ΚΑΤΟΧΙΚΕΣ ΚΥΒΕΡΝΗΣΕΙΣ(ΓΕΩΡΓΙΟΣ ΤΣΟΛΑΚΟΓΛΟΥ)
Ο Γεώργιος Τσολάκογλου του Κωνσταντίνου(1886-1948). Έλληνας στρατιωτικός και πολιτικός, διορισμένος πρωθυπουργός(1941–1942) κατά την περίοδο Τριπλής Κατοχής της Ελλάδας. Το πραγματικό του επίθετο ήταν Τσολάκογλους. Ήταν αμφιθαλής αδελφός του αντιστράτηγου Νικολάου Σπυρόπουλου. Κατατάχθηκε στον Ελληνικό Στρατό. Εισήλθε στη Σχολή Υπαξιωματικών από την οποία αποφοίτησε(1912) με τον βαθμό του ανθυπολοχαγού Πεζικού. Ως αξιωματικός του Ελληνικού Στρατού, ο Τσολάκογλου συμμετείχε στις κυριότερες μάχες στους Βαλκανικούς Πολέμους, και στον Α’ ΠΠ, όπου και προάχθηκε κατ΄ εκλογή σε λοχαγό και ταγματάρχη και υπηρέτησε στο επιτελείο της 1ης Μεραρχίας στην οποία αργότερα ανέλαβε επιτελάρχης. Συμμετείχε στην εκστρατεία στην Ουκρανίας και στην Μικρασιατική εκστρατεία ως διοικητής τάγματος ευζώνων του 1/39ου και αργότερα ως επιτελάρχης της 4ης Μεραρχίας(επίθεση Αυγούστου 1922). Στην σύμπτυξη του Α΄ Σώματος Στρατού στο οποίο ανήκε ακολούθησε στην αρχή την φάλαγγα του στρατηγού Τρικούπη και λίγο πριν την Σμύρνη την φάλαγγα του στρατηγού Φράγκου. Αντισυνταγματάρχης(1923), συνταγματάρχης(1925) και ανώτατος αξιωματικός(1935) διοίκησε διαδοχικά: Μεραρχία, την Σχολή Ευελπίδων, και το Γ΄ Σώμα στρατού, του οποίου την διοίκηση ανέλαβε αφού παρέδωσε τη διοίκηση Κρήτης(1938, αρχή Β’ ΠΠ). Είχε φθάσει στον βαθμό του αντιστρατήγου και ήταν διοικητής του Γ΄ Σώματος Στρατού(Δ. Μακεδονία)(1940). Μετά την επίθεση των Ιταλών κατά τη μάχη του Μόραβα, με επιτυχημένο ελιγμό, και παρά τους δισταγμούς των ανωτέρων του, συνέβαλε στη πλήρη νίκη του υπ' αυτού Σώματος στρατού. Μετά την επίθεση όμως των Γερμανών κατά της Ελλάδος(06/04/1941), την βαθιά στην συνέχεια διείσδυση των προς την Θεσσαλονίκη(09/04/1941) και την υποχώρηση του Ελληνικού Στρατού από το μέτωπο της Β. Ηπείρου, ύστερα από την αναχώρηση της Ελληνικής πολιτειακής ηγεσίας στην Μ. Ανατολή, ο Τσολάκογλου κ.ά. ανώτεροι αξιωματικοί του Στρατού έλαβαν την πρωτοβουλία για συνθηκολόγηση, κρίνοντας πως κάθε αντίσταση στους κατακτητές θα ήταν μάταιη. Έτσι την Κυριακή του Πάσχα(20/04/1941), σε συνεννόηση με τον διοικητή του Α΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Παναγιώτη Δεμέστιχα, τον διοικητή του Β΄ Σώματος Στρατού, αντιστράτηγο Γεώργιο Μπάκο, και τον Μητροπολίτη Ιωαννίνων Σπυρίδωνα, κατάργησε πραξικοπηματικά τον διοικητή Στρατιάς Ηπείρου Ιωάννη Πιτσίκα, ανέλαβε ο ίδιος διοικητής της και υπέγραψε πρωτόκολλο ανακωχής με τον διοικητή της 1ης Μηχανοκίνητης Μεραρχίας SS, υποστράτηγο Josef «Sepp» Dietrich, στο Βοτονόσι του Μετσόβου. Ο αρχηγός του Ελληνικού Στρατού, αρχιστράτηγος Αλέξανδρος Παπάγος, σε τηλεγράφημά του προς το Τμήμα Στρατιάς Ηπείρου, κατήγγειλε την πρωτοβουλία του Τσολάκογλου ως αντίθετη προς τα συμφέροντα της πατρίδας, διέταξε την αντικατάσταση του και αγώνα «μέχρι εσχάτου ορίου δυνατοτήτων». Ήταν όμως ήδη αργά. Την επόμενη ημέρα(21/04) στην Λάρισα, ο Τσολάκογλου, «υπό το κράτος βίας», υπέγραψε ως διοικητής της Ελληνικής Στρατιάς Ηπείρου και Μακεδονίας την άνευ όρων παράδοση του Ελληνικού Στρατού στους Γερμανούς. Εκ μέρους των Γερμανών, το πρωτόκολλο της παράδοσης συνυπέγραψε ο αρχηγός των γερμανικών στρατευμάτων στην Ελλάδα, στρατηγός von Greinffenberg. Στις 23/04, ο Τσολάκογλου αναγκάσθηκε να υπογράψει στην Θεσσαλονίκη και 3ο πρωτόκολλο με τον Γερμανό στρατηγό Alfred Jodl και τον Ιταλό στρατηγό Alberto Ferrero, για να ικανοποιηθεί και το γόητρο των Ιταλών. Στα απομνημονεύματα του, ο Τσολάκογλου γράφει : «Ευρέθην αντιμέτωπος ιστορικού διλήμματος : Ή ν' αφήσω να συνεχισθή ο αγών και να γίνη ολοκαύτωμα, ή υπείκων εις τας παρακλήσεις όλων των ηγητόρων του στρατού ν' αναλάβω την πρωτοβουλίαν της συνθηκολογήσεως... «Τολμήσας» δεν υπελόγισα ευθύνας... Μέχρι σήμερον δεν μετενόησα δια το τόλμημά μου. Τουναντίον αισθάνομαι υπερηφάνειαν.» Στις 30/04/1941, 11:00 ο Τσολάκογλου, χωρίς την παρουσία του Αρχιεπισκόπου Χρύσανθου-είχε αρνηθεί να τον ορκίσει(σε αντίθεση με τον Ιερώνυμο στις μέρες μας)-, με το επιχείρημα ότι είχε ήδη ορκίσει εθνική κυβέρνηση, ορκίσθηκε από μόνος του(= διορίστηκε) στα Παλαιά Ανάκτορα(σημερινή Βουλή), παρουσία των ανωτάτων διοικητών των δυνάμεων κατοχής, θέση στην οποία παρέμεινε μέχρι τις 02/12/1942. Οι Βρετανοί έσπευσαν να τον καταγγείλουν ως Έλληνα Quisling(The Times, 30/04/1941). Την ίδια ημέρα που ανακήρυξε την αβασίλευτη Ελληνική Πολιτεία, εκπρόσωποι των 2 πολιτικών παρατάξεων(Βενιζελικοί, Λαϊκό Κόμμα), αναγνώρισαν την κυβέρνησή του ως «κυβέρνηση εθνικής ανάγκης»(Ελεύθερον Βήμα, 08/05/1941). Κατά την «πρωθυπουργία» του, προσπάθησε να διατηρήσει τη δραχμή ως κατοχικό νόμισμα, πλην όμως η δέσμευσή του από τις Αρχές κατοχής είχε σαν συνέπεια τη συνεχή υποτίμηση, που οδήγησε σε ραγδαίες αυξήσεις τιμών και πείνα, ενώ η χρυσή λίρα τότε αποθησαυριζόταν. Για την κατάσταση εκείνη οι Γερμανοί επέρριψαν την ευθύνη στους Ιταλούς που δεν έπραξαν τίποτε, κατά αρμοδιότητα που διατηρούσαν, για να προλάβουν αυτή την οικονομική εξέλιξη, αν και εισήγαγαν στη συνέχεια τη λεγόμενη «μεσογειακή δραχμή». Τελικά ο Τσολάκογλου παραιτούμενος από το αξίωμά του, μετά από πολλές πιέσεις που του άσκησαν εγγράφως οι άλλοι πολιτικοί αρχηγοί, μεταξύ των οποίων οι Καφαντάρης, Σοφούλης, Γονατάς, Μάξιμος, Πάγκαλος, ακόμη και ο Ράλλης, αλλά και μετά από 2 ανεπιτυχείς γύρους διαπραγματεύσεων με τους Γερμανούς(Βερολίνο-Σεπτέμβριος 1942) και Ιταλούς(Ρώμη - Οκτώβριος 1942), που αφορούσαν τα ελληνικά δημοσιονομικά, στη συνέχεια ιδιώτευσε. Στην 1η κατοχική κυβέρνηση συμμετείχαν οι άλλοι 2 αντιστράτηγοι της συνθηκολόγησης, Δεμέστιχας και Μπάκος, ο επόμενος κατοχικός πρωθυπουργός(ιατρός) Κωνσταντίνος Λογοθετόπουλος, σε χρέη αντιπροέδρου, και ο τότε υπουργός οικονομικών Σωτήριος Γκοτζαμάνης που διατηρήθηκε στην ίδια θέση από την επόμενη κυβέρνηση. Μετά την Απελευθέρωση, ο Τσολάκογλου συνελήφθη και παραπέμφθηκε στο δια της Συντακτικής Πράξεως με αριθμό 6/1945 συσταθέν Ειδικό Δικαστήριο, κατηγορούμενος για παράνομη συνθηκολόγηση που είχε προβεί με τον εχθρό, χαρακτηριζόμενη ως «συνθηκολόγησιν εν ανοικτώ πεδίω» και «πριν η υπ' αυτόν στρατιωτική δύναμις εκπληρώση πάν ό,τι το στρατιωτικόν καθήκον επιβάλλει» , καθώς και για εθνική αναξιότητα για την συνεργασία του, στη συνέχεια, με τις κατοχικές Δυνάμεις, αναλαμβάνοντας Πρωθυπουργός της χώρας. Στις 31/05/1945, το Ειδικό αυτό Δικαστήριο τον καταδίκασε σε θάνατο, αλλά το Συμβούλιο Χαρίτων μετέτρεψε την ποινή σε ισόβια κάθειρξη. Έχοντας προσβληθεί από λευχαιμία, νοσηλεύθηκε επί έναν χρόνο στο Νοσηλευτικό Ίδρυμα του Μετοχικού Ταμείου Στρατού (ΝΙΜΤΣ), όπου και πέθανε(Μάιος 1948). Η κηδεία του έγινε σε στενό οικογενειακό κύκλο.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου