επίθεση. Στην έφοδο, οι Οθωμανοί υπέστησαν πανωλεθρία. Οι πασάδες έλυσαν(31/12/1822) την πολιορκία, γιατί φήμες έλεγαν ότι έφθανε εναντίον τους ο Οδυσσέας Ανδρούτσος[Γεννήθηκε(Δεκέμβριος 1790 ή 1788-90) ή στην Πρέβεζα ή στην Ιθάκη. επιφανής αγωνιστής οπλαρχηγός της Επανάστασης και γιος του οπλαρχηγού Ανδρούτσου. Ο πατέρας του, το «Λιοντάρι της Ρούμελης» εξαιτίας της αντρειοσύνης του, ο Ανδρέας Ανδρούτσος από τις Λιβανάτες Φθιώτιδας, προερχόταν από ιταλική οικογένεια ευγενών της Ζακύνθου. Το όνομα της οικογένειας(ιταλ. Andruzzo) αναφέρεται στο Libro dOro του νησιού. Μητέρα του ήταν η Ακριβή Τσαρλαμπά, κόρη του προεστού της Πρέβεζας Δημήτριου Τσαρλαμπά. Ο πατέρας του(γεν. 1750) ήταν Αρβανίτης, ο Ανδρέας Βερούτσος ή Ανδρέας Βερούσης ή Ανδρέας Μουτσανάς(εξ ου και το υποκοριστικό Ανδρούτσος), διαβόητος αρχικλέφτης, πειρατής συνεργάτης του Λάμπρου Κατσώνη(1790-2) και επαναστάτης πριν την επίσημη κήρυξη της Επανάστασης(25/03/1821). Σε μια από τις μάχες του με τους Οθωμανούς τραυματίσθηκε στην κνήμη και επειδή κινδύνευε στην κατεχόμενη Ελλάδα, κατέφυγε στην Βενετοκρατούμενη Πρέβεζα για ασφάλεια και ιατρική περίθαλψη από Βενετσιάνους χειρουργούς. Ο Βερούσης διεκομίσθη(1786) στην Πρέβεζα, και φιλοξενήθηκε από τον άρχοντα της Πρέβεζας εύπορο προεστό Δημήτρη Τσαρλαμπά, Γαλλόφιλο και πράκτορα των Ρώσων(Ρωσοτουρκικός Πόλεμος, 1787-92). Τελικά παντρεύτηκε τη Ακριβή Τσαρλαμπά(13/03/1786), με κουμπάρο τον Λάμπρο Κατσώνη υποπλοίαρχο του Ναυτικού της Ρωσικής Αυτοκρατορίας. Ο Βερούσης, συνελήφθη(1792) από τους Βενετούς, παραδόθηκε στους Τούρκους και μεταφέρθηκε στην Κωνσταντινούπολη όπου πέθανε από τούρκικα βασανιστήρια(1797) στα 47 του. Ο μικρός Οδυσσέας, έμεινε ορφανός σε ηλικία 7 ετών. Η χήρα μητέρα του μετακόμισε(1797) στη Λευκάδα. Ο μικρός Οδυσσέας έκανε παρέα(1798-1800) με το γνωστό μετέπειτα ποιητή Ιωάννη Ζαμπέλιο. Έγινε η Μάχη της Νικόπολης(1798) και ο Χαλασμός της Πρέβεζας από τον Αλή Πασά και ο μικρός Οδυσσέας και η μητέρα του διασώθηκαν γιατί είχαν καταφύγει στη Λευκάδα. Αργότερα επέστρεψαν στην Πρέβεζα(ως το 1806). Ο Αλή Πασάς ενθυμούμενος την προσωπική φιλία που είχε με τον εκλιπόντα πατέρα του Οδυσσέα Ανδρούτσου, τον αναζήτησε(1806) και τον πήρε στην αυλή του στα Ιωάννινα, ή τον πήγε εκεί με αίτημα η μητέρα του. Φοίτησε στη στρατιωτική σχολή του Αλή και είχε έναν ταραχώδη βίο, όμως σχεδόν πάντα ο Αλή τον συγχωρούσε. 15ετής κατατάχτηκε από τον Αλή στην προσωπική σωματοφυλακή του και σύντομα έγινε αρχηγός της προσωπικής φρουράς του. Φαίνεται ότι προσήλθε, επιφανειακά ή συνειδητά άγνωστο, στην μουσουλμανική αίρεση των Μπεκτασίδων, στην οποία ανήκε και ο προστάτης του. Μυήθηκε στη Φιλική Εταιρεία(1818) και διορίστηκε δερβέναγας στην Α. Στερεά(1819). Πήρε μέρος στις μάχες του Βερατίου, Αργυροκάστρου και Γαρδικίου, και για αμοιβή της ανδρείας του, ο Αλή του χάρισε ως μνηστή την Ελένη, κόρη του εύπορου και ισχυρού Χρήστου Καρέλου από τους Καλαρρύτες Ιωαννίνων και την οπλαρχηγία της Λειβαδιάς. Όταν επήλθε η ρήξη του Αλή Πασά με την Πύλη(1820), εγκατέλειψε την Λιβαδειά, αφού μύησε τον Αθανάσιο Διάκο στην Φιλική εταιρεία και του εμπιστεύθηκε την εξουσία της οπλαρχηγίας του αφήνοντάς τον ως πρωτοπαλίκαρο. Κατέφυγε στην Αράχωβα όπου προσπάθησε μαζί με άλλους επιφανείς Έλληνες με θητεία στην αυλή του Αλή, να δημιουργήσει μια ελληνοαλβανική συμμαχία, σύμφωνα με τα σχέδια της Φιλικής Εταιρείας. Το εγχείρημα αυτό όμως απέτυχε καθώς ο Ομέρ Βρυώνης αρνήθηκε να συμμετάσχει. Ο Ανδρούτσος κατέφυγε διαμέσου Ακαρνανίας στα Επτάνησα(Λευκάδα). Εκεί συναντήθηκε(αρχές 1821) με οπλαρχηγούς της Πελοποννήσου και της Στερεάς. Σε σύσκεψη αγγλοκρατούμενη Αγία Μαύρα(τέλη Ιανουαρίου), συμμετείχε και ο Ανδρούτσος. Θέμα της: οι προετοιμασίες για να ξεσηκωθεί η Στερεά Ελλάδα. Αποφασίστηκε η ανάθεση της εξέγερσης της Α. Στερεάς στον Ανδρούτσο και στον Πανουργιά. Λίγο πριν τον τραγικό θάνατο του Αλή Πασά(1822), σε συνεννόηση μ’ αυτόν, ο Ανδρούτσος με ένα ασκέρι 2.000 ανδρών, Αλβανών και Ελλήνων, ανεξαρτητοποιήθηκε και άρχισε ένα 3χρονο αγώνα εναντίον των Οθωμανών με αποκορύφωμα την Μάχη στο Χάνι της Γραβιάς(08/05/1821), όπου μόνο 118 Έλληνες αντιμετώπισαν επιτυχώς 8.000 Οθωμανούς υπό τον Ομέρ Βρυώνη. Μέσα σε αυτούς τους 118 ήταν και οι μετέπειτα δολοφόνοι του Ανδρούτσου. Στη μάχη αυτή, «η στρατηγική ιδιοφυΐα του θριάμβευσε. Δικαιωματικά κατέλαβε τη θέση του αρχηγού της Βοιωτίας και επηρέασε την τύχη της Επανάστασης στην Α Στερεά. Η γερουσία του Αρείου Πάγου του αναθέτει(27/08/1822) τη Διοίκηση της Αθήνας και εισέρχεται θριαμβευτής Φρούραρχος στην Ακρόπολη, συνοδευόμενος από τους Ιωάννη Μακρυγιάννη, Ιωάννη Γκούρα, Ιωάννη Μαμούρη, Κατσικογιάννη και 300 ένοπλους επαναστάτες. Η υποδοχή του λαού των Αθηνών ήταν αποθεωτική. Εκεί, γνώρισε πολλούς ξένους Φιλέλληνες οι οποίοι αναφέρονται ευνοϊκά στα απομνημονεύματά τους σ’ αυτόν. Στην μάχη στο Χάνι, πήρε εκδίκηση και για τον θάνατο του φίλου του, Αθανάσιου Διάκου στη μάχη της Αλαμάνας. Ανακηρύχθηκε(τέλη 1821) από τους υπόλοιπους οπλαρχηγούς, αρχιστράτηγος της Α Στερεάς, τίτλος που του αναγνωρίστηκε(1822).Κατηγορήθηκε(άνοιξη 1822) από τον Ιωάννη Κωλέττη για συνεργασία με τον εχθρό, με αποτέλεσμα να παραιτηθεί. Όμως παρά την παραίτησή του συνέχισε την πολεμική του δράση εναντίον των Τούρκων(ως το 1824). Οι παλιές προστριβές του Ανδρούτσου με τους πολιτικούς, οι έντονες αντιδράσεις του, η τάση της Κυβέρνησης Κουντουργιώτη να τον παραγκωνίζει και να μην του χορηγεί τα απαιτούμενα χρήματα και εφόδια για τη συγκρότηση ισχυρού στρατού και στρατοπέδων στη Στερεά, είχαν τον απογοητεύσει. Ο Εμφύλιος στην Πελοπόννησο, η απροθυμία της κυβερνήσεως να τον βοηθήσει και ο κίνδυνος των επαρχιών της Στερεάς από την προέλαση των τουρκικών στρατευμάτων, τον είχαν κάνει(αρχές Αυγούστου 1824) να έλθει σε επαφή με τους Τούρκους αρχηγούς για να βάλει ξανά καπάκια, μολονότι, στη συνέλευση των Σαλώνων(Απρίλιος), είχε αποφασισθεί «κανένας στρατιωτικός να μην ημπορεί να βάλει τα λεγόμενα καπάκια». Διαβλέποντας παντού μηχανορραφίες των πολιτικών, ο Ανδρούτσος αποσύρθηκε απογοητευμένος στη σπηλιά του, στη Μαύρη Τρύπα, Β του Παρνασσού, κοντά στο χωριό Βελίτσα. Οι κινήσεις και οι διαθέσεις του όμως τον έκαναν περισσότερο ύποπτο στην κυβέρνηση, και κυρίως στον Κωλέττη και στους άλλους εχθρούς του, που ζητούσαν να διορίσουν άλλους καπεταναίους στη θέση του. Η καχυποψία του ενισχύθηκε όταν έμαθε τη σύλληψη του Κολοκοτρώνη. Τα γεγονότα αυτά τον επηρέασαν τόσο, ώστε, θέλοντας να φοβίσει τους πολιτικούς, ενώθηκε με τους Τούρκους με τον όρο να του δώσουν την αρχηγία των επαρχιών Εύβοιας, Ταλαντίου, Λιβαδιάς και Θήβας. Η συμφωνία που κλείστηκε τότε με τον Ομέρ πασά του Ευρίπου «ήταν κάτι περισσότερο από τα συνηθισμένα καπάκια, ήταν μια πράξη απελπισίας στα όρια της προδοσίας». Η κυβέρνηση, για να αντιμετωπίσει την ύποπτη στάση του διόρισε(20/02/1835) το παλιό πρωτοπαλίκαρό του Γιάννη Γκούρα αρχηγό της εκστρατείας στην Α Ελλάδα και του χορήγησε 140.000 γρόσια. Αυτός, βάδισε προς τη Δόμβραινα και από εκεί στη Λειβαδιά. Οι κυβερνητικές δυνάμεις τον ακολούθησαν και τον ανάγκασαν, αυτόν και τους 400 Τούρκους ντελήδες(ιππείς) που του είχε στείλει ο Ομέρ πασάς από τη Χαλκίδα, να υποχωρήσουν στη Χαιρώνεια και κατόπιν στην πατρίδα του Λιβανάτες. Στο μοναστήρι της Βελιβούς(27-07/04), η θέση του Ανδρούτσου έγινε δύσκολη και τελικά, εγκατέλειψε κρυφά τους ντελήδες και παραδόθηκε στον Γκούρα που τον έστειλε με συνοδεία στην Αθήνα. Μόλις έφθασε εκεί, τον έκλεισαν σε φυλακή στο κάτω μέρος του ψηλού Γουλά(πύργου) δεξιά στην είσοδο των Προπυλαίων της Ακρόπολης. Έγινε απόπειρα απελευθέρωσής. Όταν ο Γκούρας-είχε στρατοπεδεύσει στον Όσιο Λουκά-, επειδή είχε ανάγκη από τρόφιμα και πολεμοφόδια για να αντιμετωπίσει τον Ντεμίρ πασά και τον Μουστάμπεη που είχαν μπει στα Σάλωνα, είχε στείλει τον παλαιό γραμματικό του Οδυσσέα Γεωργαντά να κάνει προμήθειες στο Λουτράκι. Εκεί θα συναντήσει τον Γεώργιο Καραϊσκάκη, φίλο του Ανδρούτσου και τον Κώστα Μπότσαρη. Ο Καραϊσκάκης μόλις έμαθε τη φυλάκιση του Ανδρούτσου, εξοργίστηκε και έβρισε τον Γκούρα. ξεκινήσει για το στρατόπεδο της Στερεάς για να απελευθερώσει τον φίλο του. Ο Γκούρας θα οχυρωθεί εκεί και ο Καραϊσκάκης δεν θα μπορέσει να τον απελευθερώσει. Για να αποκλιμακώσει την ένταση η Διευθυντική Επιτροπή της Ανατολικής Στερεάς Ελλάδος έστειλε επιστολή στην έδρα της διοικήσεως γνωμοδοτώντας την μετάθεση του Γκούρα στο στρατόπεδο της Αθήνας. Και η κυβέρνηση να μαλακώσει τον Καραϊσκάκη. Περιμένοντας να δικαστεί ο Ανδρούτσος(05/06, μετά τα μεσάνυχτα), ο οπλαρχηγός Μαμούρης και 2 σύντροφοί του, κατά διαταγή του Γκούρα, απομάκρυναν τον δεσμοφύλακα, μπήκαν στο κελί του Ανδρούτσου και τον θανάτωσαν με τα ίδια τους τα χέρια(ξυλοδαρμός). Ύστερα γκρέμισαν το σώμα του από τον Γουλά κάτω στο λιθόστρωτο του ναού της απτέρου Νίκης και διέδωσαν ότι ο φυλακισμένος είχε επιχειρήσει να δραπετεύσει, αλλά το σχοινί που χρησιμοποίησε κόπηκε και έτσι σκοτώθηκε]. Κατά την επιστροφή τους νέα δοκιμασία περίμενε τους καταπονημένους Οθωμανούς. Στην προσπάθειά τους να διαβούν τον πλημμυρισμένο Αχελώο, πολλοί έχασαν τη ζωή τους. Τα υπολείμματα των δυνάμεων Κιουταχή και Ομέρ Βρυώνη έφθασαν σε κακή κατάσταση(21/09/1823) στο Κραβασσαρά(σημ. Αμφιλοχία) και κατόπιν πέρασαν με πλοία στην Πρέβεζα. Η καταστροφή αυτή των Οθωμανών, έφερε την αποτυχία των 2 πασάδων. Η επιτυχία των Ελλήνων έγινε μεγαλύτερη, όταν, μετά την αναχώρηση των Οθωμανών από το Μεσολόγγι, ενώθηκαν με τους Επαναστάτες οι οπλαρχηγοί Ανδρέας Ίσκος και Γεωργάκης Βαλτινός-πριν στο τουρκικό στρατόπεδο-. Ο Διονύσιος Σολωμός μίλησε για την καταστροφή των Τούρκων στον Αχελώο και την 1η Πολιορκία του Μεσολογγίου, με νωπή στην μνήμη τα γεγονότα(ΥΜΝΟΣ ΕΙΣ ΤΗΝ ΕΛΕΥΘΕΡΙΑΝ, Μάιος 1823, στροφές 88-121). Η ημιτελής επεξεργασία του γεγονότος έγινε στους ΕΛΕΥΘΕΡΟΥΣ ΠΟΛΙΟΡΚΗΜΕΝΟΥΣ(Β’ Πολιορκία Μεσολογγίου, Β’ και Γ’ Σχεδίασμα, δημοσίευση από Ιωάννη Πολυλά(1844)) Α’ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ Στην 1η φάση της πολιορκίας (15/04-12/12/1825) το Μεσολόγγι πολιορκήθηκε μόνο από τον Κιουταχή. Οι επιθέσεις τους συντρίβονταν εύκολα ή δύσκολα από τους υπερασπιστές της πόλης. Ο από θαλάσσης αποκλεισμός δεν ήταν ισχυρός και επανειλημμένως διασπάσθηκε από τον στόλο του Μιαούλη, ο οποίος ενίσχυε με πολεμοφόδια και τρόφιμα τους πολιορκούμενους. 1000 ρουμελιώτες πολεμιστές υπό τον Γεώργιο Καραϊσκάκη ανάγκασαν(24/07) τον Κιουταχή να αποσύρει τις δυνάμεις του στις υπώρειες του όρους Ζυγός, χαλαρώνοντας την πολιορκία του Μεσολογγίου. Και ο τουρκικός στόλος, παρενοχλούμενος από τον ελληνικό, αναγκάσθηκε να ζητήσει καταφύγιο στην αγγλοκρατούμενη Κεφαλληνία. Ο Κίτσος Τζαβέλλας, επικεφαλής δυνάμεως Σουλιωτών πολεμιστών, εισήλθε στην πόλη(05/08), αναπτερώνοντας το ηθικό των πολιορκουμένων. Όμως, ο κοινός στόλος Τούρκων και Αιγυπτίων αποβίβασε(αρχές Νοεμβρίου) 8.000 αιγύπτιους στρατιώτες κι ένα μήνα αργότερα κατέφθασε στην περιοχή ο Ιμπραήμ που είχε σχεδόν καταστείλει την Επανάσταση στην Πελοπόννησο. Τούρκοι, Τουρκαλβανοί και Αιγύπτιοι αριθμούσαν 25.000 άνδρες, με σύγχρονο πυροβολικό, που διοικούσαν γάλλοι αξιωματικοί. Οι Έλληνες είχαν να αντιπαρατάξουν 4.000 μαχητές. Μετά την καταστροφική μάχη του Πέτα(04/07/1822), ο τούρκικος στρατός κατευθυνόταν από την Ήπειρο στο Μεσολόγγι, υπό τους Κιουταχή, χωρίς αντίσταση. Ο Ομέρ Βρυώνης, αφού εξασφάλισε(10/10) την υποταγή των οπλαρχηγών Ξηρομέρου και Βάλτου(προσκυνημένοι), συναντήθηκε με τον στρατό του Κιουταχή και έφθασαν(25/10) 7.000 άνδρες έξω από το Μεσολόγγι, όπου οι Μαυροκορδάτος, Μπότσαρης και Κίτσος Τζαβέλας[1800-55. Έλληνας αγωνιστής της Επανάστασης του 1821 από το Σούλι της και μετέπειτα στρατηγός, υπουργός και πρωθυπουργός. Δευτερότοκος γιος του Φώτου Τζαβέλα και εγγονός του Λάμπρου και της Μόσχως. Γεννήθηκε στο Σούλι, μεγάλωσε στην Κέρκυρα και γύρισε(1820) μαζί με τους Σουλιώτες στην πατρίδα, όπου ανακηρύχτηκε καπετάνιος(19 ετών). Μετά τον θάνατο του Αλή, πήγε στην Πίζα για να συνεννοηθεί με τους Φιλικούς για την Επανάσταση. Γύρισε(1822) και πήρε μέρος ως αρχηγός 35 Σουλιωτών, μαζί με το Μάρκο Μπότσαρη, στην Α’ πολιορκία του Μεσολογγίου(φθινόπωρο 1822) και στη μάχη του Κεφαλόβρυσου(1823). Πήρε μέρος και στη Β’ πολιορκία(1823). Συνεργάστηκε με τον Καραϊσκάκη(Άμπλιανη, 1824). Πολέμησε στο Δίστομο και στο Κρεμμύδι της Πύλου. Διέσπασε τα στρατεύματα του Κιουταχή(Ιούνιος 1825) στο Μεσολόγγι και μπήκε στην πόλη. Στην ηρωική Έξοδο, ως αρχηγός 2.500 ανθρώπων έσπασε τις γραμμές των Τούρκων και πήγε στα Σάλωνα (Άμφισσα) με 1.300 άνδρες. Πήρε μέρος μαζί με τον Καραϊσκάκη στις μάχες τις Αττικής και, μετά το θάνατο του 2ου, ανατέθηκε σ' αυτόν η αρχιστρατηγία, προσωρινά. Ο Καποδίστριας τον έκανε χιλίαρχο, αναθέτοντάς του να καθαρίσει την Στερεά από τους Τουρκαλβανούς και τους Τουρκοαιγυπτίους. Με τον Κολοκοτρώνη, στην Αντιβασιλεία, φυλακίστηκε, ως μέλος της ρωσόφιλης μερίδας. Ο Όθωνας τον έκανε υποστράτηγο, αντιστράτηγο και υπασπιστή του. Αναδείχτηκε(1844) Υπουργός Στρατιωτικών στην κυβέρνηση Κωλέττη, πρωθυπουργός (1847-8) και Υπουργός Στρατιωτικών(1849). Όταν στην Ελλάδα ξέσπασε το Απελευθερωτικό Κίνημα των Αλύτρωτων περιοχών(1854), μαζί με άλλους Σουλιώτες αξιωματικούς ανέλαβε την ηγεσία των επιχειρήσεων στην Ήπειρο. Μετά την αποτυχία του εγχειρήματος, αποσύρθηκε και πέθανε(1855).], ήταν αποφασισμένοι να κρατήσουν τη πόλη πάση θυσία. Ο Γιουσούφ πασάς, με τον στόλο του, είχε αποκλείσει το Μεσολόγγι από θαλάσσης. Η πόλη είχε άθλια οχύρωση και ελάχιστους υπερασπιστές(380 κατά Σπυρίδωνα Τρικούπη και 380 κατά Gordon). Ο Μαυροκορδάτος είχε οχυρώσει(Σεπτέμβριος 1821) την πόλη «εκ των ενόντων». Οργάνωσε την άμυνα και χρησιμοποίησε όλες τις μεθόδους της οχυρωματικής τέχνης και τα τεχνάσματα που μπόρεσε να επινοήσει. Μετά την διχογνωμία Βρυώνη-Κιουταχή για το σχέδιο, ο Μπότσαρης άρχισε ατέρμονες συνομιλίες με τους Οθωμανούς-πλαστές- για παράδοση, για να κερδίσει χρόνο, ώστε να φτάσει η βοήθεια από την Πελοπόννησο και τα νησιά. Ο Μαυροκορδάτος διήγειρε την αντιζηλία μεταξύ των πασάδων. Ο Γιουσούφ πασάς της Πάτρας, που είχε αναλάβει τον αποκλεισμό του Μεσολογγίου από την θάλασσα, ζήτησε από τον Μαυροκορδάτο να του παραδοθεί κάνοντας δελεαστικότερες προτάσεις; Ο Μαυροκορδάτος φροντίζει να μάθει την πρόταση αυτή ο Ομέρ Βρυώνης, ο οποίος εξαγριώνεται με τον Γιουσούφ, που θέλει να του αρπάξει το τρόπαιο και επιμένει στην άποψή του. Τελικά ήρθε η βοήθεια, ο Μάρκος δήλωσε στους Τούρκους ότι λυπάται αλλά τώρα δεν γίνεται. 8 υδραιοσπετσιώτικα πλοία αποβίβασαν στο Μεσολόγγι(08/11) 700 Πελοποννησίους με τον Πετρόμπεη Μαυρομιχάλη, τον Ανδρέα Ζαϊμη και τον Κανέλλο Δεληγιάννη και λίγες μέρες αργότερα έφτασαν οπλαρχηγοί της Δυτικής Στερεάς. Ο βαρύς χειμώνας ταλαιπωρούσε τους Τούρκους, τα τρόφιμα και πολεμοφόδιά του άρχισαν να ελαττώνονται και είχε δημιουργηθεί «μέγας γογγυσμός κατά των πασάδων και εψιθυρίζετο και η διάλυσίς του». Ο Ομέρ Βρυώνης αποφάσισε έφοδο (ξημερώματα 25/12/1822, Χριστούγεννα) με την ελπίδα να βρίσκονται οι Έλληνες στις εκκλησίες και όχι στα τείχη. Ο Μαυροκορδάτος ανακάλεσε ένα τμήμα έτοιμο να φύγει σε αποστολή και διέταξε να μην ανοίξουν οι εκκλησίες. Η έφοδος απέτυχε. Οι Τούρκοι είχαν 500 νεκρούς, οι Έλληνες 4 και 2 τραυματίες. Στη συνέχεια άλλα τμήματα που είχαν ήδη βγει από το Μεσολόγγι επέπεσαν στον εχθρό και του προξένησαν νέες σοβαρές απώλειες, οι οπλαρχηγοί που είχαν προσκυνήσει εγκατέλειψαν τους Τούρκους, ο Καραϊσκάκης τους χτύπησε, κι ο όλεθρος ολοκληρώθηκε κατά την διάβαση του πλημμυρισμένου Αχελώου. Η 1η φάση, λοιπόν, κράτησε από τον Απρίλιο-Δεκέμβριο του 1825. Οι Τούρκοι έφθασαν λίγα μέτρα από το τείχος. Μια ισχυρή επίθεση του Κιουταχή(21/07/1825) απέτυχε και μια ελληνική νυχτερινή αντεπίθεση(24/07) προκάλεσε σοβαρές απώλειες στους Οθωμανούς. Ελληνικά πλοία έσπασαν τον αποκλεισμό και εφοδίασαν το Μεσολόγγι. Η άμυνά του(αρχές Αυγούστου) ενισχύθηκε με 1.500 άνδρες. Μετά από τις άκαρπες επιθέσεις του, ο Κιουταχής αποσύρθηκε στις γύρω υπώρειες και κατά διαστήματα βομβάρδιζε την πόλη. Β’ ΠΟΛΙΟΡΚΙΑ Άρχισε(25/12/1825) η 2η φάση της πολιορκίας του Μεσολογγίου.

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου